Αξιότιμε κύριε Υπουργέ,
Με ενδιαφέρον παρακολουθήσαμε τους τελευταίους μήνες, προ της εμφάνισης της επιδημικής κρίσης, την κινητικότητα που καταγράφηκε γύρω από το θέμα της αμυντικής θωράκισης της χώρας, μέσα από φημολογούμενα εξοπλιστικά προγράμματα για την απόκτηση σύγχρονων οπλικών συστημάτων. Οι πληγές που άφησε πίσω της η δημοσιονομική κρίση είναι αναρίθμητες και αρκετές απ’ αυτές χαίνουσες ακόμη.
Εν προκειμένω, όμως, προβληματισμός εγείρεται σε σχέση με τον έτερο πυλώνα της Εθνικής Άμυνας. Αναφερόμαστε στο στελεχιακό δυναμικό των ΕΔ που αποτελεί πέρα από ισχυρό πολλαπλασιαστή ισχύος και πολύτιμο εθνικό κεφάλαιο, όπως αποδείχθηκε τους τελευταίους μήνες με την όξυνση του μεταναστευτικού προβλήματος στην περιοχή του Έβρου και όχι μόνο. Σε αυτό το πλαίσιο, επιτρέψτε μας να σημειώσουμε ότι συνιστά σχήμα οξύμωρου νεολογισμού η όποια δημόσια συζήτηση γίνεται, να εστιάζεται κυρίως στα σύγχρονα μέσα και όχι στο προσωπικό που θα κληθεί να τα επανδρώσει, καθώς και σε όσους/ες θα σχεδιάσουν, θα υποστηρίξουν, θα διοικήσουν και θα ηγηθούν εφόσον απαιτηθεί.
Κοινός τόπος είναι ότι το επίπεδο επάνδρωσης των Ε.Δ δεν είναι το επιθυμητό. Οι λόγοι μπορούν να αναζητηθούν στις διαδοχικές μειώσεις θητείας, στο δημογραφικό πρόβλημα, αλλά κυρίως στο αρνητικό ισοζύγιο εισροών – εκροών του στελεχιακού δυναμικού των Ε.Δ, κατ’ επιταγή των δανειστών για μείωση των δαπανών. Οι μηδενικές προσλήψεις Επαγγελματιών Οπλιτών και η δραστική μείωση των εισακτέων στις Παραγωγικές Σχολές ΕΔ (σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα σε ορισμένες περιπτώσεις), κατά την τελευταία δεκαετία, έχουν ήδη επιφέρει ισχυρό πλήγμα. Ο μέσος όρος ηλικίας έχει αυξηθεί θεαματικά και εκτιμάται ότι θα πρέπει άμεσα να αναληφθούν ενέργειες για την αναστροφή του φαινομένου, μέσω προσλήψεων στο χώρο της Εθνικής Άμυνας, οι οποίες -κατά την ταπεινή μας άποψη- θα έπρεπε να έχουν ήδη δρομολογηθεί. Η διαρκής όξυνση του μεταναστατευτικού προβλήματος και η πρωτοφανής στο παγκόσμιο γίγνεσθαι επιδημική κρίση που ενέκυψε ταχύτατα, δοκιμάζουν τον κρατικό μηχανισμό, με τις Ε.Δ να έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο σε όλα τα επίπεδα διαχείρισης των υπόψη κρίσεων.
