Γράφει ο
ΘΑΝΑΣΗΣ ΣΙΟΥΤΑΣ
συν/χος δάσκαλος
Είναι αναμφισβήτητα θετικό γεγονός ότι υπάρχουν στον τόπο μας επιστήμονες, και μάλιστα στο χώρο της Εκπαίδευσης, οι οποίοι επιχειρούν να ικανοποιήσουν επιθυμίες, που δεν μπόρεσαν να τύχουν της ανάλογης προσοχής και σπουδαιότητας κατά τα πιεστικά χρόνια της εκπαιδευτικής τους πορείας. Είναι αυτοί, που μέσα τους κρύβουν μια άσβεστη φλόγα, η οποία ως φάρος φωτεινός φωτίζει γλωσσικές διαδρομές, που δεν είναι άλλες από την μητρική μας γλώσσα, την πρώτη γλώσσα, η οποία καταγράφτηκε στον «σκληρό» μας δίσκο και με την οποία ξεκινήσαμε την ύφανση του επικοινωνιακού μας ιστού. Ένας τέτοιος «φωτεινός φάρος» με γνώση, εμπειρία, ευαισθησία, μεράκι και χωρίς ταμπού, είναι και ο κλασσικός μας φιλόλογος, πρώην Λυκειάρχης Καλαμπάκας Δημήτριος Πλιάτσικας, ο οποίος στις αρχές Ιουνίου, εξέδωσε το πέμπτο του κατά σειρά βιβλίο με έναν θαυμάσιο τίτλο: «Ο αρχαίος λόγος στον ιδιωματικό λόγο της Καλαμπάκας». Ένα καλαίσθητο πόνημα, στο οποίο επισημαίνεται η συνέχεια της γλώσσας μας και του πολιτισμού μας.
Σήμερα στην εποχή της Παγκοσμιοποίησης, τέτοιου είδους θέματα, που άπτονται της ταυτότητάς μας είναι αναγκαίο όσο ποτέ, να τα διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού, γιατί αποτελούν κομμάτι της παράδοσης και του πολιτισμού μας. Τα τελευταία εξήντα τουλάχιστον χρόνια οι Έλληνες ολοένα και περισσότερο φτωχαίνουμε, παραποιούμε και υποκαθιστούμε με ξένες λέξεις την μητρική μας γλώσσα. Όλα τα ελληνικά, ακόμη και τα πιο απλοϊκά, είναι πολύ βαθιά και μεταφέρουν βαρύτιμη κληρονομιά. Η ελληνική γλώσσα αποδεδειγμένα ασκεί τον ανθρώπινο νου κατά τον πληρέστερο και ταχύτερο τρόπο σκέψης, γιατί έχει το πλεονέκτημα να αναλύει, να συνθέτει και να αναπαράγει καινούργιες λέξεις και κατ’ επέκταση καινούριες ιδέες. Γι’ αυτό και ο περιώνυμος Μπιλ Γκέιτς, ο παγκόσμιος οδηγός των μικροϋπολογιστών και του Διαδικτύου, στις πιο προωθημένες επιστημονικές ομάδες έρευνας προσλάμβανε κατά προτίμηση ερευνητές κατέχοντες απόλυτα την ελληνική γλώσσα. Γιατί, χάρις σ’ αυτήν, αντιλαμβάνονται και στο επόμενο βήμα εφαρμόζουν τα πιο ασύλληπτα νέα επιτεύγματα της ηλεκτρονικής επιστήμης.
H ελληνική γλώσσα είναι κατά κοινή παραδοχή το Κλειδί πολλών επιστημών, όπως: της θεολογίας, στην οποία η μεγαλοπρεπής Βυζαντινή Λειτουργία αποτελεί το απόλυτο όπλο για την Ορθοδοξία, της φιλοσοφίας και της πολιτικής επίσης. Γι’ αυτό, οι γλώσσες – μήτρες της Ευρώπης δανείσθηκαν χιλιάδες ελληνικές λέξεις. Αυτό το μήνυμα έστειλε, ως γνωστόν, στον Κόσμο πριν δεκαετίες ο αείμνηστος καθηγητής και ακαδημαϊκός Ξενοφών Ζολώτας, όταν ως Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος εκφώνησε στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο επιστημονική διατριβή περί της θεωρίας των οικονομικών διατυπωμένη σε άπταιστη γλώσσα αγγλική, στην οποίαν όμως όλες ανεξαιρέτως οι λέξεις σημασίας προέρχονταν, ως δάνεια, από την ελληνική.
Ο συγγραφέας γνωρίζει πολύ καλά ότι η γλώσσα μας είναι η κιβωτός, το κλειδί του Κόσμου στη διάνοια των πιο σοφών ανθρώπων και προσπαθεί έμπρακτα να αποδείξει ότι οι ρίζες του ιδιωματικού λόγου «αρδεύονται» από το μακρινό αρχαιοελληνικό ή μεταγενέστερο παρελθόν. Ανάλωσε τεράστιες πνευματικές δυνάμεις για την ετυμολογική τους προέλευση, για την οποία όπως ο ίδιος υποστηρίζει, «όλες οι λέξεις αποδεικνύουν τη διαχρονία της ελληνικής στην εξελικτική της πορεία από την αρχαιότητα, τη μεταγενέστερη ή μεσαιωνική περίοδο ως τις ημέρες μας, με τις αναπόφευκτες φωνητικές, μορφολογικές και σημασιολογικές αλλαγές και τις αναγκαίες προσαρμογές για τις εκφραστικές ανάγκες κάθε τόπου και κάθε εποχής. Είναι άλλωστε η μόνη γλώσσα με συνεχή παρουσία για περισσότερο από τρεις χιλιάδες χρόνια, από την ομηρική εποχή, όπως διαπιστώνεται από τα χαρακτηριστικά παραδείγματα, που συνοδεύουν πολλά λήμματα, αλλά και από τις σχετικές εκφράσεις της εποχής μας».
