Του φιλολόγου Σπυρίδωνος Βλιώρα (www.vlioras.gr)
Εισαγωγή
Πολλοί άνθρωποι, ιδίως μεγαλύτερης ηλικίας, μιλούν για μια αδιαμφισβήτητη γλωσσική κρίση που μαστίζει την ελληνική γλώσσα, για μια κακοδαιμονία1 της σύγχρονης γλώσσας μας, που αναδεικνύεται —όπως ισχυρίζονται— μέσα από πολλές ενδείξεις, που επιχωριάζουν συνήθως στη γλώσσα των νέων: λεξιπενία, σολοικισμοί, βαρβαρισμοί, χρήση ξενόφερτου λεξιλογίου κ.λπ. Εκτός των παραπάνω —αναπόδεικτων, σε πολλές περιπτώσεις, και αστήρικτων μελετητικά— αποφάνσεων γίνεται χρήση κι ενός κριτηρίου που δείχνει την άγνοια όσων το επικαλούνται, καθώς συγχέεται η γλώσσα με την ορθογραφία: της ορθογραφικής αποτύπωσης πολλών λέξεων. «Εμείς στις μέρες μας», ισχυρίζονται, «μαθαίναμε στο σχολείο να γράφουμε αυγό, αυτί, τραίνο, παληός κ.ά. Τώρα γράφουν αβγό,2 αφτί,3 τρένο,4 παλιός κ.λπ.», συνεχίζουν τις ιερεμιάδες.
Μπαμπινιώτης 2005 (Λεξικό), σελ. 43.
«Όλοι, ιδίως όσοι ασχολούμαστε επαγγελματικά με τη γλώσσα (γλωσσολόγοι, φιλόλογοι, δάσκαλοι κ.ά.), ακούμε συχνά τέτοιες παρατηρήσεις–καταγγελίες, οι οποίες στηρίζονται σε μία πλάνη: ότι αυτές οι ορθογραφήσεις οφείλονται στην καθιέρωση της νεοελληνικής ή δημοτικής. Πρόκειται για πλάνη, το επαναλαμβάνω, αφού η ορθογραφία δεν είναι ζήτημα δημοτικής και (παλιότερα) καθαρεύουσας, αλλά ζήτημα ετυμολογικής προέλευσης των λέξεων, αυτής που καθορίζει σε μια γλώσσα με ιστορική ορθογραφία όπως η Ελληνική και την ορθή γραφή κάθε λέξης.»5
Μπαμπινιώτης 2005 (Λεξικό), σελ. 331.
Γενικά, στην ορθογραφία της νεοελληνικής γλώσσας ισχύουν δύο αρχές για την ορθογράφηση των λέξεων που προέρχονται από ξένες λέξεις. α)για τα προσηγορικά, επίθετα κ.λπ. η απλογράφηση.6 «Το νόημα αυτής της ορθογραφικής απλοποίησης είναι ότι ο ομιλητής της ελληνικής γλώσσας (…) θα είχε ακόμη μεγαλύτερες δυσκολίες στην ορθογραφία, αν έγραφε ιστορικά, δηλαδή ετυμολογικά και με βάση τη γλώσσα από την οποία προέρχονται, και τις ξένες λέξεις της Ελληνικής.»7 β)για τα κύρια ονόματα η αντιστρεψιμότητα: «Η ίδια η γραφή ενός ονόματος ξένου προσώπου ή τόπου πρέπει να είναι τέτοια που να μπορεί να μας οδηγήσει “αναστρεφόμενη” από την ελληνική απόδοση στην πραγματική μορφή του ξένου ονόματος όσο πιο κοντά γίνεται. Γράφοντας λ.χ. Ρουσσώ, Μπάυρον, Τσόμσκυ κ.τ.ό. οδηγείσαι ευκολότερα πολύ κοντά στις αρχικές μορφές των ονομάτων Rousseau, Byron, Chomsky απ’ ό,τι αν απλογραφήσεις τα ονόματα ως Ρουσό, Μπάιρον, Τσόμσκι.»8
Γενικά, παρατηρούμε μια περίεργη, συμπλεγματική θα τη λέγαμε, θέση και στάση προς τα ορθογραφικά ζητήματα. Πολύς κόσμος προτιμά το ύψιλον, το ωμέγα, το –νδρ–, ακόμα και σε περιπτώσεις που δεν δικαιολογείται ετυμολογικά, όπως στις λέξεις μπίρα,9 κλοτσιά,10 άντρο, ανάκλιντρο κ.λπ. Κι ας γράφει κι ο Όμηρος ακόμη «ἐλθόντες δ’ εἰς ἄντρον ἐθηεύμεσθα ἕκαστα»11 ή ο Πατριάρχης Φώτιος «Κλίνη ἀμφικέφαλος: ἡ ἔχουσα ἑκατέρωθεν ἀνάκλιντρον.»12
Τοπωνύμια
Εδώ και μήνες έχω ξεκινήσει να γράφω για την Καλαμπάκα και την ευρύτερη περιοχή της προεπαναστατικά και μέχρι τη δημιουργία του πρώτου ελεύθερου ελληνικού κράτους, στα πλαίσια του εορτασμού των 200 χρόνων από την επανάσταση του 1821. Συχνά στην εργασία αυτή αναφέρονται διάφορα τοπωνύμια, που η ορθογραφική τους γραπτή αποτύπωση εγείρει αμφιβολίες: από ποιο νησί ετυμολογείται το Καρπενήσι και γράφεται με –η–; Πόσο κλεινός ήταν (και είναι!) ο Κλεινοβός και γράφεται με –ει–; Και πώς θα γράψουμε το ορεινό χωριό του νομού Τρικάλων που βρίσκεται στις πλαγιές της Πίνδου και σε υψόμετρο 1.000 μέτρων στη θέση 39°32’12.8″N 21°24’24.7″E; Πύρρα, Πύρα, Πείρα, Πήρα ή Πίρα;
Αφού λοιπόν η «ορθογραφία είναι (…) ζήτημα ετυμολογικής προέλευσης των λέξεων»,13 ας εφαρμόσουμε την αρχή αυτή και στην ορθογράφηση των παρακάτω τοπωνυμίων.
