Του Μητροπολίτου Σταγών και Μετεώρων Θεοκλήτου
Στις 14 Αυγούστου δημοσιεύθηκε στον τοπικό διαδικτυακό τύπο (ΤΑ ΜΕΤΕΩΡΑ) ένα άρθρο του καθηγητή φιλολόγου κ. Ηλία Γιαννακόπουλου με τίτλο: ‘’Θεά Αθηνά και Παναγία: Βίοι παράλληλοι;’’. Δεδομένου του συσχετισμού που συντελείται, στο άρθρο, μεταξύ της θεάς Αθηνάς και της Θεοτόκου, οφείλουμε να προβούμε σε ορισμένες διασαφηνίσεις σύμφωνα με την ορθόδοξη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας, έτσι ώστε ‘’εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν’’ (Α Τιμ. 2, 4), και να διαφυλάξουμε τους πιστούς μας από κάθε λογης αιρετικές απόψεις και αδολεσχίες, διότι θεωρούμε το ανωτέρω άρθρο αιρετικό και λίαν επικίνδυνο για τους πιστούς μας που θα το αναγνώσουν και συγχρόνως προσβλητικό και υβριστικό προς το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου, μάλιστα δημοσιευόμενο κατά την ημέραν της εορτής Της.
Βεβαίως, οι απόψεις του συντάκτη του κειμένου είναι σεβαστές αλλά από τη στιγμή που δημοσιεύονται, ως ορθόδοξος Επίσκοπος πρέπει να ενημερώσω και να διαφυλάξω τους πιστούς από κάθε είδους μολυσμό της πίστεώς μας.
Κατ᾿ αρχήν είναι απαραίτητο να σημειωθεί πως η ορθοδοξία δεν αποτελεί θρησκεία (ως δομική αντανάκλαση ιδεών και αντιλήψεων) αλλά Αποκάλυψη. Στη θρησκεία ο άνθρωπος κινείται προς τον θεό, τις θεότητες, ενώ αντίθετα στην ορθοδοξία ο Τριαδικός Θεός αποκαλύπτεται στον άνθρωπο μέσα από τις ενέργειες Του στην κτίση και στην ιστορία (Μ. Βασίλειος) και συνάπτει σχέση αναλογίας, συνεργίας με τον άνθρωπο (Διονύσιος Αρεοπαγίτης).
Οι ομοιότητες και οι αναλογίες που συναντούνται μεταξύ του αρχαιοελληνικού πολιτισμού και του χριστιανισμού, εντοπίζονται σε επίπεδο λατρευτικό, σε επίπεδο σχήματος, επ’ ουδενί σε θεολογικό, δογματικό. Ιδιαιτέρως, ο χριστιανισμός δεν έχει ουδεμία σχέση με το ειδωλολατρικό δωδεκάθεο, ‘’…να θυμίσω ότι πολλοί από τους ίδιους τους Έλληνες, ήδη προ του χριστιανισμού και ανεξάρτητα από αυτόν, είχαν ασκήσει σ’ αυτή την πολυθεϊστική θρησκεία σκληρή κριτική, ενώ κάποιοι άλλοι είχαν καταφύγει ευρύτατα στην αλληγορική ερμηνεία των ιστοριών από τη ζωή των αρχαίων ελληνικών ‘’θεών’’, στην προσπάθεια τους να διασώσουν το κύρος και την αξιοπρέπειά τους’’. (π. Δημήτριος Μπαθρέλλος).
Προκειμένου να θεμελιωθούν οι ‘’ομοιότητες’’ μεταξύ του ειδωλολατρικού δωδεκάθεου και χριστιανισμού, ο κ. Γιαννακόπουλος σημειώνει πως,‘’Ο θεός είναι ένας. Οι τρόποι λατρείας είναι πολλοί’’. Πέρα από το γεγονός ότι μία τέτοια παραδοχή συνηγορεί σκανδαλωδώς υπέρ του θρησκευτικού συγκρητισμού, της θρησκευτικής παγκοσμιοποίησης, ο Θεός, πράγματι, είναι ένας, ένας είναι όμως και ο τρόπος λατρείας Του. Το ζήτημα είναι ποιος είναι αυτός ο ένας θεός για τον συντάκτη του άρθρου; Και ποιοι οι πολλοί τρόποι λατρείας; Για τον χριστιανισμό ένας είναι ο Θεός, ο Τριαδικός Θεός (Πατήρ, Υιός, Άγιο Πνεύμα) και ο τρόπος λατρείας είναι ο τρόπος των αποστόλων, των πρώτων Πατέρων των μεταποστολικών χρόνων, των αγίων, των οσίων, των ασκητών. Είναι ένας τρόπος – βίωμα της παρουσίας του Τριαδικού Θεού που αποκαλύπτεται, τρόπος που αποτελεί την παράδοση της Εκκλησίας.
Το κείμενο αναφέρεται στη σχέση της θεάς Αθηνάς με την Θεοτόκο. Οι «συμπτώσεις», στις οποίες αναφέρεται ο συντάκτης του, δεν είναι ικανές να ταυτίσουν την Αθηνά με την Θεοτόκο ή να συνηγορήσουν υπέρ των ομοιοτήτων μεταξύ των δύο.
