Το Σάββατο αποτελεί και σήμερα ιερή ημέρα για τους Ιουδαίους και κατά τη διάρκεια εκείνης της ημέρας απέχουν από την εργασία. Η ημέρα αυτή είναι ημέρα εορτής στην συναγωγή και αφιερωμένη στον Θεό. Κάθε είδους εργασία είναι απαγορευτική.
Στο ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής (Λουκ. 13, 10 – 17), ένα Σάββατο ο Χριστός δίδασκε στην Συναγωγή. Εκεί θεράπευσε μία γυναίκα που είχε πνεύμα πονηρό επί δεκαοκτώ χρόνια, ήταν σκυμμένη και δεν μπορούσε να σταθεί όρθια. Ο αρχισυναγωγός τον επέπληξε γιατί θεράπευσε την ημέρα του Σαββάτου. Ο Χριστός του απάντησε ως εξής: ‘’Υποκριτή, δεν λύνει καθένας από σας, κατά το Σάββατο, το βόδι του ή τον όνο του από τον σταύλο και τον φέρνει να τον ποτίσει; Αυτή δε που είναι θυγατέρα του Αβραάμ και την είχε δεμένη ο Σατανάς επί δεκαοκτώ χρόνια, δεν έπρεπε να λυθεί από τα δεσμά αυτά την ημέρα του Σαββάτου;’’ (Λουκ. 13, 15 – 17).
Το γεγονός αυτό, από τη μεριά των Ιουδαίων, δείχνει πόσο βυθισμένη και πωρωμένη στον νόμο υπήρχε και εξακολουθεί να υπάρχει η συνείδηση τους. Κάθε βήμα μετριέται με τους όρους του νόμου. Ο νόμος πάνω απ’ όλα και ακολουθεί το ανθρώπινο πρόσωπο. Υπηρετεί ο άνθρωπος τον νόμο ή ο νόμος τον άνθρωπο; Ο άνθρωπος έγινε για το Σάββατο ή το Σάββατο για τον άνθρωπο; Ποια είναι η ουσία, πού έγκειται το βάθος;
Ο Χριστός, όπως περιγράφει σε άλλο σημείο ο ευαγγελιστής Λουκάς, όταν θεράπευσε στην συναγωγή κάποιον με ξερό το δεξί του χέρι, γνωρίζοντας τις σκέψεις των γραμματέων και Φαρισαίων, τους ρώτησε: ‘’Τί επιτρέπεται να κάνει κανείς τα Σάββατα, καλό ή κακό; Να σώσει μία ζωή ή να την καταστρέψει;’’ (Λουκ. 6, 9). Ο Χριστός γίνεται σαφής και δείχνει τον δρόμο. Όλα υπηρετούν τον Θεό. Δεν τίθεται το Σάββατο πάνω από τον Θεό, μήτε πάνω από τον άνθρωπο. Το Σάββατο διακονεί τον άνθρωπο. Το κάθε μέσο, ο κάθε τρόπος διακονούν το ανθρώπινο πρόσωπο.
Το πρόσωπο προηγείται του μέσου, του τρόπου, της αντίληψης. Σκοπός είναι η ίαση, η θεραπεία. Και μπροστά σ’ αυτό, ο Χριστός συγκρούεται με τον φαρισαϊσμό και νομικισμό της εποχής. Βλέπετε, η Δύση έχει διαποτιστεί από το γράμμα του νομικισμού σε όλες της τις δομές. Ο ηθικισμός και ευσεβισμός της δυτικής θεολογίας έχει εισχωρήσει και σ’ εμάς τους ορθόδοξους. Μας διακατέχει ένα πνεύμα αυστηρής ηθικής, ευσεβοφάνειας, υποδούλωσης στο γράμμα του νόμου, αθεράπευτης υποκρισίας. Έχουμε μετατρέψει την πίστη, το βίωμα, σε ατομική υπόθεση (απούσης της κοινωνικής του διάστασης), εν τέλει σε ένα άκαμπτο θρησκευτικό γεγονός αποκομμένο από την αλήθεια της μετοχής, που γεννάται μέσα στο εμπειρικό γεγονός της λειτουργικής κοινότητας. Τοιουτοτρόπως, δεν μυσταγωγείται το βίωμα ως γνήσιο ήθος, ως ανόθευτη εμπειρία του σώματος της Εκκλησίας, αλλά ένα πνεύμα απαρέγκλιτο από τον εξευτελισμό στον οποίο υπόκειται η λατρεία του τύπου, των κανόνων.
