“Μερικά τσιμπήματα από μύγες δεν μπορούν να σταματήσουν ένα άλογο στον καλπασμό του”, όπως λέει ένα παλιό, ξεθυμασμένο από τη μεταφορική του δύναμη, αλλά διαχρονικώς θυμόσοφο γνωμικό, το οποίο μου ήρθε στο μυαλό, βλέποντας τον Μουρίνιο, στον πάγκο της Τότεναμ, στον νικηφόρο αγώνα της περασμένης Κυριακής (19 Ιουλίου 2020) ενάντια στη Λέστερ, σε ένα άδειο από φιλάθλους, λόγω COVID-19, Τοttenham Hotspur Stadium.
Ταιριαστό γνωμικό, αν σκεφτούμε πως το προσωνύμιο της λονδρέζικης ομάδας είναι «Τα σπιρούνια» και πως, αν πάμε πίσω, στο καλοκαίρι του 2008, όταν ο Μουρίνιο αναλάμβανε προπονητής της Ίντερ, αφήνοντας πίσω μια άλλη ομάδα του Λονδίνου, την Τσέλσι του Αμπράμοβιτς, δήλωνε: «Δεν έχουν υπάρξει εκπλήξεις ούτε προβλήματα στην προσαρμογή μου. Πάντως, δεν περίμενα αυτές τις ενοχλητικές μικρές μύγες που έχετε τα απογεύματα εδώ στο Αππιάνο». Όπως έγραφε ο Σάντρο Μοντέο, στη Guardian, για αυτήν την καλοκαιρινή-εντομολογική αποστροφή του Special One: «Αυτό που ακούγεται ως, γραμμένο σε Δαρβινικό στυλ, ημερολόγιο ταξιδιωτικού φυσιογνώστη, περιγράφει, στην πράξη, το ξεκίνημα του Ιταλικού ταξιδιού του Ζοζέ Μουρίνιο». Ενός καλπαστικά καθαρόαιμου παραδείγματος εξόγκωσης του «Εγώ» που δεν δέχεται ούτε σπιρούνια ούτε χαλινούς, από προέδρους, οπαδούς ή δημοσιογράφους, παρά μόνον αυτοκεντρίζεται από μια παλινδρομική -σχεδόν- συγχώνευση ενός πρωτόγονου «Ιδεώδους του Εγώ» και του εαυτού του, ο οποίος αρέσκεται να σπιρουνίζει τους άλλους σε κάθε ευκαιρία, με δηλώσεις και συμπεριφορές, καθώς οι απαράδεκτες εικόνες εαυτού απωθούνται και προβάλλονται στα εξωτερικά αντικείμενα, τα οποία απαξιώνονται.
Τα πράγματα, όμως, δεν εξελίχθηκαν χωρίς προβλήματα για τον Μουρίνιο στην Ιταλία και ο Ζοζέ εμφανίζεται, στις 5 Μαρτίου του 2009, σε συνέντευξη τύπου μετά τον αγώνα του Κυπέλλου Ιταλίας, ενάντια στη Σαμπντόρια, να κατηγορεί τους Ιταλούς δημοσιογράφους για «διανοητική πορνεία», ενώ οι Ιταλικές εφημερίδες σχολίαζαν στα πρωτοσέλιδά τους τα βίτσια και τις αρετές του «μεγάλου αντιπαθητικού», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά πάλι ο Σάντρο Μοντέο στο εξαιρετικό βιβλίο του «Μουρίνιο, ο Εξωγήινος», από το οποίο σταχυολογούμε τα -στο ίδιο ύφος κινούμενα- παρακάτω αποσπάσματα: «Βλέποντας να τον αμφισβητούν ή να τον βγάζουν άχρηστο, σε όλες σχεδόν τις δηλώσεις του που δεν σέβονταν τον εξυπακουόμενο κονφορμισμό,…αντιλαμβανόμενος στους συνομιλητές του μια προσοχή όλο και πιο νοσηρή, νιώθοντας τελικά να φουντώνει μέσα του η κακεντρέχεια και η καχυποψία, στα όρια της καρικατούρας, επέλεξε να κλειστεί σε μια τελεσίδικη σιωπή. Μια σιωπή που, φυσικά, δεν στάθηκε αρκετή για να καλμάρει τους επικριτές του».
