Γράφει ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΥΡΙΤΣΗΣ, Φιλόλογος
Με μια ομάδα ρημάτων θα ασχοληθώ στη σημερινή ενότητα. Η ορθογραφία τους δεν έχει ιδιαίτερη δυσκολία. Μεγάλου όμως ενδιαφέροντος και ξεχωριστής προσοχής είναι άξια α) η ετυμολογική τους δομή και β) η σημασιολογική τους «περιπέτεια» και διαφοροποίηση από τον αρχικό τους σχηματισμό μέχρι σήμερα. Η επιλογή των ρημάτων αυτών είναι απλά ενδεικτική από αρκετά άλλα ρήματα που παρουσιάζουν ανάλογο ενδιαφέρον στο σχηματισμό τους και στη σημασία τους. Ωστόσο ο σχολιασμός τριών (3) ρημάτων συγγενών στη σημασία (δημιουργώ, δουλεύω, κάνω) καταδεικνύει την μεγάλη αρετή της γλώσσας μας να δημιουργεί με άνεση ξεχωριστές λέξεις για την απόδοση των λεπτών αποχρώσεων μιας έννοιας!
Έρχομαι στο προκείμενο:
1) Βοηθώ: αρχαίο ρήμα: «βοηθῶ (-έω)» < βοηθός, ὁ, ἡ < βοή, ἡ + θέω (=τρέχω). Επομένως αρχικά είχε τη σημασία του « τρέχω, σπεύδω σε ακουόμενη βοή που προέρχεται από κάποιον, που διατρέχει σοβαρό κίνδυνο». Στην νεοελληνική έχει ευρύτερη σημασία: α) συντρέχω, υποστηρίζω κάποιον να ξεπεράσει τις δυσκολίες του, β) ευνοώ (γενικά) κάποιον να πετύχει κάτι, επιφυλάσσω ειδική μεταχείριση σ’ αυτόν.
2) Δουλεύω: αρχαίο ρήμα· παράγεται από την αρχ. λ. δοῦλος < δῶ (-έω) = δεσμεύω, δένω, φυλακίζω· η αρχική σημασία ήταν: «είμαι δούλος, υπηρετώ κάποιον δουλικά». Στις μέρες μας το ρ. δουλεύω ση μασιό λογικά ταυτίστηκε με το ρ. εργάζομαι. Ωστόσο ο νεοέλληνας πιστεύω, όταν λέει «δουλεύω ή έχω δουλειά», υποσυνείδητα εννοεί «εργάζομαι κατ’ ανάγκην για να αποκτήσω τα απαραίτητα για τη ζωή μου. Ο αρχαίος Έλληνας όμως ενσυνείδητα αποδεχόταν την εργασία ως την απαραίτητη δραστηριότητα για να καταξιωθεί στη ζωή του, για να έχει νόημα και ουσία η καθημερινότητά του. Ο επικός ποιητής Ησίοδος έλεγε «ἔργον οὐδὲν τὄνειδος, ἀεργίη δὲ τὄνειδος» (δηλαδή καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή, ενώ ντροπή είναι να μη θέλει κανείς να εργάζεται). Συμπέρασμα: για τους αρχαίους Έλληνες ήταν διαφορετικό πράγμα, δραστηριότητα η εργασία από τη δουλειά!
3) Δημιουργώ: αρχ. ρ. δηµιουργῶ (-έω)· παράγεται από την αρχ. λ. δημιουργός, ὁ, ἡ <δήμιο- ( < δῆμος) + *Fεργός < ἔργον. Η αρχική σημασία της λ. δημιουργός ήταν « αυτός που ασχολείται για τον δήμο, για το λαό σε εργασίες κοινής ωφέλειας, ο τεχνίτης· ανάλογη σημασία είχε και το ρ. δημιουργώ (= εργάζομαι προσφέροντας της υπηρεσίες μου για το κοινό καλό, για τον λαό). Στην νεοελληνική γλώσσα είναι συνώνυμο των ρ. εργάζομαι, ασγολούμαι, κάνω κ.ά., αλλά διαφοροποιείται απ’ αυτά καθώς έχει κατά βάση τη σημασία του « προσπαθώ με ένα είδος έμπνευσης να κατασκευάσω κάτι προσωπικό μεν, αλλά σπουδαίο και σοβαρό (πρβ. ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, ο άνθρωπος αυτός δημιούργησε μεγάλη περιουσία κ.ά.). Το ρ. μεταγενέστερα χρησιμοποιείται και προς δήλωση αρνητικών καταστάσεων, όπως π.χ. δημιουργώ μεγάλη σύγχυση, φασαρία, οξύτητα κ.λπ. δημιουργώ υποψία, ρήγμα στις σχέσεις, εμπόδιο, δυσαρέσκεια κ.λπ.
