Η δοκιμασία που διανύουμε δεν σημαίνει μία ακόμη αποτυχία, ένα αδιέξοδο, έναν όλεθρο. Αυτά δεν συναντιούνται στη ζωή του χριστιανού. Αλλά και δεν μένει απαθής. Πιστεύοντας πως όλα τα επιτρέπει ο Θεός για τους δικούς Του λόγους, νιώθει μία ισχυρή βεβαιότητα. Βεβαιότητα που έχει να κάνει με την ‘’απούσα’’ παρουσία του Θεού στις πικρές και δύσκολες ημέρες.
Κάθε τι που μας φέρνει ενώπιον των υπαρξιακών μας ορίων, κάθε τι που ακροβατεί μεταξύ έρωτα και θανάτου, με ισχυρό, με πολύ ισχυρό τρόπο, μας φέρνει ενώπιον της προσωπικής μας τοποθέτησης στα πράγματα του κόσμου. Κι αυτά τα πράγματα σχετίζονται με την παρουσία μας, τη σχέση με τον εαυτό μας, τον διπλανό μας, τη θέση μας στον κόσμο, τον ίδιο τον κόσμο ως δημιούργημα του Θεού, τη σχέση μας με τον Θεό Δημιουργό μας κ.ο.κ..
Με άλλα λόγια τις πλέον καταφατικές μεταφυσικές μετατοπίσεις μας απέναντι στην ύπαρξη ετερογενών και ομοιογενών στοιχείων, απέναντι στα όρια κτιστότητας και ακτίστου.
Η αίσθηση της δοκιμασίας που διανύουμε, όπως και κάθε άλλης δοκιμασίας, έρχεται να ταρακουνήσει μία σχέση. Τη σχέση μας με τον Θεό. Μας υπενθυμίζει πως κάτι συμβαίνει, το οποίο εξαρτάται από το θείο θέλημα. Εκεί, λοιπόν, είναι που ανάγουμε κάθε αιτιότητα των πραγμάτων στη σφαίρα του θείου, του ιερού. Ε, λοιπόν, αυτό το θείο είναι ο Τριαδικός Θεός.
Νιώθουμε ανίσχυροι, ανήμποροι να κατατροπώσουμε έναν δυσδιάκριτο στο μικροσκόπιο ιό, τη στιγμή που καταφέραμε ανέλπιστες τεχνολογικές εκρήξεις και λαμπρά επιτεύγματα στο χώρο κάθε επιστήμης. Και δεν είναι η ανάγκη μας για τον Θεό, αλλά η απειλή, ο φόβος, είναι που δημιουργούν την ανάγκη για τον Θεό. Αυτό καθίσταται, βέβαια, ιδιαίτερα προβληματικό, μιας και η παρουσία Του έρχεται ως βεβαίωση κατόπιν όλων εκείνων των προσωπικών μας αβεβαιοτήτων που προκύπτουν από την παντοδυναμία ενός ιού, μιας απειλής.
Έχω την αίσθηση πως ο Θεός ενεργεί για μία ακόμη φορά. Πάντοτε ενεργεί ο Θεός. Δεν είναι το ακίνητο κινούν της αριστοτελικής φιλοσοφίας. Ενεργεί και αποκαλύπτεται. Όλα προέρχονται από το άγιο θέλημα Του. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευλογημένη κατάφαση του Θεού για τον άνθρωπο. Ο Θεός να σέβεται την ανθρώπινη ελευθερία, αλλά την ίδια στιγμή να κινείται εντός των ορίων Του, χωρίς να παραβιάζει τα ανθρώπινα όρια, την αυτεξουσιότητα του δημιουργήματος Του. Να ενεργεί όπως θέλει, όπως επιθυμεί, όπως αρέσκεται, με σκοπό την υπενθύμιση, την παιδαγωγία. Αλλά και σ’ αυτή την υπενθύμιση ότι κάτι δεν βαίνει καλώς, εξαρτάται από τον τρόπο ανταπόκρισης του ανθρώπου.
Ο Θεός που για τον Ιωάννη Χρυσόστομο εξορίστηκε και για τον Νίτσε πέθανε, είναι ο Θεός που κρίνεται αναγκαία η επάνοδός του. Ο άνθρωπος Τον εξόρισε. Αυτό είναι βέβαιο. Η αυτοαναφορικότητα μπορεί να είναι του Θεού, όμως η εξορία Του είναι επιλογή ανθρώπινη, είναι επιλογή προσώπου. Αυτό υποδεικνύει την ύπαρξη σχέσης, αλλιώς δεν υπάρχουν πρόσωπα σε σχέση. Ο άνθρωπος, αναφέροντας τη δική του παρουσία ως θεϊκή καλλιτεχνική ενέργεια, επιλέγει να αντιταχθεί στον Θεό. Για μία ακόμη φορά θέλγεται από τη λάμψη των απαγορευμένων καρπών που απομακρύνουν από τον Θεό. Πασχίζει την ηδονή, το χρήμα, την καλοπέραση, την ερμηνεία του Θεού μέσα από την τεχνολογία, την ιατρική. Πασχίζει για τον περιορισμό του στην αυτοαναφορικότητα του. Τόσο κτιστή μα και τόσο ανόητη, καθότι τίποτε δεν θα πετύχαινε χωρίς τον Θεό, τον οποίο προτιμά να εξορίσει από τη ζωή του.
