Η αείμνηστη Κική Δημουλά είχε χαρακτηρίσει τον θάνατο ως “ύλη αδίδακτη”. Κι αυτό δεν απέχει από την πραγματικότητα, καθότι παραμένει και θα εξακολουθεί, στα όρια της κτιστότητας (άρα και περατότητας), να παραμένει ζήτημα που δεν γνωρίζεται. Εδώ, οφείλουμε μία έντιμη στάση, στάση απαραίτητα για το ξεκαθάρισμα του πράγματος. Από τη μία αμφίσημος, καθότι “διαβάζεται” και ερμηνεύεται (αν μπορεί) με τρόπο διττό, κι από την άλλη ανυπόστατος.
Μα, είναι ο θάνατος ανυπόστατος; Παντού υπάρχει και παντού κυριαρχεί. Κάθε τι θυμίζει θάνατο, φθορά. Δεν είναι πραγματικότητα, λοιπόν, ο θάνατος; Ποια γενναιόδωρη στάση κωφεύει απέναντι στην τραγικότητα του; Το γεγονός ότι έχει τραγικότητα, σημαίνει, άραγε, και τον ρεαλισμό του πράγματος; Μπορεί να είναι τραγικός ο θάνατος, έχει όμως ρεαλισμό, υπό την έννοια ότι αυτός ο ρεαλισμός υπόκειται στην υπαρξιακή φανέρωση του; Όλα δίπλα μας μυρίζουν θάνατο. Τα κοιμητήρια φιλοξενούν την κατάληξη του ανθρωπίνου σώματος. Η Εκκλησία φιλοξενεί το πένθος, προσπαθώντας να υποσχεθεί μία ζωή αιώνια χωρίς θάνατο. Ο έρωτας και ο θάνατος έγιναν σημείο υπαρξιακής αναφοράς και λειτουργικότητας της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ήταν άξιος θανάτου ο άνθρωπος; Γι’ αυτό δημιουργήθηκε; Ήταν ικανό και μετρήσιμο πνευματικά ένα σφάλμα, μία αστοχία, να καταδικάσει το ανθρώπινο γένος σ’ αυτή την κτίση και ιστορία; Και τί σημαίνει ‘’πνευματικά μετρήσιμο’’; Μήπως ο άνθρωπος υπήρξε σε νηπιακή κατάσταση έτσι ώστε να αξιολογήσει και εκτιμήσει τις δωρεές του Τριαδικού Θεού; Μόλις δημιουργήθηκε, προφανώς και δεν είχε την πνευματική ωριμότητα και αξιολόγηση της σχέσης με τον Θεό. Υπήρξε δίκαιο η αμαρτία της ανυπακοής να συμπαρασύρει μαζί της τον θάνατο, τη φθορά, τον πόνο; Ερωτήματα που βασανίζουν το ανθρώπινο πρόσωπο, αναζητούν την απάντησή τους, την ερμηνεία τους. Ο άνθρωπος φαίνεται να έχει απωλέσει την υπομονή της αιωνιότητας και να παραμερίζει κάθε τι μεταφυσικό, όσο οπτιμιστικό κι αν δείχνει.
Πώς διαβάζεται ο θάνατος; Είναι αμφίσημος; Τί τον κάνει αμφίσημο; Η φύση του ή το επέκεινα του; Όπως και να έχει, θα παραμένει το άλυτο πρόβλημα της ανθρώπινης ύπαρξης και το ανθρώπινο πρόσωπο, είτε φιλοσοφικά, είτε θεολογικά, θα βασανίζεται να ‘’διαβάσει’’ την αδίδακτη ύλη του. Αυτό θα φέρνει τον άνθρωπο ενώπιον μιας ανυπέρβλητης πραγματικότητας που θα συνεχίζει να αναζητά την ωραιότητα σε φύση κτιστή. Πώς να ξεπεράσει το εμπόδιο του θανάτου ο άνθρωπος; Η Εκκλησία επιστρατεύει όρους και λέξεις μιας μεταφυσικής αισιοδοξίας, ικανής να υποσχεθεί την αιώνια ζωή, ανίκανης όμως να ξεπεράσει το αδιέξοδό του.