Κλινοβός
Για τον Κλινοβό (είτε πρόκειται για το χωριό στη θέση 38°41’17.4″N 21°50’28.7″E, που σήμερα λέγεται Νεοχώρι Ναυπακτίας Αιτωλοακαρνανίας είτε για τον …δικό μας) έχουμε ξαναγράψει: «Το χωριό αυτό μετονομάστηκε στις 20 Νοεμβρίου 1957 με το ΦΕΚ 253/1957 σε Κλεινό,14 σε μια όψιμη προσπάθεια αποτυχημένης απάντησης στις ανερμάτιστες θεωρίες του Φαλμεράυερ και σύνδεσής του με το αρχαιοελληνικό κλέος. Στην πραγματικότητα προέρχεται από την σλαβική15 λέξη клин / klin, που σημαίνει «σφήνα»,16 όπως και η απώτερη πρωτοσλαβική *klinъ.»17 «Η κατάληξη –(ο)βο18 προέρχεται από την σλαβική κατάληξη –ово / –ов (πρωτοσλαβική –ovъ),19 που χρησιμοποιείται σε κτητικά επίθετα και δηλώνει «κάτι που ανήκει σε κάποιον» ή χρησιμοποιείται σε οικογενειακά ονόματα, προκειμένου να δηλώσει καταγωγή ή συγγενική σχέση.20»21
Ενδιαφέροντα είναι και όσα γράφει ο μελετητής της τοπικής μας ιστορίας «για το σημερινό όνομα του Κλινοβού. Το σημερινό όνομα του Κλινοβού είναι “Κλεινός” (…). Αλλά ποια σχέση υπάρχει μεταξύ του ονόματος Κλινοβός με το όνομα “Κλεινός”; Και ασφαλώς θα δόθηκε κάπως πρόχειρα και αυθαίρετα. Βέβαια η ονομασία Κλινοβός είναι ξενική, και έπρεπε να παραμείνει έτσι, όπως έγινε και με άλλα τοπωνύμια της περιοχής, γιατί το ασπροποταμίτικο αυτό χωριό πέρασε στην ιστορία μ’ αυτό το όνομα. Και αν ήταν επιβεβλημένο να αλλάξει το όνομά του, τότε θα έπρεπε να ονομαστεί «Λιακαταίικα», προς τιμήν του Γρηγόρη Λιακατά, που έπεσε στον Ντολμά το 1826. Άλλωστε ποιο χωριό της περιφέρειας έχει να επιδείξει τέτοιον ήρωα του ’21; Δεν πρέπει να αγνοούνται τα κατορθώματά του από τους σύγχρονούς του συμπατριώτες. Είναι, λοιπόν, ανάγκη το σημερινό του όνομα να φύγει, γιατί θεωρείται, συν τοις άλλοις, και ιεροσυλία και περιφρόνηση στον Γρηγόρη Λιακατά, το λιοντάρι αυτό της Πίνδου.»22
Τριγκία
Νοτιοδυτικά του Κλινοβού βρίσκεται η Τριγκία, οροσειρά με ψηλότερη βουνοκορφή στη θέση 39°38’01.1″N 21°23’38.8″E και υψόμετρο 2204 μ. Άλλες βουνοκορφές της είναι η Μπάμπα, ο Κουριτιανός, το Γκιόναλι, τα / η Κακούρενα, η Πάντα Μάρε, η Πιτσιλού κ.λπ. Σε χάρτες, βιβλία και διαδίκτυο θα την βρούμε γραμμένη με –γγ–, Τριγγία, όπως στη Βικιπαίδεια ή το openstreetmap.24 Γιατί όμως; Μήπως από το «κατὰ τὰς στήλας τὰς Ἡρακλείους (…) πολίχνιον μικρὸν ὑπὲρ τῆς θαλάττης, ὅπερ Τρίγγα καλοῦσιν οἱ βάρβαροι»;25 Μα αυτό βρίσκεται κοντά στο Στενό του Γιβραλτάρ!
Εξαιτίας των βλαχόφωνων γύρω χωριών, είναι φυσικό η σκέψη μας να πάει προς την αρωμουνική (βλαχική) γλώσσα και τον άμεσο πρόγονό της, τη λατινική. Κι εκεί βρίσκουμε τη λέξη triga,26 που σημαίνει «σύνολο τριών πραγμάτων ενωμένων μεταξύ τους»,27 από τις λέξεις tres, tria και iuga, πληθυντικό του iugum (ζυγός). Πρέπει στην περίπτωση της Τριγκίας να εννοούνται τρία διάσελα, αυχένες, ζυγοί της σύνολης οροσειράς.