Όλα δείχνουν, τουλάχιστον σε ένα υπολογίσιμο μέρος, πως ο Θεός δεν χρειάζεται. Και για να πετύχει ο άνθρωπος αυτά που θέλει, για να ζήσει την ελευθερία του, δεν πρέπει να υπάρχει ο Θεός. Αυτό δεν έλεγε ο Sartre; Ο άνθρωπος απορρίπτει τον Θεό. Δεν έχει ανάγκη να βεβαιώνεται στην τριαδική Του παρουσία, στη θεϊκή Του αυθυπαρξία. Η ζωή χωρίς τον Θεό είναι ανώδυνη, δεν έχει κόπο. Κατάφερε να κατακτήσει τα πάντα ή σχεδόν τα πάντα, να ζήσει τα πάντα, να κουραστεί απ’ όλα αυτά και στο τέλος να καθίσταται πιο μόνος κι από τη σκιά του.
Ο Θεός δεν είναι τιμωρός και δεν δημιουργεί απωθημένα και ανασφάλειες στο κτιστό του αγαπημένο, τον άνθρωπο. Ούτε έχει ανάγκη από καλά κι ενάρετα παιδιά. Αυτά είναι οργανωσιακά ξεπερασμένα κατάλοιπα μιας άπλυτης ευσεβοφάνειας, ενός ατομικού θρησκευτικού ιδιώματος. Η υπενθύμιση του Θεού προς τον άνθρωπο γεμίζει από θεϊκή φιλανθρωπία και αγάπη. Υπενθυμίζει στον άνθρωπο την υψηλή του καταγωγή, αφού ο τελευταίος κοσμείται από θεόκτιστη ωραιότητα κατά Γρηγόριο Νύσσης. Κι όμως, παρά το ύψιστο αυτό γεγονός της θείας καταγωγής μας, ξεχάσαμε να αναγνωρίσουμε πως όσα έχουμε τα οφείλουμε στον Θεό και πως μας έχρισε διαχειριστές και όχι ιδιοκτήτες των πραγμάτων που με απόλυτη άνεση μπορούμε να χάσουμε αμέσως.
Ο άνθρωπος επιζητά το θαύμα. Δεν του αρκεί μία άσαρκη παρουσία, ούτε η σαρκωμένη αλήθεια του Υιού. Θέλει να δει, να αγγίξει για να πιστέψει. Όπως ο Θωμάς που αναζητούσε την επιβεβαιωμένη αλήθεια. Ο καθηγητής Γιανναράς, σε πρόσφατη του συνέντευξη σημειώνει πως “η φύση του ανθρώπου είναι τέτοια που θέλει είδωλο, θέλει να λατρέψει είδωλο”. Πράγματι, ο άνθρωπος δεν βιώνει την ασκητική της πίστης, επιζητά όμως την επαλήθευση. Η ύπαρξη ενός ειδώλου καταργεί την αμεσότητα του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί η ελευθερία. Καταργεί την ίδια την ελευθερία. Καταργεί έτσι και τη σχέση. Παύει να υφίσταται σχέση προσώπων. Το άλλο πρόσωπο αντικαθίσταται από το είδωλο, το οποίο τελικά μας δίνει τη σιγουριά του θαύματος. Όμως, ο Χριστός τί λέει; “…ἡ γενεὰ αὕτη γενεὰ πονηρά ἐστι· σημεῖον ζητεῖ, καὶ σημεῖον οὐ δοθήσεται αὐτῇ” (Λουκ. 11, 29). Ο άνθρωπος καλείται να επιστρέψει σε μία σχέση ελευθερίας, σε μία σχέση ανυπότακτη, αυτή με τον Θεό. Χωρίς την παρουσία θαυμάτων ως το εχέγγυο για την ασφαλή πορεία αυτής της σχέσης.
Ο Θεός δεν καταδικάζει τον άνθρωπο με τις δοκιμασίες. Μας υπενθυμίζει τις ευεργεσίες, την αγάπη και τον δρόμο Του. Η επιστροφή στον Θεό δεν ερμηνεύεται ως ηθικό καθήκον ή ως αποκατάσταση μιας διασαλευμένης ηθικής συμπεριφοράς, αλλά ως αποκατάσταση μιας διαταραγμένης σχέσης, επομένως και αναφοράς, του ανθρώπου στον Δημιουργό του. Τα πράγματα θα είναι ευχάριστα και ωφέλιμα για το ανθρώπινο πρόσωπο, μόνο όταν το τελευταίο αντιληφθεί τη μοναδικότητα της σχέσης αυτή, με τον Θεό που τον κατέστησε διαχειριστή της κτίσης, της ιστορίας.
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (Βαλκανιολόγος, Θεολόγος)
Εφημέριος Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Διάβας