Του Γεωργίου Παπασίμου
Δικηγόρου
Η Ελλάδα εν μέσω των επιθετικών νεο-οθωμανικών αναθεωρητικών σχεδίων, που επιβουλεύονται ξεκάθαρα τεράστιες θαλάσσιες ζώνες της Ανατολικής Μεσογείου και του Αιγαίου και των σοβαρών οικονομικών συνεπειών εξαιτίας της πανδημίας του COVID-19, που ακολούθησε τον μακρύ χειμώνα του μνημονιακού οδοστρωτήρα, βαδίζει στον ολισθηρό δρόμο της παρακμής και της σήψης. Ο μεταμνημονιακός τοξικός δικομματισμός (Ν.Δ. – ΣΥ.ΡΙΖ.Α.), που «νεκραναστήθηκε» στις στάχτες της χρεωκοπίας της χώρας, την απειλεί με πλήρη παράλυση, σε καιρούς αγριεμένους και δύσκολους για το μέλλον του λαού και του έθνους.
Η δημόσια πολιτική συζήτηση, μέσα σε αυτούς τους άμεσους και υπαρκτούς κινδύνους, κυριαρχείται το τελευταίο διάστημα από τις καταγραφείσες συνομιλίες Παππά – Μιωνή και τις παρακολουθήσεις της ΕΥΠ για τον ρόλο συγκεκριμένων αξιωματικών, που ελάμβαναν εντολές από σύζυγο υπουργού, φωτίζοντας έτσι ένα δυσώδες και παρακμιακό παρασκήνιο. Αυτό, όμως, αποτελεί το επιφαινόμενο του ελληνικού δράματος και όχι την ουσία του. Η πραγματική εικόνα, που συνιστά τη μεγάλη στρέβλωση του πολιτικού εποικοδομήματος και τη μετεξέλιξη της κομματοκρατίας της Μεταπολίτευσης σε θλιβερή καρικατούρα, κρατώντας τη χώρα σε τροχιά βύθισης και σήψης, είναι η διαχρονική στάση και συμπεριφορά του πολιτικού προσωπικού εξουσίας έναντι των πραγματικών μεγάλων προβλημάτων της Ελλάδας.
Αντί το πολιτικό προσωπικό, που άσκησε κατά καιρούς εξουσία, να επιβάλει ένα ισχυρό εθνικό πλαίσιο ανάπτυξης, με γνώμονα τις ανάγκες του λαού και με βάση τα ισχυρά συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας, μετατράπηκε σε τμήμα της «παρασιτικής» οικονομικής ολιγαρχίας, αποκτώντας συμφέροντα, ως επιμέρους ειδικό στρώμα στο κράτος, μέσω των προνομίων και της ατιμωρησίας, τα οποία ενσωματώνουν σχεδόν τους πάντες, που συμμετέχουν στο πολιτικό εποικοδόμημα.
Η διάσταση αυτή αφορά συνολικά το πολιτικό προσωπικό των κομμάτων της εξουσίας, ανεξαρτήτως ιδεολογικών επικλήσεων και τυχόν «επιδεικτικών» αντισυστημικών συμπεριφορών, αφού αποδείχθηκε ότι έχει ειδικά συμφέροντα αναπαραγωγής του εντός του υπάρχοντος νόθου πολιτικού εποικοδομήματος και της σχέσης του με το κράτος, επιβάλλοντας έτσι την ολισθηρή κομματοκρατία, ως βαρίδιο στις πλάτες της Ελλάδας και αποτρέποντας την ανακοπή της παρακμής και της βύθισής της.
Η συμπεριφορά και η τακτική αυτή του σημερινού πολιτικού προσωπικού κατά την περίοδο της μνημονιακής κηδεμονίας και των μεταμνημονιακών δεσμεύσεων, έρχεται ως συνέχεια της συμπεριφοράς του καθ’ όλη την περίοδο της Μεταπολίτευσης, και ιδιαίτερα κατά την περίοδο της Ύστερης Μεταπολίτευσης.
