Της ΕΥΑΓΓΕΛΙΑΣ ΜΠΙΤΟΥ,
φιλολόγου
Με χαρά πήρα στα χέρια μου το καινούργιο βιβλίο του εξαίρετου φιλολόγου Δημητρίου Π. Πλιάτσικα με τίτλο, Ο αρχαίος λόγος στον ιδιωματικό λόγο της Καλαμπάκας. Καλαίσθητο και πολύ, όπως και τα άλλα του βιβλία, φροντισμένο!
Το οπισθόφυλλο συστήνει τον συγγραφέα με σύντομο βιογραφικό που πλαισιώνεται με λέξεις ιδιωματικές, οι οποίες αποτελούν λήμματα του βιβλίου και κεντρίζουν το ενδιαφέρον, ενώ στο εμπροσθόφυλλο δεσπόζει ο Όμηρος επάνω, καταλαμβάνοντας τα δύο τρίτα περίπου, και κάτω εικονίζεται η Καλαμπάκα υπό την προστασία των επιβλητικών μετεωρίτικων βράχων. Ο συνδυασμός κινεί την περιέργεια και ίσως κάποιους προβληματίζει.
Στον νου μου όμως έρχονται συνειρμικά οι στίχοι του Ελύτη:
« Τη γλώσσα μου εδωσαν ελληνική/ το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου.
Μονάχη έγνοια μου η γλώσσα στις αμμουδιές του Ομήρου…
Εκεί σπάροι και πέρκες/ανεμόδαρτα ρήματα …» (ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ, ΤΑ ΠΑΘΗ, Β΄)
Στους στίχους παραλληλίζονται νοηματικά η γλώσσα η ελληνική και το σπίτι το φτωχικό, με υπερέχουσα έννοια την πανάρχαια ελληνική γλώσσα, της οποίας δηλώνεται ο πλούτος, η καταγωγή αλλά και η γέννηση. Στους μεγάλους δημιουργούς της και στη ρίζα της ο Όμηρος!
Με το εμπροσθόφυλλο επομένως ο αναγνώστης προετοιμάζεται και μάλλον ευχάριστα ξαφνιάζεται, όταν σε πολλά λήμματα βρίσκει παραπομπή στον Όμηρο και διαπιστώνει πόσο βαθιά είναι η ρίζα των λέξεων. Άντεξαν δηλαδή χιλιετίες, σε σκληρές ιστορικές περιπέτειες, και ως «ανεμόδαρτα ρήματα» έφθασαν ως εμάς, κάποτε φαγωμένες από τον χρόνο έτσι που, αν δεν τις ψάξεις πολύ, δεν τις αναγνωρίζεις. Ποιος, επί παραδείγματι, υποπτεύεται όταν ακούσει τις λέξεις, αμάρα, μπλάζου, αμαλαϊά, ροθ’κι, θ’κέλι, κλάθ’κι, ανάλ(ι)μα… ότι έρχονται από τα χρόνια τα παλιά;
Αυτό το ψάξιμο, τον μεγάλο κόπο της έρευνας, ανέλαβε ο συγγραφέας με υπομονή και επιμονή, επιστημονική υπευθυνότητα και μεθοδικότητα, μια και « τον έθελγε η ιδέα του ετύμου των λέξεων», όπως ο ίδιος γράφει στον πρόλογο, από τον καιρό που ως καθηγητής δίδασκε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
Αξιοπρόσεκτες και οι τέσσερις φωτογραφίες της Καλαμπάκας στην οποία ζει και την οποία πραγματικά αγαπάει∙ η πρώτη, «Γειτονιά της προπολεμικής Καλαμπάκας», και η δεύτερη, «Περιοχή στο βόρειο τμήμα της προπολεμικής Καλαμπάκας», πριν και μετά τον πρόλογο αντιστοίχως, η τρίτη, «Περιοχή Σοπωτού, δεκαετία 1930», πριν αρχίσουν τα λήμματα, και η τέταρτη, «Το ναϋδριο του Αγ. Γεωργίου στο Σοπωτό», πριν από τη Βιβλιογραφία, εμφανίζουν μια Καλαμπάκα, που σχετίζεται στενά με τον ιδιωματικό λόγο που παραθέτει στο βιβλίο. Η Καλαμπάκα και η ζωή της σε μια άλλη εποχή∙ τότε που ο ιδιωματικός λόγος ήταν ο λόγος της
Στο βιβλίο παρατίθενται τα λήμματα με την ιδιωματική τους εκφορά –αγλίστρα, αήσκιουτους, αλείχουδους, αμπώζου… – και ακολουθεί η σημασία τους. Στα περισσότερα έπεται συνήθως φράση με όλη τη χάρη του ιδιωματικού λόγου, δοσμένη με ακρίβεια εκπληκτική – καθόλου εύκολη υπόθεση! – στην οποία εμπεριέχεται η λέξη, που τοποθετείται έτσι σε ευρύτερο νοηματικό σύνολο. Καταγράφεται συνεπώς ιδιωματικός λόγος της Καλαμπάκας – της ευρύτερης περιφέρειας μάλλον – που χάνεται μαζί με τους ανθρώπους που τον μιλούσαν και οι οποίοι σιγά – σιγά φεύγουν. Αυτόν τον λόγο οι μεσήλικες τον καταλαβαίνουν ακόμα, αλλά δεν τον χρησιμοποιούν, ενώ οι νέοι συνήθως τον αγνοούν. Έπεται η ετυμολογία της λέξεως, κατά κάποιο τρόπο η ιστορία της, πώς δηλαδή κατέληξε στη σημερινή της μορφή∙ από τον μεσαιωνικό τύπο, όπου αυτός υπάρχει, φθάνει ώς την αρχαιότητα. Η πλούσια βιβλιογραφία επικυρώνει τη σοβαρότητα της έρευνας.
