Σεβ. Μητροπολίτου κ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΜΟΥΣΤΑΚΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ
ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ
(ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ)
Α΄ Τιμ. 1, 15-17
«Χριστός Ἰησοῦς ἦλθεν εἰς τόν κόσμον ἁμαρτωλούς σῶσαι, ὧν πρῶτος εἰμί ἐγώ» (Α΄ Τιμ. 1, 15).
Ἐκεῖνος, πού ἀναδείχθηκε «σκεῦος ἐκλογῆς» (Πράξ. 9, 15), ὁ μέγας Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν , καί στρατηγός τῆς οἰκουμένης» ὁ οὐρανοβάμων καί θεοφώτιστος Παῦλος, σέ αὐτή τήν περικοπή κατατάσσει τόν ἑαυτό του ἀνάμεσα στούς ἁμαρτωλούς.
Βέβαια, δέν ἦταν ἀναμάρτητος, ἐφόσον μόνον ὁ Κύριος «ἁμαρτία δέν ἔκανε, καί δόλος στό στόμα του δέν βρέθηκε» (Α΄ Πέτρ. 2, 22). Δέν ἦταν, λοιπόν, ἀναμάρτητος, ἀλλά ὑπάρχει τεράστια διαφορά ἀνάμεσα στόν ἀναμάρτητο καί στόν πρῶτο τῶν ἁμαρτωλῶν, ὅπως ὀνομάζει τόν ἑαυτό του ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Θά βάρυνε, ἴσως, τή συνείδησή του, ἡ πρίν ἀπό τήν ἐπιστροφή του ζωή, ἐφόσον, ὅπως καί ὁ ἴδιος ὁμολογεῖ, ὑπῆρξε φοβερός διώκτης τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Μέ τό βάπτισμά του ἔγινε λευκός, ὅπως πρίν ἁμαρτήσουν οἱ Πρωτόπλαστοι στόν Παράδεισο. Τότε, γιατί νά ἀνησυχεῖ τό σκεῦος τῆς ἐκλογῆς τοῦ Χριστοῦ (Πράξ. 9, 15); Στή συνέχεια κάνει μιά δημόσια ἐξομολόγηση σέ αὐτή τήν περικοπή, γιά νά δικαιολογήσει ὅλα ὅσα πρίν ἀπό τήν κλήση του ἔπραξε.
Λέει πώς «ὑπῆρξε ζηλωτής τῶν πατρικῶν του παραδόσεων» (Γαλ. 1, 14) καί γι’ αὐτό, μέ αὐτόν τόν χωρίς ὅρια ζῆλο, δίωξε τήν Ἐκκλησία• «μέ ζῆλο καταδίωκα τήν Ἐκκλησία κι ἤμουν ἄμεμπτος σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τήν τήρηση τοῦ νόμου. Αὐτά ὅμως πού ἦταν ἄλλοτε γιά μένα πλεονεκτήματα, μέ τήν πίστη στό Χριστό τά εἶδα σάν μειονεκτήματα» (Φιλιπ. 2, 7).
Ἡ κλήση τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἦταν θαυμαστή στήν πορεία του πρός τή Δαμασκό. Στή συνέχεια ἀφιερώθηκε στήν ὑψηλή του ἀποστολή. Στή ζωή του δέν ἐκμεταλλεύτηκε κανέναν, γιατί ἐργαζόταν «ἰδίαις χερσίν» (Α΄ Κορ. 4, 12), γιά νά μήν ἐπιβαρύνει τούς χριστιανούς. Τό φωτεινό του παράδειγμα, ἡ αὐτοθυσία του, ἡ ἀγάπη του πρός τήν Ἐκκλησία, τόν ἐμφανίζουν σά φωτεινό μετέωρο, πού φώτισε τίς ψυχές τῶν χριστιανῶν τῆς πρωτοχριστιανικῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Παῦλος ἔθεσε τόν ἑαυτό του, χωρίς ὅρια, στή διακονία τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε ὁ ἴδιος νά γράφει «γέγονα τοῖς πᾶσι τά πάντα» (Α΄ Κορ. 9, 22) καί αἰσθάνθηκε τόσο αἰχμαλωτισμένος ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὥστε ὑπογράμμισε πώς «δέ ζῶ πιά ἐγώ, ἀλλά ζεῖ στό πρόσωπό μου ὁ Χριστός» (Γαλ. 2, 20). Γιατί, στ’ ἀλήθεια, τότε, λέει γιά τόν ἑαυτό του πώς εἶναι ὁ πρῶτος τῶν ἁμαρτωλῶν; Ἴσως ἡ εὐαισθησία τῆς συνειδήσεώς του!
Στήν ἐποχή μας ὁ ἄνθρωπος ἔχει πολύ λίγη συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς του. Εἴτε, γιατί δέ συνηθίζει νά ἀνακρίνει τόν ἑαυτό του, εἴτε, γιατί ἄλλες καταστάσεις σκοτίζουν τό νοῦ του καί φέρνουν ἀναστάτωση στήν ψυχή του. Ὡρισμένοι χριστιανοί λένε πώς οἱ ἴδιοι εἶναι ἀναμάρτητοι, ἐνῶ οἱ συνάνθρωποί τους εἶναι ἁμαρτωλοί. Ἀλήθεια! Νά πιστέψει κανείς πώς ὁ διδάσκαλος τῶν Ἐκκλησιῶν, ὁ Παῦλος, ἦταν ἁμαρτωλός καί ὅσοι ἰσχυρίζονται αὐτά εἶναι ἅγιοι; Μήπως, ἔτσι, ἔχει χάσει τό νόημά της ἡ ἔννοια ἁμαρτία;
Εἶναι καιρός ὁ κάθε ἄνθρωπος νά ἐρευνήσει τήν ψυχή του καί νά σπεύσει νά τήν καθαρίσει στό Ἐξομολογητήριο. Ἀλλιῶς, ἄν θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ἄμεπτο, ἄς τόν «κοιμήσει» περισσότερο ἡ ἁμαρτία, ἀλλά νά γνωρίζει, ὅμως, πώς «ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἦρθε στόν κόσμο, γιά νά σώσει τούς ἁμαρτωλούς καί πρῶτος ἀνάμεσά τους εἶμαι ἐγώ».
Ρωμ. 11, 13.
Ἰωάν. Χρυσοστόμου, Ὁμιλία λεχθεῖσα ἐν τῷ μαρτυρίῳ τῷ ἐπί τῇ παλαιᾷ πέτρᾳ, 7, 1, PG 63, 494.