Κι ενώ τα παραπάνω δημιουργούν έντονο προβληματισμό, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης θέτει τέλος στο αξεπέραστο του θανάτου. Ο Νύσσης θα πει πως “τό γάρ κακόν ἀνυπόστατον, ὄτι ἐκ τοῦ μή ὄντος τήν ὑπόστασιν ἔχει”. Το κακό δεν έχει υπόσταση, επομένως και ο θάνατος., τον οποίο ο Νύσσης χαρακτηρίζει αφύτευτο και άρριζο. Υφίσταται η φθορά, ο θάνατος, εν γένει το κακό, όμως η ψυχή παραμένει αθάνατος, καθώς κατά τον ίδιο Πατέρα “εἰς τό ἥμισυ τῆς φύσεως προχωρῆσαι τόν θάνατον”. Εδώ, ο Νύσσης, ιδιαίτερα ο Γρηγόριος Νύσσης αντιμετωπίζει με αισιοδοξία το θέμα. Υποτιμάει τον θάνατο. Μην ξεχνάμε πως ο ίδιος αποδέχτηκε τη θεωρία της αποκατάστασης των πάντων (όχι με τον τρόπο που την ερμηνεύει και εννοεί ο Ωριγένης).
Σύμφωνα με τον Νύσσης ο θάνατος που είναι αφύσικος, θα εξαφανιστεί. Εξάλλου, όπως θα πει, το κακό δεν υπήρχε πάντοτε. Δεν έχει αρχή. Εάν είχε αρχή αυτό θα καθιστούσε την αντιμετώπιση του θανάτου ιδιαίτερα προβληματική και δεν θα χρειαζόταν να αντισταθμίσει το σχέδιο της Θείας Οικονομίας κάθε θανατική εκφραστική. Η Ανάσταση του Θεανθρώπου εγγυάται το τέλος του θανάτου, την καταδίκη του διαβόλου, δίνοντας στον άνθρωπο την ευκαιρία να βιώσει μέσα στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας βεβαιώσεις μυστηρίων αδήλωτων και ανερμήνευτων, σημαινομένων δε και σωτήριων.
Όταν η Πουλχερία, κόρη του αυτοκράτορα Θεοδοσίου και της Πλακίλλας, πέθανε σε ηλικία επτά ετών, ο Γρηγόριος Νύσσης, έγραφε σε σχετικό παραμυθητικό του λόγο: “Ποιος πέρασε τον πόνο δίχως αναστεναγμό; Ποιος δεν θρήνησε για την καταστροφή της ζωής; Ποιος δεν έκλαψε για τη συμφορά; Ποιος δεν ανακάτεψε την κοινή θρηνωδία με τις δικές του φωνές; Είδα θέαμα απίστευτο που δεν θα το πιστέψουν στα αυτιά τους ούτε και εκείνοι που δέχονται τα θαύματα∙ είδα μία θάλασσα από ανθρώπους που από την πυκνότητα των συγκεντρωμένων φαινόταν στα μάτια σαν νερό∙ γεμάτος ο ναός, γεμάτο το προαύλιο του ναού, η πλατεία που συνορεύει, τα δρομάκια, τα αδιέξοδα, το κέντρο της αγοράς και οι πλαγιές, τα μεγάλα δωμάτια. Ό,τι έβλεπες ήταν γεμάτο από ανθρώπους, σαν να είχε συγκεντρωθεί ολόκληρη η οικουμένη για τη συμφορά. Για όλους εκείνους, το θέαμα ήταν το ιερό άνθος που μεταφερόταν πάνω στο χρυσό κρεβάτι. Τα πρόσωπα όλων εκείνων που κοιτούσαν ήταν κατηφή. Τα μάτια τους ήταν δακρυσμένα. Τα χέρια χτυπούσαν το ένα το άλλο εκφράζοντας τη θλίψη τους. Στεναγμοί φανέρωναν την οδύνη που έβγαινε από τα βάθη της καρδιάς τους. Δεν μου φάνηκε εκείνη την ώρα, ίσως και σε κανέναν από τους υπόλοιπους παρευρισκόμενους, να έχει ο χρυσός τη φυσική του λάμψη”.
Εφημέριος Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Διάβας
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (Βαλκανιολόγος, Θεολόγος)