Όλα τα ανωτέρω είναι αποδεικτικά του χρόνου τον οποίο διέθεσε, του κόπου που κατέβαλε και της αγάπης στην γλώσσα και την γενέτειρα πόλη του Καλαμπάκα. Φαίνεται βέβαια και μια άλλη του αγάπη στοργική∙ αυτή προς τα παιδιά, αφού το βιβλίο είναι αφιερωμένο στα εγγόνια του. Ως καλός Δάσκαλος νοιάζεται για τα νιάτα, για τις ερχόμενες γενιές∙ θα τις ήθελε κληρονόμους της μεγάλης πολιτιστικής κληρονομιάς της πόλεως.
Το παρόν πόνημα αποτελεί συνέχεια αλλά και εμβάθυνση του προηγουμένου, ΚΑΛΑΜΠΑΚΑ, η γλώσσα, ο τόπος, οι κάτοικοι, όπως αναφέρει και ο συγγραφέας στον πρόλογό του: «Όταν δε ετοίμαζα την έκδοση του πρώτου βιβλίου μου, στο κεφάλαιο του τοπικού λεξιλογίου (γλωσσαρίου), διαπίστωσα τη σχέση πολλών ιδιωματικών νεοελληνικών λέξεων με τον αρχαίο ελληνικό λόγο. Αυτό υπήρξε και η αφορμή για μια ουσιαστικότερη μελέτη της σχέσης αυτής…».
Αν λοιπόν το προηγούμενο βιβλίο του αποτελεί κιβωτό της ντοπιολαλιάς, του δεύτερου η σημασία και η αξία του είναι άλλη, εξ ίσου μεγάλη: Καταδεικνύει και τεκμηριώνει τη συνέχεια της γλώσσας που αξιωθήκαμε να μιλάμε! Πολύ εύστοχα αποτυπώνεται αυτή η συνέχεια και στον τίτλο, Ο αρχαίος λόγος στον ιδιωματικό λόγο της Καλαμπάκας. Φαίνεται καθαρά πόσο ανθεκτική αποδείχθηκε η γλώσσα μας στον καταλύτη, τον «πανδαμάτορα» χρόνο!
Θα εκπλαγούν για παράδειγμα οι νέοι, όταν διαπιστώσουν ότι η συνήθης στα χείλη τους λέξη «κολλητός» απαντά και στον Όμηρο (Οδ. ρ, 117), με την έννοια του «στερεά συνδεδεμένος», και ότι σχετίζεται με την ιδιωματική λέξη ακουλνάου (κολλάω).
Για όσους παλαιά ζεσταινόμασταν τις κρύες μέρες και νύχτες του χειμώνα με τα τζάκια, μας είναι οικείο το «απουμώνουμι», και κατανοητή η ιδιωματική φράση, “γιόμ’σι ου νουντάς καπνό∙ απουμώθ’καμαν”. Ποιος όμως υποπτευόταν πως σχετίζεται με το πώμα που φθάνει ως τον Όμηρο;
Το «κινώνου», «μοιράζω το φαγητό στα πιάτα από την κατσαρόλα, σερβίρω», ίσως να είναι σε πολλούς γνωστό, και πιθανόν παιδιά να καταλαβαίνουν τη φράση “άντι, μάνα, κένουσ’ του φαΐ∙ ξιλιγώθ’καμαν απ’ την πείνα”. Την ετυμολογία όμως, <κενώνω<αρχ. κενω (-όω) “αδειάζω κάτι κάπου “, <κενός (ποιητ. κεινός), που απαντά και στον Όμηρο «συν κεινησιν ναυσί», με άδεια πλοία, Ιλ,Δ,181, … μπορεί κάποιος να παρακολουθήσει στο εν λόγω βιβλίο.
Συχνά στα παιδικά μας χρόνια χρησιμοποιούσαμε τη λέξη «συνέργια», με την έννοια της άμιλλας, και συνηθισμένη η συμβουλή που ακούγαμε, «μη συνιρίζιστε», μη δίνετε σημασία, μη θυμώνετε, μην παρεξηγείτε. Πού να φανταζόμασταν όμως πως σχετίζεται με τις ομηρικές λέξεις έρις και ερίζω;
Το ουμός (ωμός), άψητος, δεν χρησιμοποιείται πλέον ως χαρακτηρισμός ανθρώπου αδύναμου, ( άψητου στη ζωή), αλλά έρχεται πραγματικά από τις «ακρογιαλές του Ομήρου».
Το παρόν βιβλίο δεν διαβάζεται όπως ένα αφήγημα. Το ξεφυλλίζεις και σταματάς όπου σκαλώσει η ματιά σου. Σε περνάει στους παλιούς καιρούς και σε κάνει να χαμογελάς με ικανοποίηση, να νιώθεις περήφανος και πιο δυνατός, αφού διαπιστώνεις πόσο βαθιές είναι οι ρίζες της γλώσσας σου, άρα και της φυλής σου. Όσο και να φυσάν οι άνεμοι του σύγχρονου κόσμου, η γλώσσα μας, το μεγάλο σπίτι του Ελληνισμού, έχει θεμέλια γερά. Αυτό φαίνεται πεντακάθαρα σε τούτο το βιβλίο! Αυτό δεν μπορεί να μας το πάρει κανείς, αν δεν το παραδώσομε, αν δεν το εγκαταλείψομε. Αυτό συνειδητοποιεί όποιος αφιερώσει λίγο χρόνο ξεφυλλίζοντάς το.
Οφειλόμενες λοιπόν στον συγγραφέα οι ευχαριστίες και για τον πολύ κόπο του και για τη μεγάλη του προσφορά στη γλώσσα του τόπου μας!