Γράφει ο ΘΑΝΑΣΗΣ ΣΙΟΥΤΑΣ
(συνταξιούχος δάσκαλος)
Ήταν καλοκαίρι του 1965. Ο Ιούνιος κόντευε να τελειώσει και η περίοδος των αγροτών ήταν «πολεμική», λόγω του ότι τα χωράφια έπρεπε να θεριστούν και να περάσουμε χωρίς καμία καθυστέρηση στη δεύτερη φάση, που ήταν τα «αλώνια». Τα γυμνάσια – λύκεια έκλεισαν για καλοκαιρινές διακοπές και με το κλείσιμο, εμείς οι μαθητές εγκαταλείψαμε την όμορφη Καλαμπάκα και αποσυρθήκαμε στα χωριά μας, προκειμένου να βοηθήσουμε τους οικείους μας, που μας περίμεναν πώς και πώς. Έπρεπε να αναλάβουμε χωρίς καμία καθυστέρηση υπηρεσία, στην σκληρή κατά τα άλλα περίοδο του θέρους, που για τους περισσότερους από εμάς (μαθητές), δεν ήταν άλλη από την μεταφορά των δεματιών από τα χωράφια στα αλώνια, για το αλώνισμά τους με την αλωνιστική μηχανή.
Στην αρχή το αλώνισμα των δεματιών γινόταν με τα ζώα (συνήθως άλογα)· μια περίοδο πραγματικής εξουθένωσης του αγροτικού πληθυσμού. Στο τέλος όμως της δεκαετίας του 1950, αυτό το αλώνισμα αντικαταστάθηκε από τις αλωνιστικές μηχανές, τις γνωστές «πατόζες» (συνήθως ΤΙΤΑΝ), oι οποίες δεν ήταν αυτοκινούμενες. Μετακινούνταν συρόμενες από ένα μεγάλο σε ιπποδύναμη τρακτέρ, συνήθως μάρκας LANZ, που έδινε και την κίνηση στη μηχανή με ένα μεγάλο φαρδύ και δυνατό λουρί, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος, που δεν ήταν άλλος από το αλώνισμα των δεματιών, ώστε να αποθηκευτεί ο καρπός όσο πιο γρήγορα γινόταν και τα καλάμια να μετατραπούν σε άχυρο για τα ζωντανά το χειμώνα.
Τα «αλώνια» έπρεπε να τελειώσουν σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, γι’ αυτό και οι δικοί μας γονείς, μας περίμεναν πώς και πώς να τελειώσουμε την εξεταστική περίοδο (Γυμνάσια- Λύκεια) και να αναλάβουμε δράση συγκεκριμένων αγροτικών εργασιών στα χωριά μας.
Από την επόμενη κιόλας μέρα, αναλαμβάναμε υπηρεσία. Συντροφιά είχαμε τα ζώα, που το κάθε σπίτι διέθετε, προκειμένου να αρχίσει η μεταφορά των δεματιών χωρίς καμία καθυστέρηση.
Στο σπίτι μας τρία μόνο ζώα είχαμε για το τελείωμα αυτής της εργασίας. Δύο ωραία γαϊδουράκια και μία φοράδα. Και τα τρία ήταν υπέροχα.
Οι μεταφορείς των δεματιών δεν περίμεναν να τελειώσουν το χωράφι οι θεριστές και μετά να κουβαλήσουν τα δεμάτια. Μόλις συγκεντρώνονταν ποσότητα από αυτά, άρχιζε και το κουβάλημα. Οι θεριστές συνήθως συνέχιζαν τη δουλειά τους, και λίγες φορές βοηθούσαν στο φόρτωμα των ζώων.
Φόρτωνα πάντα πρώτα τη φοράδα, γιατί ήταν ένα φοβερά ήσυχο ζώο, όσο και δυνατό, και στη συνέχεια τα δυο μικρά «γκατζέλια», τα οποία φορτωμένα με τα δεμάτια, έμοιαζαν όπως οι καμαρωτές «νυφούλες» με την παραδοσιακή φορεσιά, που δεν ήταν άλλη από τα φορτωμένα δεμάτια με τα μεγάλα χρυσαφένια στάχυα προς τα κάτω.
Τα δεμάτια ήταν ένα ευαίσθητο φορτίο, γιατί με την όποια λαθεμένη κίνηση του ζώου, τα στάχυα τρίβονταν και φυσικά όλα τότε πήγαιναν χαμένα. Ο δρόμος με φορτωμένα τα ζώα ήταν αρκετά κατηφορικός, μέχρι να φτάσουμε στο σιάδι και στη συνέχεια στο αλώνι για να ξεφορτωθούν. Στα δυο τρία πρώτα δρομολόγια, που και η ζέστη ήταν υποφερτή, όλα ήταν καλά και «άγια».