Είναι μια καταπληκτική δουλειά, μια ερευνητική εργασία – διατριβή, μεγάλου βεληνεκούς για το νεοελληνικό ιδίωμα της Καλαμπάκας, όχι μόνο φιλολογικής, γιατί ο Δημήτριος Πλιάτσικας ως κλασικός φιλόλογος είναι βαθύς γνώστης της αρχαίας ελληνικής, αλλά και εθνικής εμβέλειας. Και μάλιστα με ταπεινότητα υποστηρίζει στον πρόλογό του ότι, «δεν διεκδικεί την μοναδικότητα της πρωτοτυπίας, αλλά ούτε και την πληρότητα του περιεχομένου». Είναι μια εργασία, που σίγουρα θα αποδώσει καρπούς. Παρέχονται έγκυρες ετυμολογικές ερμηνείες, στηριγμένες στα καλύτερα βοηθήματα που έχουν μέχρι τώρα κυκλοφορήσει και παρατίθενται στα λήμματα ενδεικτικά παραδείγματα του ιδιωματικού λόγου, τα οποία διακρίνονται για την εκφραστική ακριβολογία της γλώσσας.
Ενδεικτικά παραθέτω τις παρακάτω λέξεις για του λόγου το αληθές:
Αλτάρι (το): κοντοσκοίνι, που χρησιμοποιούνταν ως καπίστρι ή για το δέσιμο μικρών δεματιών. Γι’ αυτό και “αλταρουμένου” λέγεται το ζώο που είναι δεμένο με σκοινί από κάπου και αλταρώνου “δένω”. <αλητάρι, με προθεμ. α, <λητάρι “το σκοινί”, <μσν. λητάρ(ιον) <μτγ. ειλητ-άριον, υποκ. <μτγ. ρημ. επίθ. ειλητόν “κλωσμένο” <αρχ. ρ. ειλέω “συστρέφω, τυλίγω”. Βλ. «ειλητάριο»: τυλιγμένη περγαμηνή σε κυλινδρικό ξύλο. Μπ.408. Βλ. και Χατζ. ΜΝΕ Ι, 137 (Ανδρ. 186), L.- S. Β΄.31.
Αντεικιάζου: προσπαθώ να εντοπίσω κάτι, υποθέτω πως είναι, συμπεραίνω. Βλ. “μι τα μάτια που έχου σάματ’ γλέπου, τ’ αντεικιάζου”. <αρχ. αντικάζω <αντ΄(ί) + εικάζω: παρομοιάζω κάτι προς άλλο, λέγω ότι είναι όμοιο προς άλλο. Πρβ. «ο δ’ ανακραγών αντήκασ’ αυτόν πάρνοπι»: κι αυτός φωνάζοντας δυνατά τον παρομοίασε με ακρίδα (του φάνηκε σαν….), Αριστ. Σφ. 1311. Βλ. και Πλάτ. Μέν. 80 c: «ίνα σε αντεικάσω», “για να χρησιμοποιήσω παρομοίωση κι εγώ για σένα” (να σε παρομοιάσω με…). Σταμ. 124 και 304, Βυζ. 116, L.- S. Α΄ 242, LKN. 420 (λ. εικάζω).
Ζιφτό (το): ο ξύλινος τριγωνικός σκελετός της στέγης, που κατασκευάζεται με τη ζεύξη των μαδεριών. <ζευτό <αρχ. ζευκτό “ συνδεδεμένο, προσαρμοσμένο” (Πλούτ. 2. 278 b κ. λπ. L.-S. Β΄ 420), ρημ. επίθ. του αρχ. ζεύγνυμι “δένω μαζί, συνδέω”. Πρβ. «…μακραί εύξεστοι εζευγμέναι ειρύσσονται»: (σανίδες) μακριές καλοξυσμένες και ενωμένες θα προστατεύσουν…, Ιλ. Σ. 276. Βλ. L.- S. Β΄ 419 ΙΙ 1, Μπ. 531, Τ-Φ. 292.
Τσιβούρα (η): έντονο κρύο, ψύχος, συχνά με αέρα και υγρασία (που σχετίζεται με την πρωινή πάχνη). Μτφ. στην έκφραση “μι τσιβούρ’ξι μες στην καρδιά”: με πόνεσε, με πείραξε πολύ. Πιθ. αντιδ. <αλβ. civurr: πάχνη <αρχ. στίβη: πάχνη, το κρύο της αυγής, με αντιμ. (στίβη / τσιβούρα) και παραγ. κατ. –ούρα, ήδη ομηρικό, (ίσως από το στείβω). Πρβ. «στίβη κακή και θήλυς εέρση»: η πάχνη του πρωινού και η παγερή δροσούλα, Οδ. Ε 467. Βλ. στιβιάω (Ησύχ.): παγώνω από το πρωινό ψύχος, κρυώνω, και στιβήεις: ψυχρός εξαιτίας της πάχνης. Βυζ. 1301, Σταμ. 918.
Ευελπιστώ ότι η Καλαμπακιώτικη κοινωνία κι όχι μόνο, θα αισθάνεται υπερήφανη, που τα τέκνα της με τον πιο έμπρακτο τρόπο, χωρίς φαμφάρες και τυμπανοκρουσίες, εντρυφούν σε θέματα της πολιτιστικής μας παράδοσης και κληρονομιάς.