Γράφει ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΥΡΙΤΣΗΣ, Φιλόλογος
Συνεχίζουμε την «περιήγησή» μας στο χώρο της Ελληνικής Γλώσσας και «επισκεπτόμαστε» σημαντικούς σταθμούς-λέξεις. Ετυμολογώντας τες διαπιστώνουμε την καταγωγή τους και, φυσικά, τη συγγένειά τους με ομόρριζες λέξεις τόσο της λόγιας, όσο και της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Ωστόσο κάποιες απ’ αυτές έχουν «ξεστρατίσει» από τις αρχικές εστίες «καταγωγής», γεγονός που μας αιφνιδιάζει ευχάριστα (δες τη λ. νερό και τη σχέση της με την αρχ. λ. υδωρ!).
1) Έφεση: ουσιαστ. < αρχ. λ. ἔφεσις, ἡ < ρ. ἐφίημι (=παροτρύνω, παρορμώ) < ἐφ’ – (< ἐπί-) + ἵημι (= βάλλω, ρίχνω).
Σημασία του: α) «ροπή, έντονη τάση προς την καλλιέργεια κάποιας δεξιότητας, β) (Νομ.) «ένδικο μέσο το οποίο ασκείται σε ανώτερο δικαστήριο (Εφετείο) για την ακύρωση, την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης και την εκδίκαση εκ νέου της υπόθεσης».
2) Κυνηγός, ο: ουσιαστ. < αρχ. λ. σύνθετη από τη λ. κύων, ὁ (=σκύλος) < γεν. κυν-ός, θ. κυν- + -ηγός < ρ. ἄγω ( < θ. ἀγ-) με έκταση του αρχικού φωνήεντος -α- σε -η- κατά τη σύνθεση. Πρβλ. και τα στρατηγός, πλοηγός, οδηγός, αρχηγός κ.ά., αλλά και λοχαγός (χωρίς έκταση του αρχικού φωνήεντος σε -η-).
Σημασία του: α) (αρχική σημ.) «αυτός που οδηγεί τους κυνηγετικούς σκύλους, β) «αυτός που προσπαθεί να συλλάβει ή να σκοτώσει άγρια ζώα», γ) «(γενικά) πρόσωπο που καταδιώκει κάποιον», δ) «επιθετικός παίκτης στο ποδόσφαιρο».
3) Μοίρα, η: ουσιαστ. (αρχ. λ. μοῖρα, η ) < ρ. μείρομαι (=μοιράζω, παίρνω αυτό που μου αναλογεί, μετέχω σε κάτι), θ. μορ- (με ετεροίωση του -ε- σε -ο- από το θ. μερ-) + *-jα (με επένθεση** του j προ του γράμματος ρ (μορ-ja = μοῖρα).
Σημασία του : α) ( αρχική σημ.) μέρος ενός συνόλου (συνών.: μερίδα, μερίδιο, μοιράδι, μερτικό, κομμάτι, τεμάχιο), β) ό,τι μπορεί να συμβεί στον καθένα (συνών.: τύχη, μοιραίο, ειμαρμένη, γραφτό, ριζικό, πεπρωμένο), γ) (Μαθημ.) μονάδα μέτρησης των γωνιών και της περιφέρειας του κύκλου δ) μερίδιο κληρονομιάς, (Νομ.) Νόμιμη μοίρα, ε) (Στρατ.) μέρος, μονάδα στρατού και κυρίως στόλου (ναυτική μοίρα). // (Μυθ.) Μοίρα ( Μοίρες): η θεά του πεπρωμένου.
* j : ημίφωνο, το επονομαζόμενο γιοτ, που αποτελούσε το 26° γράμμα του πολύ αρχαίου ελληνικού αλφαβήτου και το οποίο με τον καιρό αποβλήθηκε από την ελληνική γλώσσα.