Όσο ο ήλιος έφτανε μεσουρανίς, τόσο η θερμοκρασία ανέβαινε και άλλο τόσο τα ζώα ζορίζονταν και χτυπιούνταν από τα τσιμπήματα των μεγάλων μυγών (αλογομυγών). Αν θυμάμαι καλά, μέχρι το μεσημέρι είχα κάνει τρία ή τέσσερα δρομολόγια. Και ενώ είχα γυρίσει στο κοντινό υψωματάκι του χωραφιού ντάλα μεσημέρι, για να ξαναφορτώσω τα ζώα, μου συνέβη ένα αναπάντεχο γεγονός.
Τα ζώα είχαν αρχίσει να «χτυπιούνται» άσχημα από τα τσιμπήματα των αλογομυγών, με αποτέλεσμα μόλις πλησιάσαμε στο χωράφι, πριν φθάσουμε στην θερισμένη καλαμιά, αντί τα ζώα να πάνε στις τριάδες των δεματιών για φόρτωμα, κατευθύνονταν στον ίσκιο ενός μεγάλου δέντρου, παρά τη θέλησή μου, παίρνοντας κι εμένα «σβάρνα».
Πριν όμως φθάσουν εκεί, αναγκάσθηκα να κατέβω από την φοράδα, ενώ εκείνα ταυτόχρονα, υπό τον οίστρο, χάλασαν την εν σειρά διάταξη και άρχισαν να τρέχουν προς την σκιά του δέντρου.
Εκείνη την στιγμή ένα μεγάλο φίδι, δενδρογαλή ή αστρίτης, που δεν έγινε αντιληπτό από τα πολλά και μεγάλα χόρτα, ούτε από τα ζώα που κατευθύνονταν προς το δέντρο, αλλά ούτε και από μένα, που τα ακολουθούσα σε εκείνη την φάση, πέρασε κατά το μήκος του σώματος των ζώων και ανάμεσα από τα πόδια τους, και ενώ περνούσε και μέσα από τα δικά μου πόδια το πάτησα χωρίς να το δώ. Πατώντας το όμως με πάγωσε την πατούσα από το αριστερό πόδι, γιατί από τα πάνινα παπούτσια που φορούσα είχε σωθεί ο πάτος τους, με αποτέλεσμα να αισθανθώ το πάγωμά του, να ρίξω χαμηλή ματιά και να «δώσω» ένα σάλτο, που ούτε παγκόσμιος πρωταθλητής δεν θα μπορούσε να τον κάνει. Με το άλμα που έδωσα, πρόγκηξαν και τα ζώα που προηγούνταν. Εννοείται ότι παράτησα τα καπίστρια τους και αλλού αυτά, αλλού εγώ.
Οι “θεριστάδες”, που είδαν το πρόγκημα των ζώων, άρχισαν να φωνάζουν, τι έγινε! Προσπάθησα να τους καθησυχάσω με ένα νεύμα, φωνή δεν έβγαινε, γιατί είχα υποστεί μεγάλο σοκ, αφού η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει και για μεγάλο διάστημα δεν μπορούσε να ηρεμήσει. Ήταν η μοναδική φορά, που οι θεριστές αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τον όργο, χωρίς να τον τελειώσουν.
Σύμφωνα με τα καθιερωμένα «ου όργους», μια προκαθορισμένη έκταση για θερισμό από τους εργάτες με το δρεπάνι, (<αρχ. όγμος: στίχος, σειρά θεριζόμενου αγρού)], ποτέ δεν εγκαταλείπεται, εάν δεν υπάρξει σοβαρός λόγος. Κι όμως, βλέποντας το πρόγκημα, φοβήθηκαν τόσο, που αναγκάσθηκαν να τον εγκαταλείψουν.
Έτσι δυστυχώς ζούσανε οι ξωμάχοι της υπαίθρου και κοντά σ’ αυτούς και η γενιά μου, η οποία πήρε μια καλή γεύση. Δουλειά και μόνο δουλειά από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ, για τον άρτο τον επιούσιο, και τίποτα παραπάνω. Η μία δουλειά διαδέχονταν την άλλη και ελεύθερος χρόνος σχεδόν δεν υπήρχε. Kαι σαν να μην τους έφτανε όλη αυτή η ταλαιπωρία, αυτοί οι υπαίθριοι ήρωες είχαν να αντιμετωπίσουν σχεδόν σε καθημερινή βάση και τα “στοιχειά” της φύσης.
Αυτή η σκληροτράχηλη περίοδος του θέρους, στο τέλος της 10/ετίας του 1950, που σωστά χαρακτηρίσθηκε από τον λογοτεχνικό κόσμο “πολεμική”, ήταν πραγματικά μια πολύ δύσκολη περίοδος.
