Πόσες γιορτές έχουν περάσει; Πόσες μορφές αγίων παρελαύνουν σε κάθε εορταστικό κύκλο; Λόγοι, νοήματα, περιεχόμενα και συσχετισμοί σε μία εποχή που αρνείται να αντιληφθεί το γεγονός της οποιασδήποτε σάρκωσης ενός λόγου με περιεχόμενο αγιοσύνης.
Έχω την αίσθηση πως αν οι Πατέρες κατέβαιναν από τις αγιογραφίες της κόγχης, του κυρίως ναού, των κιόνων, θα ζητούσαν επιτακτικά την επάνοδο τους στο αρχικό κάλλος. Πού να κατέβει ο Μ. Βασίλειος από την κόγχη του Βήματος; Για να νιώσει το ενοχικό σκούντημα ανυποψίαστων χριστιανών που κατέστησαν σύγχρονοι αιρετικοί, ειδωλοποιώντας μορφές και εξαίροντας τον φόβο και τον τρόμο στη θέση της αντοχής και των θεολογικών ακροβασιών, όπως θα ‘λεγε ο Γρηγόριος Θεολόγος; Γιατί να αφήσει τη θέση του ο Ιερός Χρυσόστομος;
Για να λάβει τη θέση του ένας ακόμη γέροντας – θρησκευτικός γκουρού – προφητολόγος που χειροκροτείται από την ανερυθρίαστη καταθλιπτική μανία ανέραστων χριστιανών που κατήργησαν τη ζωή του θαύματος και της ελπίδας; Γιατί οι Πατέρες να αφήσουν την άνεση μιας άλλης βιοτής; Μήπως έχουν σκοπό οι θιασώτες του αδυσώπητου νόμου και του επίσημου ηθικισμού να δεχτούν τσαλακωμένους και ανένταχτους;
Εξάλλου, αν οι Πατέρες άφηναν για λίγο τη θέση που τους έχει κατατάξει, μέσα στον εκκλησιαστικό χώρο, η συνείδηση του εκκλησιαστικού σώματος, πολύ φοβάμαι πως οι χειροκροτητές τους και βασανιστές αλλότριων συνειδήσεων θα τους καλούσαν επιτακτικά να εισχωρήσουν σε μία ακόμη ευλαβή θρησκευτική οργάνωση, αδελφότητα, σωματείο (αποκομμένου από την επισκοπική πατρότητα και μητροπολιτική αλήθεια), η οποία ενθαρρύνει τον φανατισμό με ακαλλιέργητο γνήσιο εκκλησιαστικό ήθος. Αυτά δεν αντέχονται. Τέτοια θα συναντούσαν οι Πατέρες και θα έφριτταν με τις βασανιστικές κακεντρέχειες των οποιονδήποτε ευλαβών και φρονίμων που ποτέ τους δεν έμαθαν παρά να περιεργάζονται ακόμη δολιότερες μορφές θρησκευτικές υποκρισίας.
Αμφιβάλλω αν όλα αυτά αποτελούν πτυχές ενός σοβαρού μελετητή των Πατέρων και των συγγραμμάτων τους. Δεν είναι παίξε γέλασε να ακροβατείς μεταξύ αμφιβολίας, στοχασμού και αλήθειας. Είναι λεπτά τα όρια. Οι σχέσεις αντίθετες. Αν μελετήσει κανείς τους Πατέρες θα διαπιστώσει την ευλάβεια τους απέναντι στο μυστήριο του Θεού, της ζωής, του ανθρώπου, ολάκερης της κτίσης. Αλλά, παράλληλα, θα αντιληφθεί και τη σοβαρότητα με την οποία οι Πατέρες αντιμετωπίζουν κάθε μεταφυσική αγωνία.