Και πρέπει να γραφεί με –γκ– ή –γγ–; Οπωσδήποτε με –γκ–! «Οι ελληνικής προελεύσεως λέξεις που προφέρονται με /ng/ γράφονται είτε με –γγ– είτε με –γκ– ανάλογα με την ετυμολογική τους προέλευση. (…) Οι ξένης προελεύσεως λέξεις με /ng/ γράφονται με –γκ–: καραγκιόζης, μαγκούφης, τσιγκέλι, μαραγκός, πάγκος.»28
Χούρσενο
Βορειοανατολικά του Κλινοβού και συγκεκριμένα στη θέση 39°41’08.8″N 21°29’50.7″E και σε υψόμετρο 720 μ. βρίσκεται σήμερα η μονή Χρυσίνου. Παλαιότερα η μονή βρισκόταν σε διαφορετική θέση: «Δυο χιλιόμετρα περίπου από τα Αμπέλια (παλιά Καρούτια) του Κλεινού, και πάνω στον αμαξιτό δρόμο για Κλεινό–Χρυσομηλιά κ.λ.π., βρίσκονται τα Χάνια του Σαμαρά, με 7 μόνο οικογένειες σήμερα, περίφημο άλλοτε στέκι στη βλαχόστρατα του Ασπροπόταμου. Εδώ τοποθετείται το παλιό Χρύσινο (Χούρσινου το έλεγαν οι ντόπιοι), βυζαντινός οικισμός, στην περιοχή του Κλεινού. Εδώ υπήρχε το βυζαντινό μοναστήρι Παναγία του Χρυσίνου ή Χρυσένου ή Χρυσίνι.»29
Η πρώτη αναφορά του τοπωνυμίου Χούρσενο και της ομώνυμης μονής βρίσκεται στα Πάτρια του Νείλου Σταυρᾶ στα 1407 και αναφέρεται σε γεγονός των μέσων του 14ου αιώνα. «Ἐγένετο ἐν τῷ ἐξάκισχιλιοστῷ ὀκτακοσιοστῷ πεντηκοστῷ ἔτει (͵ϛωνʹ=1341/2) ἀνήρ τις ἐν τῷ ἄστει τῶν Σταγῶν Πασχάλης, (…) πεδήσας ἄνωθεν, ἐν τῷ Στύλῳ,30 σχοῖνον δολιχήν, κατῆλθεν πρὸς τό βόρειον μέρος τῆς πέτρας, ἀντικρὺ τοῦ ἄστεως· καὶ κατιών, ἦλθε πρός τι σπήλαιον, ἀπέχοντα τῆς γῆς, οὐκ ἔλαττον οὐργίων τριάκοντα· ἦν δὲ τὸ σπήλαιον οὐκ ἔχων εὐρύτητα, ἀλλὰ δολιχείαν·31 (…) διεδέξατο τὴν μικρὰν ἐκείνην κατοίκησιν ἱερομόναχός τις, Μανασσῆς λεγόμενος, ὅστις ἦν ἐν τῇ τοῦ Χρυσένου μονῇ, μετὰ τῶν μετ’ αὐτοῦ· ἐάσας οὖν ἐκεῖσε τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ, λαβὼν δαπάνας καὶ ἔξοδον, ἀνῆλθεν ἐν τῷ σπηλαίῳ (…). ὁ προρρηθεὶς Μακάριος, οὕτως γὰρ μετωνομάσθη, καὶ ἀρχιμανδρίτης γέγονε· ἔλαβε δὲ καὶ αὐτὸς τόπον ἐκ τοῦ Στύλου καὶ ἐφύτευσεν μερικὸν ἀμπέλιον, ὅπερ μετὰ χρόνον τινά, ἐάσας τὸ σπήλαιον, ἀπεστράφη ὅπισθεν εἰς τὸ Χρύσινον.»32
Λίγο λοιπόν πριν από τα μέσα του 14ου αιώνα33 ο Μανασσής ή Μακάριος ασκήτευε στη μονή Χρυσίνου. Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι η μονή αυτή είναι παλαιότερη των περισσοτέρων μετεωρίτικων μονών!
Όσο για το όνομα της μονής και της περιοχής, θα μπορούσε να ετυμολογείται από το σλαβικό hrušeň / кру́ша34 (krúša) που σημαίνει αχλάδι. Πρόκειται δηλαδή για φυτωνυμικό. Θα πρέπει να υπήρξε παρετυμολόγηση με την ελληνική λέξη χρυσός, όπως και με το χωριό με τη βλάχικη ονομασία Cruşuyítsă,35 από την ίδια ρίζα,36 που στα ελληνικά έγινε η Χρυσοβίτσα Ιωαννίνων (39°46’46.0″N 21°04’30.8″E).37
Πίρα
Στη θέση 39°32’12.8″N 21°24’24.7″E βρίσκεται σε υψόμετρο 1000 περίπου μέτρων το χωριό Πίρα. Πώς πρέπει να το γράψουμε; Δεν υπάρχει καμία τεκμηρίωση ότι το όνομα προέρχεται από την αρχαία Πύρρα, την θυγατέρα του τιτάνα Επιμηθέα και της Πανδώρας, που μαζί με τον Δευκαλίωνα ήταν οι μόνοι άνθρωποι που επέζησαν από τον Κατακλυσμό· ή «από τον βασιλιά Πύρρο που κατά την παράδοση την ίδρυσε»,38 ώστε να γραφεί με –υ– και –ρρ–.
Η Πύρρα και ο Δευκαλίων. Έργο του Giovanni Maria Bottalla (1613–1644)
Για το ασπροποταμίτικο αυτό βλαχοχώρι στην αρωμουνική (βλάχικη) θα μπορούσαμε να στραφούμε, για να το ετυμολογήσουμε. Και πράγματι βρίσκουμε τη λέξη pearã,39 που σημαίνει αχλάδι και με τη σειρά της ετυμολογείται από τη δημώδη λατινική *pira, με απώτερη αρχή τη λατινική pirum (πληθυντικός pira).