Εξιστορώντας αυτά τα μεγέθη των δυσκολιών στους νεότερους της εποχής μας, για το πώς δηλαδή έφτανε στο τραπέζι μας ο άρτος ο επιούσιος, συνειδητοποίησα πως οι περισσότεροι ούτε καν μπορούσαν να το διανοηθούν.
Η γενιά μας στο σύνολό της, με καμάρι και χαρά, γεύθηκε την χαρά της δημιουργίας και κατά τα χρόνια της νιότης και μετέπειτα. Σήμερα φθάσαμε στην αντίπερα όχθη. Μέλημα και φροντίδα για τον κάθε νέο είναι να μπορούμε να ζήσουμε με λίγη δουλειά ή και καθόλου και φυσικά να περνάμε καλά. Εννοείται βέβαια ότι εμείς, σε καμία περίπτωση δεν θέλουμε να υποστούν οι νέοι την δική μας ταλαιπωρία, αλλά πρέπει να καταλάβουν ότι χωρίς δουλειά δεν γίνεται τίποτα και μάλλον για το θέμα αυτό δεν “παίξαμε” και εμείς σωστά το ρόλο μας. Και όταν λέμε δουλειά, δεν εννοούμε μόνο την χειρονακτική, που κι αυτή είναι μέσα στο “παιχνίδι”, αλλά την κάθε είδους δουλειά.
Πλανιέται όμως ένα μεγάλο ερώτημα. Γιατί άραγε; Πότε ο άνθρωπος πετυχαίνει στη ζωή του γενικώς, όταν τα βρίσκει όλα έτοιμα (από τους δικούς του ή από κάποιους άλλους), ή όταν “χτυπηθεί” και δυσκολευτεί μόνος του; Σίγουρα ισχύει το δεύτερο, αλλά επειδή εμείς ταλαιπωρηθήκαμε όχι και λίγο, κάναμε την εσφαλμένη σκέψη, ε τώρα να ταλαιπωρηθούν και τα παιδιά μας; Και επειδή δεν θέλουμε να αναγνωρίσουμε τα λάθη μας, καταφεύγουμε σ’ αυτό που λένε οι περισσότεροι για δικαιολογία: Η μια γενιά φτιάχνει και η επόμενη χαλάει, δηλαδή δεν φτιάχνει τίποτα, και το χειρότερο είναι που δεν νοιάζεται καθόλου μα καθόλου να γευθεί έστω και κατά τι την χαρά της δημιουργίας.
Αλλά και γιατί να νοιαστεί; Θα μας πει κάποιος· αφού τους συνηθίσαμε να τους τα δίνουμε όλα στο «πιάτο». Δεν τους μάθαμε να ψαρεύουν, αλλά μόνο να τρώνε ψάρια. Και φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι ενεργήσαμε κατά τον ίδιο εσφαλμένο τρόπο· μιλάμε για τον κανόνα, εξαιρέσεις πάντα υπάρχουν, αλλά αυτές δεν τον αναιρούν.
Έτσι, μπαίνει για τους πολλούς ένα καίριο ερώτημα. Αυτός είναι ο κύριος λόγος, που οι νέοι μας σήμερα δεν νοιάζονται ή αδιαφορούν για πολλά πράγματα; Ασφαλώς όχι, γιατί τα λάθη ήταν πολλά, και όχι μόνο των γονιών, αλλά τα περισσότερα από τις πολιτικές που εφαρμόσθηκαν.
Το θέμα είναι, αν μπορούν να διορθωθούν παθογένειες του παρελθόντος, που δεν είναι λίγες. Τρόποι υπάρχουν· διάθεση δεν ξέρω αν υπάρχει, και μάλλον απ’ ότι φαίνεται δεν υπάρχει. Πρέπει επιτέλους αυτή η «θολούρα», που ξεκινά από την υπερβαθμολόγηση των μαθητών από το Δημοτικό και διογκώνεται στο Λύκειο, να καθαρίσει και πάνω απ’ όλα να χωρίσει η “ήρα από το σιτάρι”. Δεν γίνεται για χάρη της ψήφου να χαϊδεύουμε συνέχεια αυτιά. Κάθε νέος, ανάλογα με τις δυνατότητες, τις ικανότητες και τις επιθυμίες του να κάνει τη δουλειά που θα μπορούσε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, ώστε και την κοινωνία να ωφελεί και ο ίδιος να είναι ικανοποιημένος.
Πρέπει η ίδια η εκπαίδευση, «αξιολογημένη με πληρότητα», να κατευθύνει τους νέους σωστά! Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις γονιών, που δεν γνώριζαν τις πραγματικές δυνατότητες των παιδιών τους, και βασιζόμενοι μόνο στην υψηλή κατά τα άλλα βαθμολογία τους τα καθοδήγησαν λάθος. Και «ο χορός καλά κρατεί»!