Μένει το ζητούμενο∙ ‘’να μαρτυρηθεί το «κάτι άλλο», το διαφορετικό που είναι η Εκκλησία, η ελευθερία της από τη θρησκευτική τυπολατρεία και τον νομικισμό’’ όπως θα σημειώσει σε επιφυλλίδα του ο Χρήστος Γιανναράς.
Η προσήλωση στο γράμμα του νόμου δεν άφησε τους Ιουδαίους να αποκτήσουν καθαρή ματιά για το ανθρώπινο πρόσωπο. Δεν διέκριναν την ευεργεσία του Θεού προς τον άνθρωπο και την αμέτρητη φιλανθρωπία Του, αποκομμένη από ψευδείς αντιλήψεις περί του ονόματος. Κι αυτό το όνομα είναι η λέξη Σάββατο. Και η λέξη αυτή περικλείει όχι την ουσία, αλλά τον τύπο. Το Σάββατο είναι ο τύπος, δεν είναι το νόημα. Το νόημα εξάγεται από την εξώθηση αυτού του τύπου στην πραγματική του διάσταση, στην οντολογικοποίηση του πράγματος, ως μέρους της αλήθειας και όχι της αλήθειας της ίδιας. Το Σάββατο υπηρετεί. Τυπώνεται και ολοκληρώνεται ως υποστασιοποιημένη οντότητα, μόνο τη στιγμή που συμβάλλει στην πραγμάτωση της σωτηρίας.
Η υποκρισία είναι βαθιά ριζωμένη μέσα στο εκκλησιαστικό σώμα. Το εκκλησιαστικό σώμα ερωτοτροπεί με την γοητεία του προσώπου του, παρά στρέφει την εικόνα του στην αναφορά του, τον Τριαδικό Θεό. Βασανίζει η υποκρισία το εκκλησιαστικό σώμα, αλλά αυτός ο βασανισμός αποτελεί την ηδονή του, αφού τροφοδοτεί πρόσωπα, τρόπους, σκοπούς. Το εκκλησιαστικό σώμα καταφέρνει την θέωση του, την άσκηση της αυτοσυνειδησίας του στο ξεγύμνωμα της λειτουργικής αναφορικότητας. Σε μία τέτοια περίπτωση ο Χριστός δεν έχει θέση μέσα στην Εκκλησία, ο άλλος είναι ο αντίδικος, ο εχθρός, ο ξένος, ο απόλυτα ξένος. Η υποκρισία ως αλλοιωμένη συνάρτηση του εαυτού σε σχέση με τον Θεό και τον συνάνθρωπο, αλληγορικώς υποφαίνει και αποφαίνεται.
Η ουσία παραμένει ίδια, όπως και η πρόκληση των καιρών. Η ίαση της προαίρεσης του ανθρωπίνου προσώπου. Αν ιαθεί η προαίρεση, η υποκρισία θα βρίσκει την κατάφαση της στην άρνηση του προσώπου ως προσωπείου. Να ξανασμίξει η γιορτή με το νόημα. Αποκτώντας, παράλληλα, την πιο ελκυστική του κατάδυση στο βάθος των πραγμάτων που σημαίνουν την πανήγυρη του σεβασμού, της αλληλοπεριχώρησης και της σάρκωσης. Ίσως τότε να θεραπευθεί και το Σάββατο.
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (Βαλκανιολόγος, Θεολόγος)
Εφημέριος Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Διάβας