Πιο πιθανή όμως φαίνεται η σύνδεση με την αλβανική λέξη pirrë (pirra στον πληθυντικό),40 που σημαίνει «couch grass, ryegrass». Το couch grass είναι το φυτό με την επιστημονική ονομασία Elymus repens, η γνωστή αγριάδα / αγρόπυρο το έρπον, που είναι ένα «πολυετές ζιζάνιο των αγρών που πολλαπλασιάζεται σε μεγάλο βαθμό στην Ελλάδα και δυσχεραίνει την καλλιέργεια των χωραφιών. Είναι πολυετές, αυτοφυές ζιζάνιο και με πολύ μακριές διακλαδιζόμενες ρίζες. Το βάθος τους μπορεί να φτάσει και τα 30 με 35 εκ. Υπάρχουν διάφορα είδη και φυτρώνει παντού στη γη, από τις παραθαλάσσιες περιοχές μέχρι τα ψηλά βουνά. Αναπαράγεται πολύ εύκολα. Ένας φρεσκοκομμένος βλαστός αγριάδας, αν βρει λίγη υγρασία, ριζώνει πολύ γρήγορα. Ανήκει στην οικογένεια των Αγρωστωδών (gramineae).»41
Το ryegrass είναι η γνωστή μας ήρα (Lolium rigidum= ζιζάνιο το σκληρό), μονοετές ζιζάνιο που το βρίσκουμε και ανάμεσα στο σιτάρι και τη σίκαλη.
Το αλβανικό ετυμολογικό λεξικό του Orel42 δίνει και την παραλλαγή του τύπου pirrë με ένα –r–: pirë, που το εξηγεί ως «prick, thorn» (αγκάθι), και το ανάγει στο πρωτοσλαβικό43 *pyrь,44 με απώτερη αναγωγή το πρωτοϊνδοευρωπαϊκό *péh₂wr̥,45 που έχει τις σημασίες φωτιά αλλά και όλυρα, αγριοσίταρο.
Κατά συνέπεια, ως προερχόμενο μάλλον από το αλβανικό pirrë / pirë (πληθυντικός: pirra / pira) πρέπει να την ορθογραφήσουμε με –ι– (Πίρα), χωρίς όμως να είναι ανεξήγητη και η γραφή με –υ– (Πύρα), μιας και η απώτερη πρωτοσλαβική και ινδοευρωπαϊκή εκδοχή της λέξης σχετίζεται με το αρχαιοελληνικό πῦρ!
Να τονιστεί τέλος πως ο οικισμός αναφέρεται για πρώτη φορά «στην τουρκική απογραφή του 1454/55, ως Pire,46 μεταξύ των τιμαρίων τρικαλινών σπαχήδων.»47 Οι χωρικοί καλλιεργούσαν λίγα σιτηρά, καννάβι και λινάρι, είχαν ελάχιστες καρυδιές, μποστάνια και 1530 πρόβατα. Η πρόσοδός τους προς τον τιμαριούχο ήταν 1.149 άσπρα.48
Μήκανη
Με κίτρινο χρώμα η διαδρομή από τα Σέρβια προς την Καλαμπάκα μέσω Παλαιομονάστηρου. Χαρτογραφική επεξεργασία: Σπυρίδων Βλιώρας
Και για τη Μήκανη, την περιοχή (39°47’50.3″N 21°31’48.8″E) που βρίσκεται στη συμβολή του ποταμού Μήκανη ή Μουργκάνη (αρχαίου Ίωνα) με τους παραποτάμους του α)Μπούχλο ή Κρυονέρι, β)Κακοπλευρίτικο ή Τρανό Ρέμα, γ)Ρεντίμπερο ή Ρεντιμπέρο και δ)Ξεροπόταμο έχουμε ξαναγράψει, και με χαρά διαπιστώνουμε ότι η πρότασή μας έγινε αποδεκτή. «Ως προς την ορθογραφία του τοπωνυμίου “Μύκανη”, προτείνεται η ετυμολογικά ορθή γραφή “Μήκανη”, διότι κατά τον Σπ. Βλιώρα»49 «η ονομασία προέρχεται από την τουρκική λέξη مكان / mekân (θέση, τοποθεσία, τόπος), κι αυτή από την αραβική λέξη مَكَان (makān), που σημαίνει «τόπος, τοποθεσία».50 Κρίνοντας από την τουρκική γραφή (mekân) θα προτείναμε η λέξη στα ελληνικά να γράφεται με –η– (Μήκανη)51 ή σε διαφορετική περίπτωση να απλογραφείται με –ι– (*Μίκανη). Πάντως η γραφή με –υ– (Μύκανη) δεν δικαιολογείται ετυμολογικά»,52 καθώς δεν έχει καμία σχέση με το αρχαιοελληνικό μυκάομαι, για παράδειγμα.