Η θεά Αθηνά αποτελεί πρόσωπο ειδωλολατρίας και η Θεοτόκος πρόσωπο του χριστιανισμού, πρόσωπο υπαρκτό. Είναι άλλο όμως ο μύθος και άλλο η ειδωλολατρία. Γράφει χαρακτηριστικά ο αείμνηστος καθηγητής της Δογματικής Νίκος Ματσούκας: ‘’Ο μύθος δεν είναι ασυμβίβαστος με τη χριστιανική διδασκαλία και αλήθεια… Ωστόσο ο μύθος στο χώρο της θρησκευτικής ζωής και κατεξοχήν του Χριστιανισμού, ο οποίος ξεπερνά τη θρησκευτική ειδωλολατρία, βρίσκεται σε διαφορετική και άκρως δυναμική λειτουργία… ο Χριστιανισμός δεν συγκρούστηκε μήτε συγκρούεται με το μύθο, αλλά με τη στατική και ειδωλολατρική εικόνα του κόσμου και της ζωής’’. Παράδειγμα αποτελεί η δημιουργία του κόσμου στην Παλαιά Διαθήκη, όπου ο συγγραφέας προκειμένου να παρουσιάσει την αλήθεια των γεγονότων, χρησιμοποιεί τον μύθο (ως φιλολογικό είδος) που ήταν ευρέως γνωστός στους λαούς της Μεσοποταμίας, όχι για να στηρίξει την αλήθεια της δημιουργίας αλλά για να ντύσει τη διήγηση με το προσφιλές αυτό είδος στους λαούς της ευρύτερης πολιτισμικής περιοχής.
Διαβάζοντας κάποιος την Θεογονία του Ησιόδου, πληροφορείται τα εξής για την γέννηση της θεάς Αθηνάς: ‘’Κι ο Δίας, των θεών ο βασιλιάς, πήρε τη Μήτιδα για πρώτη του γυναίκα, που πιο πολλά γνωρίζει απ᾽ όλους τους θεούς και τους θνητούς ανθρώπους. Μα όταν πια τη θεά Αθηνά, την αστραπόματη, έμελλε εκείνη να γεννήσει, τότε με δόλο το νου της ο Δίας τον ξεγέλασε και με χαριτωμένα λόγια στην κοιλιά του την κατάπιε, με συμβουλές της Γης και του Ουρανού που ‘ναι γεμάτος άστρα’’. Ποια σχέση μπορεί να έχει η θεά Αθηνά με την Θεοτόκο; Όλη η Θεογονία περιλαμβάνει αιμομιξίες και οιδιπόδεια συμπλέγματα.
Ο κ. Γιαννακόπουλος γράφει ότι η Παναγία μας «θεωρείται θεομήτωρ ή θεοτόκος» και αναζητά άλλο ένα στοιχείο ομοιότητας στη σχέση της θεάς Αθηνάς και της Θεοτόκου με τον Θεό. Ποιον θεό όμως; Είναι ασυμβίβαστα τα δύο πρόσωπα και οποιαδήποτε ομοιότητα (ονομάτων, εορτολογίου) δεν αρκούν για να χαρακτηριστεί (εάν αυτό επιχειρείται από τον συντάκτη) η Αθηνά ως πρόδρομος της Θεοτόκου. Η αλήθεια του προσώπου είναι εκείνη που διασφαλίζει τη σχέση με τον Θεό. Η Θεοτόκος γέννησε τον Θεό. Αυτό που για το πλατωνικό Συμπόσιο είναι αδύνατο. Η ορθόδοξη αλήθεια γιά τό πρόσωπο τῆς Παρθένου Μαρίας μπορεί νά κατανοηθεί σωστά καί νά περιγραφεί μέ ἀκρίβεια μόνο μέσα σ’ ένα χριστολογικό πλαίσιο, μέσα στό κλίμα της Χριστολογίας. Ο Χριστός είναι ὁ αληθινός καί τέλειος Θεός καί ὁ πρώτος αληθινός καί τέλειος άνθρωπος. Οι δύο φύσεις του Χριστού εἶναι “ἀσυγχύτως” ενωμένες στό ιδιο καί τό αυτό πρόσωπο, σέ μία άρρητη υποστατική ένωση. Ο Λόγος τοῦ Θεού έγινε κατά πάντα τέλειος ἀνθρωπος καί γι’ αὐτό καί ἡ μητέρα πού τόν γέννησε εἶναι ἀληθινά Θεοτόκος, και δεν θεωρείται θεοτόκος αλλά είναι «η όντως ΘΕΟΤΟΚΟΣ».