** Επένθεση: το ημίφωνο j, όταν βρίσκεται ύστερα από τα συμπλέγματα -αν, -αρ, -ορ, μέσα σε μια λέξη, μετατοπίζεται πριν από το ν ή ρ και ενώνεται με το προηγούμενο α ή ο σε δίφθογγο αι ή οι’ π.χ. (θ. φαν-) (φανjω = φαίνω, θ. ( χαρ-) χαρjω = χαίρω, (θ. μορ-) μορjα = μοῖρα.
4) Πανικός, ο: ουσιαστ. μτγν. από το αρχ. επίθ. πανικός (= ταραχή των κοπαδιών που προκαλούσε ο θεός Παν). Συνών.: φόβος, τρόμος, τρομάρα, φρίκη. Σήμερα έχει γενικότερη της αρχικής σημασίας: «έντονος φόβος και ταραχή εξαιτίας υπαρκτού η αναμενόμενου κινδύνου, που παραλύουν στοιχειωδώς τη λογική σκέψη και οδηγούν τον άνθρωπο σε κατάσταση εκτός εαυτού και ελέγχου και συχνά τον τρέπουν σε άτακτη φυγή».
5) Νήπιο, το: ουσιαστ. < αρχ. λ. νήπιον, τό < ουδέτ. του επιθ. νήπιος, -ια, -ιον < αρνητικό μοριο νη- + ἔπος, το (= λόγος). Σημασία του: α) (του επιθ.) «αυτός που δεν έχει λόγο, δεν μπορεί να μιλήσει», β) (του ουσιαστ.) « το παιδί τους ενός (1) έτους μέχρι έξι (6) ετών που δεν μπορεί ακόμη να μιλήσει άνετα».
6) Νομίζω: ρήμα < αρχ. ρ. νομίζω < νόμος < νέμω (με ετεροίωση του -ε- σε -ο-). Αρχική του σημασία: «θεωρώ κάτι νόμιμο». Σημερινή σημασία: « έχω τη γνώμη, θεωρώ».
7) Λωποδύτης, ο: ουσιαστ.· αρχ. λ. λωποδύτης, ὁ < λώπη, ἡ < λῶπος, ὁ (=το ιμάτιο, το ένδυμα) + -δύτης < ρ. δύω (=βυθίζω, βουτώ). Η λ. αρχικά προσδιόριζε εκείνον που έκλεβε τα ενδύματα των άλλων, των ταξιδιωτών και των λουομένων. Σημερινή σημασία: α) «ο κλέφτης (ιδίως αντικειμένων μικρής αξίας), β) «ο απατεώνας, ο ψεύτης».
8) Νερό, το: ουσιαστ. μεσν. νερόν, τό (5ος / 6υς αι. μ.Χ.) < μτγν. νηρόν, τό < αρχ. επίθ. νεαρόν (ὕδωρ) (= φρέσκο νερό). Η λ. νεαρόν από επιθετικός προσδιορισμός της λ. ὕδωρ βαθμηδόν μετεξελίχθηκε σε ουσιαστ. και το υποκατέστησε. Π.χ. στην αρχαία Αθήνα, όταν ο πατέρας έλεγε στο γιό του: «Ὢ παῖ φέρε μοι νεαρὸν ὕδωρ». σιγά-σιγά παρέλειψε τη λ. ὕδωρ και το παιδί φυσικά καταλάβαινε ότι ήθελε να του φέρει πόσιμο νερό. Έτσι λοιπόν η λ. νεαρόν < νηρόν < νερό υποκατέστησε τη λ. ύδωρ και έγινε ουσιαστικό.
Συντμήσεις: αρχ. = αρχαία (ο), γεν. = γενική, επίθ. = επίθετο, επίρρ. = επίρρημα, θ. = θέμα, κ.ά. = και άλλα, λ. = λέξη, Μαθημ. = μαθηματικά, μεσν. = μεσαιωνικό, μτγν. = μεταγενέστερα, Μυθ. = Μυθολογία, Νομοθ. = Νομοθεσία, νομοθετικός, ουσιαστ. = ουσιαστικό, πρβλ. = παράβαλε, ρ. = ρήμα, σημ. = σημασία, Στρατ. = στρατιωτικά.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!