Οι Πατέρες δεν είναι μόνο αντιαιρετικοί λόγοι, διαμάχες, ομολογία πίστεως και καταδίκες. Ο πατερικός λόγος φημίζεται για τη σοβαρότητα του. Κι έτσι είναι. Διεισδύει στα μύχια της ανθρώπινης ύπαρξης, αναδεικνύει το πολυδιάστατο και ταυτόχρονα ενιαίο του ανθρωπίνου προσώπου, καταφάσκει στον μεταφυσικό οπτιμισμό του επίκαιρου ανθρωπίνου στοχασμού. Λόγος που τσακίζει την πλεονεξία, την συνειδητή επιμονή στην αμαρτία, την κατάκριση, την καταδίκη του άλλου, το ειδεχθές της ανθρώπινης παρουσίας σε ζωές, συνειδήσεις.
Αρκεί ένας Μ. Βασίλειος για να κατανοηθεί η κοινωνική δικαιοσύνη κι ένας Μάξιμος Ομολογητής για να ξεκινήσει ο άνθρωπος την ασκητική της αγάπης. Μέχρι να έρθει ένας Γρηγόριος Νύσσης και να απογειωθεί στα ουράνια το γεγονός της σωτηρίας. Αν ο Μ. Αθανάσιος και ο Κύριλλος Αλεξανδρείας, που γιορτάζουμε σήμερα, κατάφεραν σπουδαία πράγματα είναι γιατί μέσα από την υπεράσπιση του προσώπου του Θεανθρώπου και της Θεοτόκου ενέταξαν την κατάφαση του Θεού στην ανθρωπινότητα και δη σωματικότητα.
Από την άλλη, εκτός της περιοχής και των ορίων των Πατέρων, ο γεροντισμός αποτελεί αίρεση. Δεν υφίσταται πιο λυσσαλέα επιδίωξη από την επιβολή στο ανθρώπινο πρόσωπο και την ειδωλική εικόνα ανθρώπων με σάρκα κι αίμα. Αυτή η τάση δημιουργίας οπαδών καθώς και η τάση των οπαδών που ειδωλοποιούν τον δικό τους γέροντα (κάνοντας κακό πολλές φορές σε άγιες μορφές γερόντων), αποβαίνει καταστροφική όταν ο Χριστός παραγκωνίζεται.
Η απόλυτη απογύμνωση της ανθρώπινης ελευθερίας και ο κορεσμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας από δουλικές κραυγές αυτοερωτισμού. Αυτή η τρομακτική ωραιοπάθεια που κατηγορεί την ευσέβεια για την αμαρτία της σιωπής και της πραότητας, αρνείται να δεχτεί την υπακοή στον Επίσκοπο. Πόσο δε μάλλον να αναπαυτεί στην πατρότητα του επισκοπικού προσώπου. Έτσι, δημιουργεί δικά της καταστατικά και κινείται σε αχαρτογράφητα θεολογικά νοήματα.
Οι Πατέρες όχι μόνο απουσιάζουν από τη σύγχρονη εποχή, αλλά κι επιλέγονται κατά το δοκούν. Στη σύγχρονη αντίληψη, οι θέσεις έγιναν αντιθέσεις και οι συνθέσεις αποσύνθεσαν το νόημα της γιορτής. Εκείνης της ιεράς πανήγυρης που με ανεπτυγμένα τα πνευματικά της αισθητήρια κρατάει από τον καρπό το ανθρώπινο χέρι, δίνοντας ελπίδα κι ανάσταση. Κατά τέτοιο τρόπο βαδίζουν οι Πατέρες. Και σήμερα αυτό θα έπρατταν. Θα έβγαιναν στην κοινωνία και θα καλλώπιζαν μεταμορφωτικά την ασχήμια. Γνωρίζοντας τον τρόπο.
Ενδύοντας τον μόχθο. Καλλιτεχνώντας τους ήχους της κοινωνίας, τις μορφές των απρόσωπων σκιών. Ειδάλλως, αν αντιλαμβανόμαστε αλλιώς τους Πατέρες, όπως λέει και η Μιρέλα Πάσχου ‘’εγώ να λέω μίλα ρε, κ αυτός να λέει Μιρέλα’’.
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (Βαλκανιολόγος, Θεολόγος)
Εφημέριος Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Διάβας