Από την άλλη, η Θεοτόκος δεν είναι θεά όπως η Αθηνά. Η Θεοτόκος είναι άνθρωπος, κάτι στο οποίο συνηγορεί ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης γράφοντας πως ‘’ποτὲ μὲν εἰς τὸ ὕψος τῆς θεότητος ἀναγομένη’’. Ανάλογος και ο λόγος του αγίου Νικολάου Καβάσιλα: ‘’το πώς, ενώ η Παρθένος ήταν μόνο άνθρωπος και δεν είχε τίποτε περισσότερο από τους άλλους ανθρώπους.. Αλλά η πανάμωμος Παρθένος, χωρίς να έχει για πόλη της τον ουρανό, χωρίς να έχει γεννηθεί από τα ουράνια σώματα, αλλά από τη γη’’.
Κι έρχεται ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, ο υπέρμαχος του όρου ‘’Θεοτόκος’’, όρος που κατοχυρώθηκε στην Γ’ Οικουμενική Σύνοδο (431) και μας λέει ‘’μόνον μή ποιείτω τήν Παρθένον Θεάν’’. Δεν έχει θεότητα η Θεοτόκος. Γέννησε όμως τον Θεό. Αυτό δεν την καθιστά θεά, αλλά Μητέρα του Θεού.
Ξέρετε, δεν είναι η πρώτη φορά που η Παναγία μας καλείται θεά. Ήδη από τα πρώτα αποστολικά χρόνια αιρετικές φωνές (στην αρχή προερχόμενες από τους Ιουδαίους), επιδόθηκαν σε μία ανελέητη προσβολή του προσώπου Της. Αυτό εξακολουθεί να συμβαίνει και στα χρόνια του Κυρίλλου Αλεξανδρέως. Και φτάνουμε στον 20ο αιώνα όπου στη Δύση, στους κόλπους του προτεσταντισμού, η Θρησκειοϊστορική Σχολή παραλληλίζει την Θεοτόκο με θεότητες άλλων θρησκειών.
Οποιοσδήποτε λόγος συσχετισμού του προσώπου της με θεότητες του ειδωλολατρικού πανθέου αλλοιώνει την αλήθεια του προσώπου της. Ο όρος ‘’πρόσωπο’’ στη δογματική διδασκαλία είναι καίριος όρος. Η Θεοτόκος είναι πρόσωπο. ‘’Το πρώτο θεωμένο ανθρώπινο ον’’, κατά τον Παύλο Ευδοκίμωφ. Οποιαδήποτε αλλοίωση στο πρόσωπο του Χριστού σημαίνει αλλοίωση και στο πρόσωπο της Θεοτόκου. Κάθε προσπάθεια προσέγγισης του προσώπου της Θεοτόκου γίνεται με γνώμονα τον ευαγγελικό λόγο, τον λόγο των Πατέρων και της ιεράς παράδοσης της Εκκλησίας. Έναν λόγο που συντηρεί την αλήθεια του προσώπου του Χριστού και της Μητέρας Του. Ο λόγος αυτός καταφέρνει εδώ και χιλιάδες χρόνια να διατυπώνει την δογματική αλήθεια έτσι όπως αυτή γνωρίζεται μέσα από το σχέδιο της Θείας Οικονομίας που εκτυλίσσεται με άκρως δυναμικό τρόπο. Η απόρριψη του όρου “Θεοτόκος” οδηγεί στην αναίρεση ολοκλήρου του μυστηρίου της σωτηριώδους θείας Οικονομίας.
Πηγές:
1. Μ. Βασιλείου, Ἀνατρεπτικὸς τοῦ ἀπολογητικοῦ τοῦ δυσσεβοὺς Εὐνομίου, Λόγος Α’, PG 29, Paris 1857.
2. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί Θείων Ονομάτων, ΕΠΕ, Φιλοκαλία των Νηπτικών και Ασκητικών, Θεσσαλονίκη 2013.
3. Ιωάννου Ζηζιούλα, Μητροπολίτη Περγάμου, Ελληνισμός και Χριστιανισμός – Η συνάντηση των δύο κόσμων, Αποστολική Διακονία, 2008.
4. π. Δημητρίου Μπαθρέλλου, Οι Τρεις Ιεράρχες και η συνάντηση Χριστιανισμού κι Ελληνισμού, Ομιλία για τους Τρεις Ιεράρχες.
5. Νίκου Α. Ματσούκα, Το πρόβλημα του κακού, Δοκίμιο πατερικής θεολογίας, Εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2002.
6. Ησιόδου, Θεογονία, Παπαδήμας Δημ. Ν., Αθήνα, 2000.
7. Γρηγορίου Νύσσης, Ἐγκώμιον εἰς εὐαγγελισμὸν τῆς ὑπεραγίας θεοτόκου, PG 46, Paris 1857.
8. Νικολάου Καβάσιλα, Η Θεομήτωρ, Επιμέλεια – Μετάφραση Νέλλας Παναγιώτης, Αποστολική Διακονία, 2010.
9. Κυρίλλου Αλεξανδρέως, Κατά τῶν Νεστορίου δυσφημιῶν πεντάβιβλος ἀντίρρησις , PG 76, Paris 1859.
10. Παύλου Ευδοκίμωφ, Η γυναίκα και η σωτηρία του κόσμου, Εκδόσεις Πουρναράς, 2002.