Καζαντζάκης και Νίτσε. Ο πρώτος σημειώνει ‘’είμαστε οι σωτήρες του Θεού’’ κι ο δεύτερος διά στόματος τρελού ‘’ο Θεός είναι νεκρός’’. Προφανώς και δεν σώζει ο άνθρωπος τον Θεό, αλλά εκείνο που μπορεί να ‘’σώσει’’ είναι η εικόνα περί Θεού. Κι ο Νίτσε; Αναφέρεται στον άνθρωπο που ‘’σκοτώνει’’ τον Θεό, που αλλοιώνει το πρόσωπο του Θεού.
Το ευαγγέλιο της Κυριακής αναφέρει πως ο Θεός έστειλε τον Υιό Του στον κόσμο, όχι για να τον κρίνει αλλά για να τον σώσει (Ιω. 3, 13-17). Δεν έχει σχηματίσει την ίδια εικόνα περί Θεού ο κάθε άνθρωπος. Άλλος βλέπει τον Θεό ως τιμωρό, άλλος ως δικαστή, άλλος ως αγάπη, άλλος ως δίκαιο. Κάποιος είναι ανάγκη να σώσει την εικόνα περί Θεού. Ποιον Θεό δείχνουμε στους ανθρώπους; Ποιον Θεό διδάσκουμε; Ποιον Θεό κηρύττουμε; Έναν σαδιστή; Έναν τιμωρό; Έναν Θεό αγάπη; Το τελευταίο μας το λέει ο μαθητής Ιωάννης, πως ναι ο Θεός είναι αγάπη (Α’ Ιω. 4,8). Και δεν λέει πως έχει αγάπη. Αν έλεγε πως έχει αγάπη, τότε θα μιλούσε για έναν Θεό που διατηρεί μία ηθική ιδιότητα και την κατευθύνει στον άνθρωπο. Εδώ, όμως ο Ιωάννης μας λέει πως ο Θεός είναι η ίδια η αγάπη. Την αγάπη, τη δικαιοσύνη, ως ηθικές ιδιότητες, τις έχει και κάποιος που δεν τις αναφέρει στο πρόσωπο του Χριστού. Εδώ όμως ο Θεός είναι η κατεξοχήν αγάπη. Έχουμε να κάνουμε με μία αρετή υποστασιοποιημένη στο πρόσωπο του Θεού.
Η έννοια περί Θεού μέσα στην Εκκλησία αλλοιώνεται πολλές φορές και σχετίζεται με τον τρόπο αντίληψης του Θεού. Έχουμε απωθημένα, ελλείψεις και τα φορτώνουμε όλα στον Θεό. Δεν Τον αφήνουμε στην ησυχία Του. Πώς θα αντιληφθούμε αυτό που έγινε, ως σάρκωση αγάπης, ελπίδας, ως έκρηξη αγάπης, ως έκρηξη ελπίδας για την ανθρώπινη αμαρτωλότητα, προσλαμβάνοντας την ανθρώπινη σωματικότητα (σάρκα για να ‘’σκανδαλιστεί’’ ο Πλωτίνος); Η σωτηρία μας θα βασίζεται σε συγχωροχάρτια και σε ποινές ενός τιμωρού Θεού που κάνει τον άνθρωπο να πληρώσει για την αποστασία του; Αυτός δεν είναι ο Θεός της ορθόδοξης γεύσης. Αυτός είναι ο Θεός της Δύσης. Ε, αυτόν τον Θεό είδε ο Νίτσε να πεθαίνει και θρηνούσε.
Πόσο όμορφα ακούγεται αυτό το ‘’ήλθε να σώσει τον κόσμο’’. Τη στιγμή που μέσα στην Εκκλησία φορτώνουμε τον Θεό με τις προσωπικές μας τύψεις, ενοχές, ανασφάλειες, Εκείνος υπενθυμίζει με την ανατολή του ηλίου για όλους μας πως είναι αγάπη και φως. Δεν κουτσουρεύει την αγάπη Του. Και δεν έχει μέγεθος η αγάπη αυτή. Διαβάζουμε, χαρακτηριστικά, σε μία ευχή στη Θεία Λειτουργία: ‘’οὗ τὸ ἔλεος ἀμέτρητον καὶ ἡ φιλανθρωπία ἄφατος’’. Δεν μετριέται το έλεος, και δεν εκφράζεται με λόγια η φιλανθρωπία.
