Δυο κάδοι αγκαλιασμένοι σε ένα μικρό προάστιο λίγο έξω από την πόλη δε το συναντάς εύκολα…. Δεν είναι οι μοναδικοί, αλλά αυτοί έχουν κάτι το ιδιαίτερο. Χρώμα μπλε η ανακυκλούλα και πρασινάκι ο βρωμικούλης.
Και για να εξηγούμαι ο βρωμικούλης δεν είχε κάτι δύσοσμο ή ιδιαίτερο, απλά επειδή σ αυτόν εμπιστευόμαστε όλοι μας, ότι σκουπιδάκι έχουμε, πήρε κι αυτό το όνομα. Ή μήπως να τον λέγαμε παμφαγούλη; Δίκιο έχετε το δεύτερο του ταιριάζει περισσότερο…
Οι δυο αυτοί κάδοι λοιπόν ήταν πάντα αγκαλιασμένοι. Δε μπορούσε κανείς να τους χωρίσει και θα σας περιγράψω τι συνέβη……
Μια μέρα βρίσκονταν στον πιο πάνω δρόμο. Την επόμενη βρέθηκε ο παμφαγούλης στον απέναντι δρόμο, εκεί που βρίσκεται το σχολείο. Την μεθεπόμενη ξανά αγκαλιά με την ανακυκλούλα. Περνάνε δυο μέρες η ανακυκλούλα σε άλλη θέση. Δάκρυσε ο παμφαγούλης που του έφυγε η αγαπημένη του. Πέρασε μια βδομάδα και ξάφνου η ανακυκλούλα πίσω. Χαρές να δείτε που έκαναν, ξεχείλισαν από σκουπιδάκια που χοροπηδούσαν.
Οι ζέστες άρχισαν να γίνονται έντονες… Οι δυο αγαπημένοι μας , έσκαγαν και τσουρουφλίζονταν. Γύρω τους μαζεύονταν ανεπιθύμητα μαμούνια και ζουζούνια. Ένα βράδυ που το φεγγάρι είχε κρυφτεί πίσω από ένα περίεργο σύννεφο σε σχήμα χωροφύλακα, πήραν το ρίσκο να φύγουν και να πάνε κάτω από δυο καταπράσινα δέντρα που φώλιαζαν πουλάκια και πολλά παιδιά από το σχολείο απολάμβαναν τον ίσκιο τους. Να ξέρατε πόσο το χάρηκαν!! Πέταξαν ότι είχαν μέσα τους από τη χαρά τους……
Η γειτονιά άρχισε τη μουρμούρα. Απαπαπα!!! αυτοί οι ατίθασοι κάδοι κάνουν επανάσταση; Δε θα τους περάσει! Κι έτσι μετά από τις έντονες διαμαρτυρίες, έσκυψαν τα καπάκια τους μετακινούμενοι σε χώρο ντάλα στον ήλιο και το κρύο, να τιμωρηθούν για το θράσος τους!
Περνούσε ο καιρός , καμιά κίνηση πλέον. Ή συνήθισαν ή δεν άντεξαν άλλο την κατακραυγή και λούφαξαν εκεί αδιαμαρτύρητα!
Ξάφνου ένα πρωινό ήρθε ένα μηχάνημα με ανοιχτό στόμα τεράστιο θα ήταν όπως λένε οι περιγραφές, μπορεί και όχι όμως, γιατί ο παμφαγούλης και η ανακυκλούλα ήταν λίγο υπερβολικοί. Την υπερβολή την απόκτησαν από το ξεχείλισμα που πολλές φορές παρουσίαζαν…. Για να μην ξεφύγουμε όμως, το πρωινό εκείνο μετά την τρομάρα τους πετάχτηκαν στο απέναντι πεζοδρόμιο, δίπλα στην πόρτα του σχολείου…. Σα να τους άρεσε εκείνο το μέρος γιατί χαμογελούσαν ή κάτι άλλο είχαν στο μυαλό τους;;…
Κλείδωσα και βγήκα από την πόρτα. Ξάφνου σα να ακούω φωνούλες. Κοιτάζω γύρω μου κανείς! Γυρίζω να μπω στο αυτοκίνητο…. Η φωνή πιο έντονη κοριτσίστικη! «Κύριε με συγχωρείτε….. μπορείτε να έρθετε λίγο κοντά μας;» Τρόμαξα. Πλησιάζω με προσοχή γιατί νόμιζα πως κάποια παιδιά κρύβονταν εκεί και ήθελαν να με πειράξουν. «Μη φοβάστε» πετάχτηκε μια αγορίστικη φωνή.
«Είμαστε η ανακυκλούλα κι ο παμφαγούλης και θέλουμε μια χάρη». Κουνούσα το κεφάλι μου και ανοιγόκλεινα τα μάτια μου. Παρανοώ!! Δε στέκω καλά. Η καραντίνα με έχει κάνει λωλό!….Σα να με άκουσαν οι άτιμοι οι κάδοι. «Όχι καλά είστε εμείς σας μιλάμε και ζητάμε κάτι»…. Ενέδωσα σε αυτή την τρέλα και απαντώ. «Τι θέλετε;» «Να…. κύριε τώρα που είναι κλειστά τα σχολεία και δεν έρχονται πλέον παιδιά, μήπως μπορούμε να μπούμε εμείς στο σχολείο για να μάθουμε γραμματάκια;…»
Ο κατά συρροή ονειροπόλος
Δημήτρης Νούλας