Να προσθέσουμε εδώ ότι στα τουρκικά η λέξη έχει και τις πρόσθετες σημασίες «σπίτι, πρόχειρη κατοικία, κοιτώνας, ξενώνας».53
Ανεβαίνοντας στο Σπήλαιο του Κυρίλλου
Η ονομασία Μήκανη αναφέρεται από τα μέσα τουλάχιστον του 14ου αιώνα, όπως για παράδειγμα στο «Πρόσταγμα ὁρισμοῦ τοῦ βασιλέως Συμεὼν Οὔρεση περὶ τοῦ Σπηλαίου τοῦ ἐπονομαζομένου τοῦ Κυρίλλου, ἐν τῇ τοποθεσίᾳ τῆς Μήκανης, ἵνα κατέχηται τοῦτο ὑπὸ τοῦ ἱερομονάχου καὶ Πρώτου τῆς Σκήτεως τῶν Σταγῶν Νείλου» του 1352,54 και στο «Πρόσταγμα τοῦ βασιλέως Συμεὼν Οὔρεση ἐν σχέσει πρὸς τοὺς ἀσκουμένους ἐν τοῖς σπηλαίοις τῆς σκήτεως Σταγῶν καὶ τὰ δίκαια αὐτῶν» του 1362:55 «Διορίζεται ἵνα καὶ τὸ σπήλαιον τὸ καὶ ἐπονομαζόμενον τοῦ Κυρίλλου εἰς τὴν Μήκανην, ὃ εὑρίσκεται κατέχων διὰ γονικότητος ὁ πανοσιώτατος ἐν ἱερομονάχοις (…) καὶ πρῶτος τῆς σκήτεως κυρ–Νεῖλος, ἵνα καὶ οὕτω κατέχεται παρ’ αὐτοῦ καθὼς δικαιοῦται.»56 Βέβαια, το σπήλαιο του Πρώτου της Σκήτεως των Σταγών Νείλου βρίσκεται στη θέση 39°48’06.7″N 21°40’43.0″E σε υψόμετρο 600 μ., οπότε θα χρειαστεί σε μελλοντική μας μελέτη να ξεκαθαρίσουμε ποια ακριβώς περιοχή λεγόταν Μήκανη. Εδώ ας πούμε εν συντομία ότι για κάποιον που ερχόταν από τα Σέρβια57 ή την Δεσκάτη, ακολουθώντας τον ποταμό Ίωνα (ή Μουργκάνη ή Μήκανη), η διαδρομή του έστριβε προς νότον στο σημείο περίπου της Γέφυρας του Ψείρα (39°49’27.2″N 21°41’41.9″E) και από το Παλαιόκαστρο, όπου και το Σπήλαιο του Κυρίλλου, μέσω Βλαχάβας, κατέληγε στην Καλαμπάκα. Οπότε η υπόλοιπη διαδρομή παράλληλα με τον ποταμό Ίωνα, που περνούσε και από τη σημερινή Μήκανη, ήταν η άλλη θέση / πλευρά / μεριά, η mekân κατά την Τουρκοκρατία!
Τσούγκουρο
Νοτιοανατολικά της Μύκανης βρίσκεται το Τσούγκουρο, που στις 11 Μαρτίου του 1974 με το ΦΕΚ 61/1974 μετονομάστηκε σε Άγιο Δημήτριο.58 Η λέξη ετυμολογείται59 από την αρωμουνική λέξη giuguri, ονομαστική πληθυντικού αριθμού της λέξης giug, που σημαίνει ζυγός. Από την ίδια ρίζα είναι και οι αρωμουνικές λέξεις ngiug, που σημαίνει ζεύω, καθώς και το αντώνυμό του dizgiug, ξεζεύω. Η απώτερη ετυμολογική αρχή των λέξεων αυτών είναι η λατινική λέξη jugum / iugum60 (ζυγός).61
Ο Κωνσταντίνος Νικολαΐδης στο Ετυμολογικό λεξικό Κουτσοβλάχικης Γλώσσας αναφέρει ότι η λέξη τζi̯ούγκου (πληθυντικός τζi̯ούγκουρι) στα αρωμουνικά έχει και τις σημασίες «ακρώρεια, ανωφέρεια, ζυγός (του όρους)».62
Αρχικά βέβαια Τσούγκουρο θα ονομαζόταν ο ζυγός (το διάσελο, ο αυχένας) στα βορειοανατολικά του οικισμού, στο μονοπάτι που οδηγεί από το Τσούγκουρο προς τον οικισμό Γάβρο, και αργότερα το όνομα θα το απέκτησε και ο σημερινός οικισμός Άγιος Δημήτριος.
Τίρνα, Τίρναβος
Νοτιοδυτικά του Τσούγκουρου βρίσκεται το χωριό Ελάτη (39°30’06.1″N 21°32’19.4″E, σε υψόμετρο 900 μ.), που κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και παλαιότερα λεγόταν Τίρνα, λέξη που προέρχεται από τη σλαβική63 трн (trn: αγκάθι), που ανάγεται στην πρωτοσλαβική *tьrnъ με την ίδια σημασία. Την ίδια πορεία ακολούθησε και ο Τίρναβος «από τη σλαβική λέξη трнова (trnova: ακανθώδης). (…) Ως εκ τούτου η σωστή ετυμολογικά γραφή είναι Τίρναβος»64 και Τίρνα, καθώς το –υ– δεν δικαιολογείται.