Είναι τέτοια η αγάπη του Θεού, ακατανόητη όλες τις φορές που είναι να απορεί κανείς για τα όρια ανοχής και αντοχής του άπειρου και ακατάληπτου Θεού.
Στην ευχή του τρισαγίου ύμνου στη Θεία Λειτουργία, γνωρίζουμε τη συμπεριφορά του Θεού απέναντι στον αμαρτωλό. ‘’…καὶ μὴ παρορῶν ἁμαρτάνοντα, ἀλλὰ θέμενος ἐπὶ σωτηρίᾳ μετάνοιαν’’. Δεν παραβλέπει τον αμαρτωλό. Δεν τον κατακρίνει. Δεν τον κρίνει. Θέτει τη μετάνοια για τη σωτηρία του, του δίνει ευκαιρίες, του δίνει αφορμές, ερεθίσματα, τρόπους. Κι έρχεται ο όσιος Μάξιμος Ομολογητής στα καταπληκτικά Κεφάλαια περί Αγάπης, σημειώνοντας: ‘’Ὥσπερ ὁ Θεός φύσει ὤν ἀγαθός καί ἀπαθής, πάντας μέν, ἐξ ἴσου ἀγαπᾷ, ὡς ἔργα αὐτοῦ• ἀλλά τόν μέν ἐνάρετον δοξάζει, ὡς καί τῇ γνώμῃ οἰκειούμενον• τόν δέ φαῦλον, δι᾿ ἀγαθότητα ἐλεεῖ, καί ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ παιδεύων ἐπιστρέφει•’’.
Παιδεύει, λέει ο Μάξιμος, τον αμαρτωλό για να επιστρέψει, να διορθωθεί, να μετανοήσει. Δεν λέει τιμωρεί, επισύρει ποινές, καταδικάζει. Αυτά είναι κληροδοτήματα του προτεσταντικού ευσεβισμού σε θρησκευτικά περιβάλλοντα οργανωσιακών τάσεων φυγής από τον ορθόδοξο ανθρωπισμό. Έχω την αίσθηση πως στην Εκκλησία χρειαζόμαστε έναν Νίτσε, έναν Διονύσιο Αρεοπαγίτη, έναν Μάξιμο Ομολογητή, έναν Γρηγόριο Νύσσης για να ξεφύγουμε από την ειδωλολατρία στην οποία οδηγούμαστε. Αλλά εμείς προτιμάμε να ερωτοτροπούμε με φτιασίδια ευσεβιστικών και υποκριτικών επιχωματώσεων όλων εκείνων των άγευστων και ανέραστων εμπειριών μιας αυτόκλητης δόξας.
‘’Δεν ακούσατε για εκείνον τον τρελό που κρατούσε ένα αναμμένο φανάρι μέρα μεσημέρι κι έτρεχε στην πλατεία της αγοράς φωνάζοντας ασταμάτητα: «Γυρεύω το Θεό! Γυρεύω το Θεό!» – Επειδή όμως πολλοί από τους παρευρισκομένους δεν πίστευαν στο Θεό, ξέσπασε ηχηρό γέλιο. Μήπως χάθηκε αυτός; ρώτησε κάποιος. Μήπως έχασε το δρόμο του σαν το μικρό παιδί; είπε κάποιος άλλος… Τέτοια έλεγαν και γελούσαν. Ο τρελός πήδησε ανάμεσα τους και τους διαπέρασε με τη ματιά του. ‘’Που είναι ο Θεός;’’ φώναξε. ‘’Θα σας πω εγώ! Τον σκοτώσαμε – εσείς κι εγώ! Όλοι είμαστε δολοφόνοι του!… Ο Θεός είναι νεκρός! Ο Θεός παραμένει νεκρός! Κι εμείς τον σκοτώσαμε! Πώς να παρηγορηθούμε εμείς, οι φονιάδες των φονιάδων; Κάτω απ’ το μαχαίρι μας μάτωσε ό,τι πιο άγιο και πιο ισχυρό είχε ως τώρα ο κόσμος – ποιος θα μας καθαρίσει απ’ αυτό το αίμα; Ποιο νερό μπορεί να μας πλύνει; Ποιους εξιλασμούς, ποια ιερά παιχνίδια πρέπει να εφεύρουμε; Το μέγεθος αυτής της πράξης δεν είναι πολύ μεγάλο για μας; (Φρειδερίκος Νίτσε, Χαρούμενη Γνώση, Βιβλίο III, 125).
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (Βαλκανιολόγος, Θεολόγος)
Εφημέριος Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Διάβας