Ο Μουρίνιο, λοιπόν, καταφεύγων σε μια «ναρκισσιστική απόσυρση» και οι επικριτές του, «βλέποντας ότι στερήθηκαν τη δυνατότητα να εξασκούν πάνω του την παρασιτική ηθική τους, του απέδωσαν δηλώσεις φανταστικές και συμπεριφορές υποθετικές, σαν να ήταν όρνιθοσκαλίσματα, σκιτσαρισμένα στο κενό ενός ανίκανου ηδονοβλεπτισμού. Η έλλειψη εμπιστοσύνης και η μνησικακία ήταν αμοιβαίες. Από τη μία ο Μουρίνιο βρέθηκε μπροστά σε μία κουλτούρα πολύ διαφορετική από ότι την είχε φανταστεί: ήλπιζε, για παράδειγμα, ότι η αυστηρότητα και η ειλικρίνεια (παρόλο που θα μπορούσανε να είναι δυσάρεστες) θα βοηθούσαν για να προλάβουν παρανοήσεις και εντάσεις. Συνάντησε όμως μια βαθιά υποκρισία για την οποία ένιωσε αμέσως μια έντονη απέχθεια. Ή ίσως πάλι να πίστευε ότι ένα ατσάλινο βιογραφικό (όπως το δικό του) θα τον προστάτευε από την παγίδα τού να χρειαζεται να τα αποδείξει “όλα εδώ και τώρα”. Με την εικόνα που κουβαλάει στην πλάτη του, που τον τοποθετεί στο όριο της υπερβολής…μπροστά στα μικρόφωνα, σε μια ατμόσφαιρα εξαναγκαστικής ηρεμίας, τεχνητή και άσηπτη για αυτόν…με τα ατσάλινα μάτια του κάπως φευγάτα και το στόμα σφιγμένο σε ένα κακοκρυμμένο χαμογελάκι, το βλέμμα του στην κάμερα», όποτε καλείται, με αυτήν την εκδραματιζόμενη παρουσία, να υπερασπισθεί στα ΜΜΕ το από πολλούς επικρινόμενο ως υπερβολικά αμυντικογενές παιχνίδι του, προσωποποιεί αυτό που η Jacobson έχει περιγράψει στα ψυχαναλυτικά εγχειρίδια ως «αμυντική ανασυγχώνευση των πρώιμων αναπαραστάσεων εαυτού». Ενός εαυτού που προφανώς και τον αγαπάει πολύ, «αλλά -επίσης- έχει αρκετή επίγνωση αυτού του χαρακτηριστικού του ώστε να το απολαμβάνει στο έπακρο και να το χρησιμοποιεί ταυτόχρονα ως όπλο». Ο Μουρίνιο έφυγε από την Τσέλσι για την Ίντερ, από εκεί για τη Ρεάλ, για να επιστρέψει πάλι στην Premier League και στην Τσέλσι, μετά στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και τώρα στην Τότεναμ. Για να μας επιβεβαιώσει πως «η τελευταία υπόδειξη του στρατοκόπου ειναι ότι η φυγή έχει (περισσότερο) νόημα αν προσβλέπει στην επιστροφή»
Στο γνωστό θεατρικό έργο του Ευγένιου Ιονέσκο, «Ο Βασιλιάς πεθαίνει», θεματικό κέντρο αποτελεί η τρομακτική αίσθηση ματαιότητας και κενού, ο πανικός μπροστά στην απώλεια του προσωπικού νοήματος που έχει για κάθε άνθρωπο το άμεσο περιβάλλον του. Ο Μουρίνιο, είναι και παραμένει ο προπονητικός «βασιλιάς» που δεν πεθαίνει, ακριβώς γιατί -σε οποίας ομάδας τον πάγκο και αν κάθεται- προσοπωποποιεί και επιβάλλει εκείνη την «τεχνικο-τακτική» και ψυχολογική συνθήκη κατά την οποία η ποδοσφαιρική λίμπιντο αποσύρεται από τα αντικείμενα του περιβάλλοντος και επιστρέφει στο (προπονητικό του) «εγώ».
Αν είναι κάτι που έχει να μας διδάξει ο Μουρίνιο, μέσα από αυτήν ακριβώς την ανακυκλούμενη μεταβολή του αντικειμενικού και εγωιστικού (ποδοσφαιρικού, αλλά όχι μόνον ποδοσφαιρικού) λίμπιντο, είναι αυτή ακριβώς η ναρκισσιστικογενής «προσπάθεια οικοδόμησης εκεί που η τάση είναι η καταστροφή ή, ακόμη χειρότερα, η απραξία». Κάτι που αποκτά ξεχωριστή σημασία στην τρέχουσα περίοδο που η πανδημική απειλή του SARS-CoV-2 μας φέρνει όλους αντιμέτωπους με άγχη ερήμωσης και απώλειας, αδειάζοντας -ανάμεσα στα άλλα- τις Κυριακές, τα γήπεδά μας από φιλάθλους και τις καρδιές μας από πολύχρωμους πανυγηρισμούς….
Χρίστος Χ. Λιάπης MD, MSc, PhD
Ψυχίατρος-Διδάκτωρ Παν/μίου Αθηνών
chliapis@yahoo.gr
@Chris_Liapis