Τρίκαλα
Η Καλαμπάκα και τα Τρίκαλα στο Dokaupil–Vogel–Kruliš 1904
Και τα γειτονικά με την Τίρνα και τον Τίρναβο Τρίκαλα σλαβική ετυμολόγηση έχουν και δεν προέρχονται από την αρχαιοελληνική λέξη Τρίκκη, γι’ αυτό δεν πρέπει να γράφονται με δύο κ (*Τρίκκαλα), όπως συνηθιζόταν παλαιότερα. Η μεσαιωνική ελληνική Τρίκαλα65 προέρχεται από τη σλαβική тркала (trkala: κυλώ) / тркало (trkalo: τροχός)66 με τη σλαβική κατάληξη -ало / -ло.67 «Επομένως, μια πιθανή εξήγηση του μεσαιωνικού τύπου Τρίκαλα είναι οι Σλάβοι που έφτασαν στην Θεσσαλία τον 7ο αιώνα να συνέχυσαν το τοπωνύμιο Τρίκκη με τον πρωτοσλαβικό όρο *tŭrkŭ (OCS trŭkŭ) «τρέξιμο, κύλισμα, περιστροφή» (IE *terkw–) και να το τροποποίησαν σε *trŭkalo «κύκλος, κατρακύλισμα» είτε εξαιτίας της καμπής του Ληθαίου («κύκλος») σ’ εκείνο το μέρος, είτε εξαιτίας της «κατηφόρας» (βουλγ. tərkal/tərkalka «κατρακύλισμα») της πλαγιάς πάνω στην οποία ήταν ιδρυμένη η αρχαία και μεσαιωνική ακρόπολη. Εναλλακτικά, η σύγχυση με τον σλαβικό όρο tŭrkŭ «τρέξιμο» μπορεί να προέκυψε από τα άφθονα τρεχούμενα νερά της περιοχής (οι παραπόταμοι του Ληθαίου).»68
Η ετυμολογία του Συμεωνίδη (1983) περισσότερο ταιριάζει στα (αρχαία) Τρίκαλα της Σικελίας παρά στα μεσαιωνικά θεσσαλικά Τρίκαλα: «(…) η αφετηρία είναι το τοπωνύμιο Τρίκκη (ο σταθερός τύπος από την Ιλιάδα μέχρι τον 6ο μ.Χ.) και ψάχνουμε κάποια γλώσσα του πρώιμου μεσαίωνα που πρόσθεσε το μόρφημα –αλ– κατά την περίοδο από την τελευταία απάντηση του τύπου Τρίκκα (6ος μ.Χ. αι.) ως την πρώτη εμφάνιση του τύπου Τρίκαλα (11ος μ.Χ. αι.). Για ποιο λόγο κάποιος αποφάσισε στη μέση του σλαβικού εποικισμού της Ελλάδος να αλλάξει το τοπωνύμιο Τρίκκη σε «Τρικάρανα όρη», χρησιμοποιώντας έναν όρο (τρικάρανος) που οι αγράμματοι χωρικοί της περιόδου 600–1000 —ελληνόφωνοι και μη— σίγουρα δεν γνώριζαν; Και γιατί χάθηκε η τελική συλλαβή Τρικάρανος > Τρικάρα; Κια γιατί μετατοπίστηκε ο τόνος (Τρικάρανος > Τρικάρα > Τρίκαλα); Η απλολογία εξηγεί την απώλεια συλλαβής που έχει το ίδιο σύμφωνο με γειτονική της [Engla–land > England (δύο /l/), ἀμφιφορεύς > ἀμφορεύς (δύο /φ/)]. Εδώ η συλλαβή πριν το «–να» είναι «–ρα–» (τρικάρανα), άρα η απλολογία δεν στέκει ως εξήγηση. Ο Θεόδωρος Μωυσιάδης παραθέτει ορισμένα κριτήρια ιεράρχησης των ετυμολογικών προτάσεων.69 Διαβάστε το άρθρο του και σκεφτείτε πόσα κριτήρια του Μωυσιάδη παραβιάζει η ετυμολογική πρόταση του Συμεωνίδη.»70
Καρπενίσι
148 χιλιόμετρα νότια των Τρικάλων βρίσκεται το Καρπενίσι, για το οποίο έχουμε ξαναγράψει ότι «από τη λατινική ονομασία του δέντρου γάβρος (carpinus), μέσω της αρωμουνικής λέξης kárpinu,71 προέρχεται και η ελληνική λέξη Καρπενήσι,72 που, αν δεν παρετυμολογούταν απ’ τη λέξη νησί, θα —έπρεπε να— γραφόταν με –ι–: Καρπενίσι!»,73 όπως γράφει τη λέξη για παράδειγμα ο αγωνιστής και ιστορικός Νικόλαος Κασομούλης: «Ἐκεῖ ἐμάθαμε ὅτι ὁ Μάρκος ἐκστράτευσεν διὰ τὸ Καρπενίσι, καθὼς καὶ ὁ Κίτσιος Τζιαβέλας καὶ λοιποὶ ὁπλαρχηγοὶ τῶν ἐπαρχιῶν, (…) νὰ βοηθήσωμεν τὸ στρατόπεδον Καρπενισίου.»74 Άρα, επειδή η λέξη προέρχεται από την αρωμουνική kárpinu (οστρύα, γάβρος) και την περιεκτική κατάληξη –iş, θα πρέπει να γράφεται με –ι–: Καρπενίσι!
Ζιτούνι
Ανατολικά του Καρπενισίου είναι η Λαμία, που κατά τον Μεσαίωνα και την Τουρκοκρατία ονομαζόταν Ζιτούνι, από τη σλαβική λέξη житен / žíten (σιταρότοπος75), από το жито / žito76 (σιτάρι, σιτηρά) και την κατάληξη -yni. Άρα η γραφή *Ζητούνι δεν δικαιολογείται ετυμολογικά. «Τα 1822, τον Φλεβάρη μήνα, οι Ρουμελιώτες βιάζαν τους Πελοποννήσιους να βγούνε εις την Ρούμελη να συναγωνιστούν μαζί, ότ’ ήταν πολλοί οι Τούρκοι και ήρθε και ο Δράμαλης εις το Ζιτούνι με μεγάλη δύναμη.»77
Λιβαδιά
Πιο νότια και ανατολικά από το Ζιτούνι βρίσκεται η Λιβαδιά, που στη μεσαιωνική ελληνική ονομαζόταν Λιβαδία / Λεβαδία, ενώ στα ελληνιστικά χρόνια Λεβαδία. Πρόκειται για την αρχαιοελληνική πόλη Λεβάδεια, που πήρε τ’ όνομά της «από τον Αθηναίο Λέβαδο,78 που εγκατέστησε τους κατοίκους της αρχαιότερης Μιδείας, η οποία ήταν χτισμένη σε λόφο, στη Βοιωτική πεδιάδα.»79 Είναι χαρακτηριστικό πως η Λιβαδιά προφέρεται /li.va.ˈðʝa/ (με συνίζηση), ενώ, αν τη γράψουμε με –ει– (Λιβαδειά), προφέρεται /li.va.ði.ˈa/ (ασυνίζητα).
