Γράφει ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΥΡΙΤΣΗΣ, Φιλόλογος
Ετυμολόγησης λέξεων συνέχεια. Και πάλι οι λέξεις που επιλέγουμε παρουσιάζουν ξεχωριστό ενδιαφέρον ως προς την καταγωγή τους, την «ιστορική» τους διαδρομή και τον σχηματισμό τους. Επαναλαμβάνουμε και επιμένουμε ότι η επιλογή τους έγινε ανάμεσα από πολλές άλλες εξίσου σημαντικές, μερικών από τις οποίες θα έρθει παρακάτω, σε άλλες «επισκέψεις», η σειρά να σχολιάσουμε ετυμολογικά και ση μασιολογικά.
1. Νοσταλγία, η: ουσιαστικό (μεσν.) < αρχ. λ. νόστος, ὁ (= η επιστροφή ξενιτεμένων στην πατρίδα) < ρ. νέομαι (=γυρίζω, επιστρέφω) + -αλγία < ἄλγος, τὸ (=πόνος). Σημασία: «επιθυμία που προέρχεται από έντονο πόθο για επιστροφή στην πατρική γη, αναπόληση ευχάριστων καταστάσεων του παρελθόντος, που συνήθως συνοδεύεται από κάποια δόση θλίψης και μελαγχολίας».
2. Νήδυμος, -ος, -ον: επίθετο (εύχρηστο ως προσδιοριστικό της λ. ύπνος). Το επίθ. προήλθε από την ομηρική φράση ἔχεν ἥδυμος ὕπνος (= τον κατέλαβε γλυκός, ευχάριστος ύπνος), όπου το τελικό -ν της λ. ἔχεν θεωρήθηκε ως αρχικό του επιθ. ἥδυμος < ἡδύς, -εῖα, ἡδύ (=γλυκός, ευχάριστος). Σημασία: «ο αδιατάρακτος και (επομένως) ο ήρεμος, ο ευχάριστος».
3. Λάφυρο, το: ουσιαστικό· μτγν. λάφυρον (χρησιμοποιείται συνήθως στον πληθυντικό: τά λάφυρα < αρχ. λάφυρα < θ. λαφ- < ρ. λαμβάνω (παρκ. εἴ-ληφ-α = έχω λάβει). Σημασία: «κάθε κινητό (συνήθως) πράγμα, αντικείμενο, που κυριεύεται από αντίπαλο σε περίοδο πολέμου, μάχης προϊόν λείας».
4. Παλληκάρι και παλικάρι, το: ουσιαστικό (μεσν.) < παλληκάριον, τό, υποκοριστικό του αρχ. πάλληξ / πάλλαξ, ὁ (=παιδί που δεν έχει εισέλθει ακόμα στην εφηβεία)· η ετυμολογία δεν συνάδει με την ορθογραφία της λ. με -ι- και ένα -λ-. Σημασία: α) «άνδρας γενναίος και μαχητικός», β) «σφριγηλός και όμορφος νέος», γ) άνθωπος ικανότατος στη δουλειά του». Συν. λεβέντης.
5. Απαίσιος, -ια, -ο: επίθετο μτγν· είναι σύνθετο από την προθ. ἀπὸ ως στερητικό + αἴσιος (= ευνοϊκος, ευοίωνος) < αρχ. αἶσα, ἡ (=το πεπρωμένο, η μοίρα). Επισημαίνεται ότι η πρόθεση από ως πρώτο συνθ. λέξεων, μεταξύ άλλων σημασιών, προσδίδει και τη σημασία της στέρησης, απομάκρυνσης (πρβ. αποχωρώ [=δεν προχωρώ, φεύγω], αποβουτύρωση [=αφαίρεση του βουτύρου], απογαλακτισμός κ.ά.).
Επομένως η λ. απαίσιος κυριολεκτικά σημαίνει: «αυτός που στερείται την αἶσαν, δηλ. την ευνοϊκή μοίρα και αργότερα (μτφ.) ο δυσάρεστος, ο πολύ άσχημος.
6. Νηστικός, -ή (ή -ιά), -ό: μτγν. νηστικός < αρχ. νῆστις, ὁ (=νηστικός) < νη-εδ-τις < νη- στερητικό + θ. -εδ- του ρ. ἔδω (=τρώγω).
7. Λαίμαργος, -η, -ο: επίθετο· αρχ. λ. < επιτατικό λαι- + επίθ. μάργος, -η, -ο (= i. μανιακός, ορμητικός, ii. άπληστος, αχόρταγος {Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης Liddell & Scott}). Σημασία: α) αυτός που έχει ακόρεστη όρεξη για φαγητό, β) αυτός που τρώει πολύ, γ) άπληστος, αχόρταγος.
8. Γερός, -ή, -ό: επίθετο < μτγν. ὑγιερός < αρχ. ὑγιηρός < ὑγιής. Σημασία: α) ο απόλυτα υγιής, β) ο εύρωστος, αυτός που διαθέτει μεγάλη σωματική και ψυχική δύναμη και μπορεί να αντέχει οποιαδήποτε δυσκολία, ο εξαιρετικά ικανός, γ) σπουδαίος, σημαντικός π.χ. «μού παρουσιάστηκε γερή ευκαιρία».
9. Αλεξίπτωτο, το: ουσιαστικό· παράγεται από το ομηρικό ρ. ἀλέξω (αποκρούω, προστατεύω) + πτω- < ρ. πίπτω· παρκ. πί-πτω-κα (=έχω πέσει). Επισημαίνεται ότι το πρόθημα αλεξι- απαντά σε λέξεις σύνθετες, που είναι μεταφραστικά δάνεια από τη γαλλική γλώσσα [αλεξικέραυνο, αλεξίσφαιρο, αλεξιβρόχιο (=ομπρέλλα) κ.ά.].
Σημασία: πτυσσόμενη συσκευή σε σχήμα ομπρέλλας, που επιτρέπει την ομαλή και ασφαλή πτώση κατά τη ρίψη ανθρώπου από αεροπλάνο.
10. Λιβάδι, το: ουσιαστικό· μτγν λιβάδιον, τό < υποκορ. του αρχ. λιβάς (-άδος), ἡ (=καθετί που πέφτει προς τα κάτω, σταλαγμός νερού, στάσιμο νερό, πηγή, ρυάκι)’ παράγεται από το ρήμα λείβω (= στάζω, χύνω, αφήνω κάτι να καταρρέει, αφήνω να πέσει δάκρυ). Από το θ. λειβ- υπάρχει και παλαιότερη γραφή λειβάδι από το θ. λιβ- παράγονται και τα λιμήν (λιμάνι), λίμνη. Σημασία: α) έκταση γης σκεπασμένη με χορτάρι, βοσκοτόπι [συν. (λόγ.) λειμώνας, ο < αρχ. λ. λειμών, ὁ < λείβω], β) η ρηχή λιμνοθάλασσα, στην οποία εκτρέφονται ψάρια (Γ. Μπαμπινιώτης).
Συντμήσεις: αρχ. = αρχαία (ο), επίθ. = επίθετο, θ. = θέμα, κ.ά. = και άλλα, λ. = λέξη, λόγ. = λόγια(γλώσσα), μεσν. = μεσαιωνικό, μτγν. = μεταγενέστερα, μτφ. = μεταφορικά, πρβλ. = παράβαλε, παρκ. = παρακείμενος, ρ. = ρήμα, συν. = συνώνυμο, συνθ. = σύνθετο.