Μάλιστα, η πολιτική ελίτ της χώρας αύξησε τα προνόμια, υπό την ανοχή των δανειστών, με αντάλλαγμα την επιβάρυνση αποκλειστικά των μεσαίων και χαμηλότερων στρωμάτων, την υποθήκευση του δημοσίου πλούτου (υπερταμείο 99 ετών), καθώς και την εξυπηρέτηση των γεωπολιτικών στρατηγικών στοχεύσεών τους στη Βαλκανική και στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Αντάλλαξαν δηλαδή την διατήρηση και την επαύξηση των προνομίων τους με τη νεοαποικιοποίηση της χώρας.
Οι βαθύτερες αιτίες της οπισθοδρόμησης της Ελλάδας, που διετέλεσε επί χρόνια «πειραματόζωο» των δανειστών, οφείλεται στη φύση και τον χαρακτήρα του μνημονιακού καθεστώτος, λαμβανομένων υπόψη και των μεταμνημονιακών δεσμεύσεων, αφού αυτό δεν αφορά μόνο τις σκληρές οικονομικές πολιτικές λιτότητας, αλλά παράλληλα αποτελεί σύστημα καθορισμού κανόνων, που μεταβάλλουν την ελληνική κοινωνία σε παθητικό αποδέκτη, κατακερματίζοντας τα κοινωνικά στρώματα, υφαρπάζοντας τα περιουσιακά στοιχεία (δημόσια και ιδιωτικά) και ενισχύοντας τη μεταπρατικότητα και τον παρασιτισμό σε όλα τα επίπεδα.
Αυτό έχει ως άμεση συνέπεια και την υπονόμευση του αντιστασιακού χαρακτήρα των Ελλήνων, που διαπιστώνεται ιστορικά διαχρονικά, και τη μείωση της αποτρεπτικής δύναμης των Ενόπλων Δυνάμεων. Έτσι, η επικαλούμενη επιστροφή στην κανονικότητα, που προβλήθηκε σαν το κεντρικό σύνθημα της σημερινής κυβέρνησης, εξαερώθηκε πολύ γρήγορα, τείνοντας μάλιστα, λόγω και της επήρειας της πανδημίας, να μετατραπεί σε πολιτικό ανέκδοτο. Και αυτό, γιατί η Ελλάδα υπέστη δραματική υποχώρηση σε όλους τους τομείς, με μείωση των εισοδημάτων, με φθίνουσα πορεία των υποδομών της και υποβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού από τον εφιαλτικό συνδυασμό εξόδου και μετανάστευσης του «ανθού» της νεολαίας της και της αντίστοιχης εισόδου ταλαιπωρημένων μεταναστών χαμηλού κυρίως μορφωτικού επιπέδου.
Αν σε αυτά προστεθεί η ρευστή παγκόσμια γεωπολιτική κατάσταση, σε συνδυασμό με τους άμεσους κινδύνους στα εθνικά θέματα από την αμείωτη επιθετικότητα της Τουρκίας, σχηματίζεται το ψηφιδωτό του μέγιστου εθνικού κινδύνου, που είναι η ψευδαίσθηση ότι η χώρα μας επανέρχεται στην κανονικότητα ενός πλαισίου, που έχει όμως χαρακτηριστικά βύθισης και παρακμής, συνιστώντας τεράστιο κίνδυνο για νέους εθνικούς ακρωτηριασμούς.
Η Ελλάδα, αντί μιας ψευδεπίγραφης μεταμνημονιακής κανονικότητας, που την περιορίζει στις ράγες της παρακμής, απαιτείται να υπερβεί αυτή την κατάσταση μέσω ενός εθνικού παραγωγικού σχεδίου και της πρόταξης εθνικών στόχων για τη συνολική αναγέννησή της. Τον μεγάλο αυτό εθνικό στόχο μπορεί να επωμισθεί μόνο ένα νέο Δημοκρατικό Πατριωτικό Πολιτικό Υποκείμενο ανατροπής, έξω από την υπάρχουσα ελλιποβαρή εξουσιαστική κομματοκρατία.