Κλίσοβα
Θα κλείσουμε την ετυμολογική μας περιήγηση στο χώρο και τον χρόνο με την —άγνωστη στους πολλούς— Κλίσοβα στο Μεσολόγγι, στην οποία κατά την κρίσιμη πολιορκία του, και συγκεκριμένα το έτος 1825, βρέθηκαν δύο σημαντικοί αγωνιστές από την περιοχή μας εκεί: ο πρώτος είναι ο σπουδαίος Ασπροποταμίτης οπλαρχηγός Νικολός Στορνάρης, που βρέθηκε να υπερασπίζεται την ντάπια (προμαχώνα) της Κλίσοβας, όπου «τὰ βόλια ἔπιπταν ὡσὰν χάλαζα».80 Ο δεύτερος είναι ο επίσης Ασπροποταμίτης Χριστόδουλος Χατζηπέτρος. «Οἱ Ἕλληνες (…) ἐξαπέστειλαν εἰς τὸ νησίδιον τῆς Κλίσοβας81 καὶ ὠχύρωσαν αὐτὸ καὶ (…) ἔθεσαν καὶ φρουρὰν ἐξ ἑκατὸν περίπου στρατιωτῶν ὑπὸ τὸν Χριστόδουλον Xατζῆ Πέτρον.»82
Η Κλίσοβα, επειδή παρετυμολογείται από το κλείνω, ορθογραφείται συνήθως με –ει–: Κλείσοβα. Προέρχεται όμως από την σλαβική клучов83 κι αυτή από τη σλαβική кљу̑ч84 / ključ, καθώς και την σλαβική κατάληξη -о̀ба / -òba. Άρα, σύμφωνα με τις αρχές που εκθέσαμε, θα πρέπει να γράφεται με –ι–: Κλίσοβα.
Και μ’ αυτήν, θα κλείσουμε την ετυμολογική τοπωνυμική περιήγησή μας…
Βιβλιογραφία
- Βέης 1909 (Συμβολή): Νίκος Βέης, Συμβολή εις την ιστορίαν των μονών των Μετεώρων, Βυζαντίς 1 (1909) 191–332.
- Βέης 1911 (Σερβικά): Νίκος Βέης, Σερβικά και Βυζαντιακά γράμματα Μετεώρου, Βυζαντίς, 2, 1910/11, σελ. 1–100.
- Βέης 1988 (Μεταμορφώσεως): Νίκος Βέης, Τα χειρόγραφα των Μετεώρων. Κατάλογος περιγραφικός των χειρογράφων κωδίκων των αποκειμένων εις τας μονάς των Μετεώρων, τ. Αʹ: τα χειρόγραφα της Μονής Μεταμορφώσεως, προλεγόμενα–προσθήκες: Λέανδρος Βρανούσης, Δημήτριος Σοφιανός, Κέντρον Ερεύνης του Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού, εκδ. Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα ²1998, σελ. 783 (+εικόνες).
- Βλιώρας 2017 (Μονές): Σπυρίδων Βλιώρας, Μετεωρίτικες μονές: συμβολή στον απαιτούμενο και ευκταίο διάλογο, εφ. Τα Μετέωρα, 26/5/2017, 2/6/2017 & 9/6/2017. (www.academia.edu/33262144, σελ. 31)
- Βλιώρας 2016 (Τοπωνύμια): Σπυρίδων Βλιώρας, Τοπωνύμια της (ευρύτερης περιοχής) Καλαμπάκας με σλαβική ή τουρκική ετυμολογική προέλευση, εφ. Τα Μετέωρα, 4, 11 & 18/3/2016. (www.academia.edu/24217447, σελ. 18)
- Βλιώρας 2018 (Γάβρος): Σπυρίδων Βλιώρας, «γαύρος, γάβρος, Γάβρος, γαῦρος, γάββρος: Τι σχέση έχουν;», εφ. Τα Μετέωρα, 13/7/2018. (www.academia.edu/37053972, σελ. 11)
- Βλιώρας 2020 (Βούνενα): Βλιώρας Σπυρίδων, Βούνενα – Άγιος Νικόλαος ἐν Βουνένῃ, εφ. Τα Μετέωρα, 08.05.2020. (https://www.academia.edu/42876815, σελ. 8)
- Βλιώρας 2020 (Ρουξιόρι): Σπυρίδων Βλιώρας, Τρεις διαλυμένοι οικισμοί κοντά στο χωριό Καστράκι Καλαμπάκας: Ρουξιόρι, Τριστιανός, Ρίγκλαβο, ανάτυπο από το Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 78, 2020, https://www.academia.edu/40959690, σελ. 152.
- Γιαννούλης 1993 (Λιακατάς): Νικόλαος Γιαννούλης, «Γρηγόρης Λιακατάς (το λιοντάρι της Πίνδου)», Τρικαλινά, 13 (1993) 129–170.
- Δασούλας 2013: Φάνης Δασούλας, Η αποκωδικοποίηση ενός πολιτισμού μέσα από το πεδίο της γλωσσικής του έκφρασης. Το βλαχικό ιδίωμα του Μετσόβου, Μέτσοβο 2013, σελ. 249.
- Καββαδάς 2014: Νίκος Καββαδάς, Αγριάδα, Αγρόπυρο το έρπον, https://www.mylefkada.gr, 20.08.2014.
- Κασομούλης Α: Νικόλαος Κασομούλης, Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821–1833, εισαγωγή και σημειώσεις: Γιάννης Βλαχογιάννης, Χορηγία Παγκείου Επιτροπής, τ. 1, Αθήνα 1939, σελ. 553.
