Γράφει ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΥΡΙΤΣΗΣ, Φιλόλογος
Στη σημερινή ενότητα έχω επιλέξει και συμπεριλάβει για ετυμολόγηση λέξεις, των οποίων η ορθογραφία αγνοείται κάπως ή τελείως από πολλούς νεοέλληνες και εν γένει σ’ αρκετούς διίστανται οι απόψεις και οι γνώμες ως προς την ορθή γραφή τους. Αυτών των λέξεων επιβάλλεται η γνώση της ετυμολογίας, για να γράφουμε σωστά τη γλώσσα μας. Μερικές λοιπόν απ’ αυτές, κι όχι όλες (είναι άλλωστε αδύνατο κάτι τέτοιο!), αναφέρω στη σημερινή μου λίστα:
1) Δικλίδα, η: ουσ.· προέρχεται από το αρχ. δικλίς, ἡ (-ίδος), σύνθετο από το δι- < δίς + θ. κλι- του ρ. κλίνω (= γέρνω). Αρχικά είχε τη σημασία: «δίφυλλη πόρτα», δηλ. τη στερεή, την απαραβίαστη θύρα· αργότερα, στις μέρες μας, απέκτησε μετφ. σημασίες, όπως στη φράση δικλίδα ασφαλιστική / δικλίδα ασφαλείας (= i. βαλβίδα που ρυθμίζει την ασφαλή και βαθμιαία έξοδο του ατμού από λέβητα, ii. (μτφ.) καθετί που προστατεύει από κίνδυνο, από δυσάρεστες εξελίξεις)· η γραφή δικλείδα (από το δι- + κλείνω) είναι εσφαλμένη.
2) Δωσίλογος, ο, η: ουσ.· προέρχεται από το θ. δω- του αρχ. ρ. δίδωμι (μέλλοντας δώσω) και τη λ. λόγος (δωσ- + λόγος). Σημαίνει: αυτόν που είναι υποχρεωμένος να λογοδοτήσει για τις πράξεις του, για τις παράνομες ενέργειές του, τον υπόλογο, τον υπεύθυνο· // (νεολογισμός) εκείνον που κατά τη διάρκεια της Κατοχής κατέδωσε στον εχθρό έλληνες ή ξένους υπηκόους, που εργάζονταν για τον εθνικό ή συμμαχικό αγώνα και γενικά εκείνον που κατά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο είχε σε κατεχόμενη χώρα στρατιωτική, πολιτική ή οικονομική συνεργασία με τον εχθρό. Η γραφή δοσίλογος δεν θεωρείται σωστή, μολονότι πολλοί την αποδέχονται.
3) Επεισόδιο, το: ουσ.· αρχ. λ. ἐπεισόδιον, τό, σύνθετη απο την πρόθεση ἐπί + εἴσοδος· κατά τη σύνθεση το -ι- της πρόθεσης έπαθε έκθλιψη (αποβλήθηκε) μπροστά από το -ει- της λέξης είσοδος· γι’ αυτο είναι λανθασμένη η γραφή επισόδιο, την οποία λίγοι υιοθετούν παρασυρμένοι από την πρόθεση επί. Η αρχική σημασία είναι: «το διαλογικό μέρος της τραγωδίας, που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο χορικών». Μεταγενέστερη σημασία: «Περιστατικό που ξαφνιάζει, το συμβάν, η λογομαχία, ο καβγάς»· στη λογοτεχνία: «κάθε αυτοτελής διήγηση ή σκηνή σε λογοτεχνικό έργο».
4) Επικεφαλής: επίρρημα· προήλθε από το εμπρόθετο ἐπί κεφαλῆς και χρησιμοποιείται ως επιρρηματική ή άκλιτη λέξη σε θέση ουσιαστικού ή επιθέτου. Έχει τη σημασία του «αρχηγού, αυτού που βρίσκεται στην πρώτη θέση, στην κορυφή»· π.χ. «οι επικεφαλής του στρατεύματος είχαν λάβει την απόφαση να γίνει επίθεση». Πολλοί εκλαμβάνουν τη λέξη ως επίθετο κλίνοντάς την ως σιγμόληκτο επίθετο:
του επικεφαλούς, τον επικεφαλή, …, οι επικεφαλείς κ.λπ., υποπίπτοντας προφανώς σε σοβαρό λάθος.
5) Λημέρι, το: ουσ.· παράγεται από δύσχρηστο ρ. ολημερίζω (περνώ όλη τη μέρα) κι αυτό από το ὁλο(ή)μερος, σύνθετο από το ολ(ο) + ήμερος < ἡμέρα. Σημασία του: «το μέρος όπου ζω όλη σχεδόν την ημέρα, έχοντάς το ως κρησφύγετο» // «(επί τουρκοκρατίας), τόπος διαμονής κλεφτών και αρματολών» // «φωλιά αγρίων ζώων»
6) Ξηλώνω: ρήμα· προέρχεται από το μεσν. ρ. ἐξηλώ (-όω) (ξεκαρφώνω) < ἐξ + ἡλώ < ἧλος, ὁ (=το καρφί). Παλαιότερα η λέξη γραφόταν και με -υ- (ξυλώνω) προερχόμενη από τη λ. ξύλο· ωστόσο η αρχική σημ. ξεκαρφώνω (ἐξ + ἧλος=καρφί) απορρίπτει τη γραφή αυτή.
Σημασία: i. αποσπώ κάτι που έχει ραφτεί σε ένδυμα, ii. αποσυναρμολογώ κατι, iii. διώχνω κάποιον από την εργασία του, από τη θέση που κατέχει.
7) Οισοφάγος, ο: ουσ. Η λέξη είναι σύνθετη από τον μέλλοντα οἴσω (=θα φέρω) του ρ. φέρω + -φάγος < απαρέμφατο φαγεῖν του αρχ. ρ. ἐσθίω (= τρώγω)· η ετυμολογία αυτή συνάδει με τη σημασία που έχει η λέξη: «το σωληνοειδές μυώδες όργανο, που θα ωθήσει και (θα) μεταφέρει την τροφή στο στομάχι.
8) Ορθοπεδικός, ο, η: ουσ. Η λέξη προέρχεται από το επίθετο ορθοπεδικός, ο, η (= αυτός που έχει σχέση με την επιστήμη της ορθοπεδικής). Απαντά και γραφή με -αι- (ορθοπαιδικός), που θεωρείται από πολλούς σωστή· η εξήγηση: ο όρος ορθοπαιδικός πλάστηκε το 1741 από τον Γάλλο ιατρό Nicolas Andry και αναφερόταν στην πρόληψη και θεραπεία των σωματικών δυσπλασιών στα παιδιά. Αργότερα ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε και για τους ενηλίκους· καθιερώθηκε, παρετυμολογικά ίσως, και η γραφή ορθοπεδική ως σύνθετη από το ορθο- < ορθός, ο + το λατ. pes, pedis (= το πόδι) ή το ελληνικό πέδη, ἡ (=το πόδι)· πρβλ. και τα σύνθετα τροχο-πέδη, χειρο-πέδη κ.λπ..\
Σημασία: ο ιατρός που είναι ειδικός για την ορθοπεδική.
Συντμήσεις: αρχ. = αρχαία (ο), ρ. = ρήμα, θ. = θέμα, λατ. = λατινικό, λ. =λέξη, μεσν. = μεσαιωνικό, ουσ . = ουσιαστικό, πρβλ. = παράβαλε.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!