Είχε περάσει σχεδόν μήνας έντονου προβληματισμού, τα μάτια του ήταν θλιμμένα. Δεν τολμούσε να τον πλησιάσει άνθρωπος. Δεν μπορούσε να εξηγήσει το λόγο. Βαθιά μέσα του τον ήξερε καλά. Έκλεισε το κινητό, εκείνο το Σάββατο είχε αποφασίσει να μην κάνει τίποτα. Πήρε το μηχανάκι και ανέβηκε στα Μετέωρα. Σκαρφάλωσε σ’ ένα βράχο μη προσιτό από τους πολλούς. Πήρε αγκαλιά την πέτρα. Τότε ήταν που εμφανίστηκε αυτό το περίεργο και διάφανο πλασματάκι.
– Καλημέρα, του είπε.
– Ποιος μίλησε; Ρωτάει ξαφνιασμένος.
– Εγώ… εδώ… που κοιτάς; Επανέλαβε η φωνή.
– Πού είσαι επιτέλους; ρώτησε πάλι εκείνος τρομαγμένος.
– Εδώ, πάνω στην πέτρα! Με είδες τώρα;
– Α! Τι είσαι εσύ; θαύμασε απορημένος.
– Ε, καλά… Τώρα θα μου πεις ότι δεν ξέρεις τι είμαι!
– …
– Τι κάνεις τόση ώρα;
– Κλαίω… ψιθύρισε εκείνος ντροπαλά.
– Μήπως τώρα, λοιπόν, ξέρεις τι είμαι; Με αναγνωρίζεις;
– …
– Δάκρυ είμαι, λεβέντη μου, δάκρυ!
– Μα, τα δάκρυα δε μιλάνε… οι λεβέντες δεν κλαίνε… είπε δειλά.
Το δάκρυ γέλασε και του απάντησε:
– Δε μιλάνε; Τι ανόητος που είσαι! Φυσικά και μιλάνε! Άλλα φωνάζουν, παρακαλούν, ζητάνε, χαίρονται, γελάνε, λυπούνται, τρομάζουν, πονούν… Και μάλιστα όλα αυτά τα συναισθήματα τα εκφράζουν πιο ξεκάθαρα από τις λέξεις και πολύ πιο δυνατά, ακόμα κι όταν δεν υπάρχει κανείς να τα’ ακούσει. Άκου εκεί, «δε μιλάνε…»!
– Και από μένα τι θες; Μάθημα ήρθες να μου κάνεις; ανέβασε τον τόνο της φωνής του.
– Όχι. Απλά τόσες μέρες με καταπιέζεις και δεν μ’ αφήνεις να βγω και να έρθω να σου μιλήσω.
– Και σαν τι θες να μου πεις; Δεν έχω όρεξη να ακούσω τίποτα. Είχα αποφασίσει να μείνω μόνος μου σήμερα…
– Για πρόσεχε πώς μου μιλάς, παρακαλώ! Δε φτάνει που βγήκα από μέσα σου για να σε κάνω να νιώσεις καλύτερα, θα με μαλώσεις κι από πάνω; Και στο κάτω κάτω, ξεχνάς από πού προέρχομαι; Αυτά τα, «είχα αποφασίσει να μείνω μόνος μου σήμερα» να τα πεις αλλού, όχι σε μένα! είπε το δάκρυ θυμωμένο και εκείνος πήρε αγκαλιά την πέτρα.
– Κατάλαβε πως το διάφανο πλασματάκι είχε δίκιο και ότι, μάλλον, δεν θα έπρεπε να διώχνει τον… ουρανοκατέβατο φύλακά του. Έτσι, σταμάτησε να μιλάει και το άφησε να πει το λόγο της επίσκεψής του.
– Το άκουγε με προσοχή ενώ κι άλλα διάφανα πλασματάκια, αθόρυβα και βουβά, εμφανίστηκαν και χόρευαν μπροστά στα μάτια του. Όσα άκουσε να λέει το δάκρυ, τα ήξερε πολύ καλά, όμως αρνιόταν να τα παραδεχτεί. Τελειώνοντας όσα είχε να πει το δάκρυ κύλησε στην πέτρα. Ούτε το ξανάδε ποτέ. Μερικά ακόμα διάφανα πλασματάκια κρύφτηκαν στα μουστάκια και τα γένια του, άλλα στην πέτρα. Και τότε ένιωσε ένα γλυκό ξύπνημα.
– Δεν ήταν καθόλου σίγουρος αν ήταν όνειρο ή πραγματικότητα. Και μια φωνή μέσα του είπε: τα δάκρυα εκφράζουν όλα τα συναισθήματα πιο ξεκάθαρα από τις λέξεις και πολύ πιο δυνατά, ακόμα κι όταν δεν υπάρχει κανείς να τα ακούσει… έχουμε το προνόμιο στην πόλη μας να τ’ ακούν οι πέτρες και τότε είναι που γίνεσαι βράχος.
Και να μην συγχέουμε την Καλαμ(π)άτα με την Καλαμπάκα. Τα βράχια δεν έχουν ρόδες για να μετακινηθούν. Άλλα πράγματα μπορεί.