4) Κάνω: μεσν. ρ· προέρχεται από το αρχ. ρ. κάμνω (=εκτελώ με κόπο κάτι, καταπονούμαι, κουράζομαι)· πρβλ. τη λέξη κάματος (=κούραση). Το ρ. έχει πολλές χρήσεις στον νεοελληνικό λόγο, δηλωτικό πάντοτε της μικρής ή μεγάλης προσπάθειας για πράξη, για ενέργεια. Χρησιμοποιείται στη θέση πολλών συνώνυμων και ταυτόσημων ρ. (εργάζομαι, εκτελώ, δρω, ενεργώ, δημιουργώ, φτειά(χ)νω κ.ά.) υποκαθιστώντας τα άνετα και εύστοχα. Είναι ένα είδος «μπαλαντέρ» στον χώρο των ρ. που δηλώνουν ενέργεια, δράση!
5) Καθηλώνω: αρχ. ρ. Καθηλῶ (-ὁω) + ἡλω < ἧλος (= καρφί), ὁ. Σημαίνει: α) καρφώνω, στερεώνω καλά με καρφιά, β) (μτφ.) ακινητοποιώ κάποιν, τον εξαναγκάζω να μην κουνηθεί από τη θέση του. Παράγωγο: καθήλωση (=ακινητοποίηση του σώματος με καρφιά, (μτφ.) διατήρηση, σταθεροποίηση)· αντίθετη η έννοια της αποκαθήλωσης, που σημαίνει το ξεκάρφωμα, την απόσπαση των ηλων (καρφιών)· πρβλ: η Αποκαθήλωση: η απόσπαση και η καταβίβαση του σώματος του Χριστού από τον Σταυρό. Συγγενής του ρ. καθηλώνω είναι η σημασία του ρ. προσηλώνω [=καρφώνω, επικεντρώνω σταθερά (κυρίως το βλέμμα].
6) Κοιτάζω: αρχ. ρ. κοιτάζω < κοίτη, ἡ < ρ. κεῖμαι (=βρίσκομαι κάτω, κείτομαι, (επί νεκρών) είμαι νεκρός, βρίσκομαι ενγένει). Αρχική σημασία του ρ.: «βάζω κάποιον στην κοίτη (=κρεβάτι), ξαπλώνω. Η σημερινή σημασία οφείλεται στην πρακτική των φρουρών να έχουν την κοίτη (κρεβάτι) τους στο φυλάκιο, από το οποίο επαγρυπνούσαν ως φρουροί (Γ. Μπαμπινιώτης). Μεταγενέστερα το ρ. κατέστη συνώνυμο του βλέπω: έχω στραμμένο το βλέμμα μου, παρατηρώ με προσοχή, φροντίζω, νοιάζομαι, δίνω προσοχή.
7) Μπαίνω: μεσν. ρ.· ἐµπαίνω < αρχ. ἐµβαίνω < ἐν + βαίνω. Η αρχική κυριολεκτική σημασία του είναι: «από εξωτερικό χώρο κινούμαι και εισέρχομαι σε εσωτερικό»· άλλωστε η πρόθεση ἐν δηλώνει γενικά εντοπισμό, στάση σε τόπο, προϋποθέτοντας κάποιες φορές κίνηση εκ των έξω προς τα μέσα. Η σημερινή του σημασία ποικίλλει κατά περίπτωση, ενώ λεπτές αποχρώσεις της έννοιας αποδίδονται με τα συνώνυμά του: εισδύω, εισέρχομαι. εισβάλλω, εισχωρώ.
* F (το επονομαζόμενο δίγαμμα): το έκτο γράμμα (F) του πολύ αρχαίου ελληνικού αλφαβήτου· η ασθενής άρθρωση του γράμματος αυτού ήταν η αιτία να αποβληθεί από την ελληνική και τελικά να αποσιωποιηθεί.
Συντμήσεις: αρχ. = αρχαίο (α), κ. ά = και άλλα λ. =λέξη, μεσν. = μεσαιωνικό πρβλ. = παράβαλε, ρ. = ρήμα
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!