Στο πλαίσιο αυτό είναι απαραίτητο να κινηθεί συντονισμένα η Πολιτεία στις δύο βασικές κατευθύνσεις ενίσχυσης της αποτρεπτικής ικανότητας της χώρας, ήτοι στη σταδιακή υλοποίηση νέων εξοπλιστικών προγραμμάτων, όταν οι δημοσιονομικές συνθήκες το επιτρέψουν και κυρίως στην άμεση πρόσληψη στρατιωτικού προσωπικού ΕΔΩ και ΤΩΡΑ, χωρίς αναβολές. Ήδη έχουν προκηρυχθεί ορισμένες θέσεις Οπλιτών Βραχείας Ανακατατάξεως (ΟΒΑ) πλην όμως, κατά την ταπεινή μας άποψη θα έπρεπε η Πολιτεία να εστιάσει περισσότερο σε πιο ουσιαστικές πρωτοβουλίες και δοκιμασμένες λύσεις, όπως στην πρόσληψη Επαγγελματιών Οπλιτών (ΕΠΟΠ) και κυρίως στη δραστική αύξηση του αριθμού των εισακτέων σε Παραγωγικές Σχολές των ΕΔ (ΑΣΕΙ-ΑΣΣΥ), καθότι ο περιορισμένος αριθμός αποφοίτων τα τελευταία έτη, σε κρίσιμες ειδικότητες, δεν επαρκεί για κάλυψη των αναγκών του στρατεύματος σε βάθος χρόνου. Πρέπει δε να ληφθούν σοβαρά υπόψη οι επικείμενες μαζικές αποχωρήσεις μεγάλου αριθμού στελεχών στα επόμενα 5-8 έτη, εξαιτίας της συμπλήρωσης των ορίων συνταξιοδότησης που καθορίσθηκαν με τον Ν.3865/2010, δια του οποίου επεκτάθηκε ο εργάσιμος βίος των στρατιωτικών κατά μια δεκαετία.
Το πρόβλημα εκτιμάται ότι θα είναι ιδιαίτερα οξυμένο στις επιστημονικές ειδικότητες των Κοινών Σωμάτων (απόφοιτοι ΣΣΑΣ, ΣΑΝ), καθώς και σε επίπεδο μέσου βαθμολογικά μονίμου στελεχιακού δυναμικού (απόφοιτοι ΑΣΣΥ). Δυστυχώς, δεν μπορούμε πλέον να μείνουμε σε επίπεδο διακηρύξεων. Η τρέχουσα επιδημική κρίση λειτουργεί ως καταλύτης που καθιστά άμεσα αναγκαία την ενίσχυση των Ε.Δ, σε όλα τα επίπεδα (ΕΠΟΠ, ΑΣΕΙ-ΑΣΣΥ) και κυρίως σε ιατρικό προσωπικό. Δεν πρέπει να παραβλέπουμε το μεγάλο χρονικό διάστημα που χρειάζεται για να αποδοθεί στις Ε.Δ ένα επαρκώς καταρτισμένο στέλεχος (3-6 έτη κατά περίπτωση), πολύ δε περισσότερο όταν οι ανάγκες και οι απαιτήσεις αυξάνονται ραγδαία μέρα με τη μέρα.
Η χώρα μας συνεχίζει να βιώνει δύσκολες καταστάσεις, σε οικονομικό, κοινωνικό και γεωστρατηγικό επίπεδο. Επιβάλλεται να διαβάζουμε τα μηνύματα των καιρών ώστε, όπως επιτάσσει η λογική, να προβαίνουμε έγκαιρα σε διορθωτικές κινήσεις και σε στοχευμένες παρεμβάσεις με βαθύ εθνικό και κοινωνικό αποτύπωμα. Σε αυτό το πλαίσιο, απαιτείται πολιτική βούληση της Κυβέρνησης, ώστε σε συνεργασία με τα συναρμόδια Υπουργεία να ληφθεί απόφαση για άμεση, κατακόρυφη αύξηση των εισακτέων σε ΑΣΕΙ-ΑΣΣΥ από το ακαδημαϊκό έτος 2020-21, ώστε σταδιακά, από το 2024 και εντεύθεν, να ενισχυθούν ουσιαστικά οι Ε.Δ.
Για το Διοικητικό Συμβούλιο
Ο Πρόεδρος: Ευάγγελος Στέφος
Ο Γεν. Γραμματέας: Στέφανος Κουκουράβας