- Κουτσονίκας Β 1864: Λάμπρος Κουτσονίκας, Γενικὴ ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, Τύποις τοῦ «Εὐαγγελισμοῦ» Δ. Καρακατσάνη, ἐν Ἀθήναις 1864, τ. 2, σελ. 391.
- Λεβενιώτης 2018: Γεώργιος Λεβενιώτης, «Τα γλωσσικά κατάλοιπα (οικωνύμια, τοπωνύμια, δάνεια προσηγορικά) ως ιστορική πηγή για τη μεσαιωνική σλαβική παρουσία στον ελλαδικό χώρο», црквене студије (Εκκλησιαστικές σπουδές), 15 (2018) 627–679.
- Μαλαβάκης 2001 (τοπωνύμια): Νίκος Μαλαβάκης, «Ετυμολογημένα τοπωνύμια Νομού Τρικάλων», Τρικαλινά, 21 (2001) 101–150.
- Μπαμπινιώτης 1997.06: Γεώργιος Μπαμπινιώτης, «Οι ξένες λέξεις της Ελληνικής», εφ. Το Βήμα, 22.06.1997.
- Μπαμπινιώτης 1997.07: Γεώργιος Μπαμπινιώτης, «Προκλητικές ορθογραφίες λέξεων», εφ. Το Βήμα, 20.07.1997.
- Μπαμπινιώτης 1997.11: Γεώργιος Μπαμπινιώτης, «Αντιστρεψιμότητα και όχι απλογράφηση», εφ. Το Βήμα, 09.11.1997.
- Μπαμπινιώτης 1998.02: Γεώργιος Μπαμπινιώτης, «Η συνέπεια στην ορθογραφία», εφ. Το Βήμα, 01.02.1998.
- Μπαμπινιώτης 2005 (Λεξικό): Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας. Με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων, εκδ. Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα ²2005, ISBN 978-960-9582-14-8, σελ. 2032.
- Μπαμπινιώτης 2010 (Ετυμολογικό): Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, εκδ. Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα ²2010, ISBN 978-960-89751-8-7, σελ. 1652.
- Μωυσιάδης 2011: Θεόδωρος Μωυσιάδης, «Ιεράρχηση κριτηρίων στην ετυμολογική έρευνα», Γλωσσολογία/Glossologia 19 (2011) 45–55.
- Νημάς 2020 (Ετυμολογία): Θεόδωρος Νημάς, «Ετυμολογία των παλαιών ονομάτων των οικισμών του Νομού Τρικάλων», Τρικαλινά, 40 (2020) 17–32.
- Νικολαΐδης 1909: Κωνσταντίνος Νικολαΐδης, Ετυμολογικόν Λεξικόν της Κουτσοβλάχικης Γλώσσης, εκδ. Σακελλαρίου, Αθήνα 1909, σελ. 598.
- Οικονόμου 1986: Κωνσταντίνος Οικονόμου, Τοπωνυμικό Ζαγορίου, Διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Σχολή Φιλοσοφική, Τμήμα Φιλολογίας, Ιωάννινα 1986, σελ. 975.
- Παπαχρήστος 2020: Ευθύμιος Παπαχρήστος, «Από την αρχαία ελληνική Οξύνεια στη σλαβική Μερίτσα και πάλι στην Οξύνεια», Τρικαλινά, 40 (2020) 83–108.
- Σπανός Β. 2000 (Οικισμοί): Βασίλης Σπανός, Οι οικισμοί της βορειοδυτικής Θεσσαλίας κατά την τουρκοκρατία από τον ιδʹ έως τον ιθʹ αιώνα. Εισαγωγή στην ιστορία της Θεσσαλίας από την ύστερη βυζαντινή εποχή έως τα τέλη του 19ου αιώνα, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ). Σχολή Φιλοσοφική. Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Θεσσαλονίκη 2000, τ. 1, σελ. 395, τ. 2, σελ. 391.
- Συμεωνίδης 1983: Χαράλαμπος Συμεωνίδης, «Η προέλευση και η εξάπλωση του γεωγραφικού όρου “Τρίκαλα”», Τρικαλινά, 3 (1983) 5–18.
- Τριανταφυλλίδης 2009 (Λεξικό): Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη ²2009 (¹1998), ISBN: 978-960-231-085-4, σελ. 1532.
- Delilbaşı–Arıkan 2001α: Melek Delilbaşı, Muzaffer Arıkan, Hicri 859 Tarihli Suret–i Defter–i Sancak–ı Tırhala, εκδ. Türk Tarih Kurumu Yayınları, Άγκυρα 2001, τ. 1, ISBN 9799751614727, σελ. 407.
- Dokaupil–Vogel–Kruliš 1904: R. Dokaupil, A. Vogel, Adolf Kruliš, Kaiserlich–Königliches Militär–Geographisches Institut (Βιέννη, Αυστρία), Generalkarte von Mitteleuropa im Maße 1:200 000. 39°40°, Janina, εκδ. Militärgeographisches Institut, Βιέννη 1904 (Προσθήκες, αναθεωρήσεις 1914).
- Nicol 1975 (Meteora): Donald MacGillivray Nicol, Meteora: the rock monasteries of Thessaly, Λονδίνο ²1975 (¹1963), σελ. 210.
- Orel 1998: Vladimir Orel, Albanian Etymological Dictionary, εκδ. Brill, Λέιντεν–Βοστώνη 1998, ISBN 978-90-04-11024-3, σελ. xlii + 670.
- Smerdaleos 2020: Η Τρίκκη και τα Τρίκαλα, https://smerdaleos.wordpress.com, 02.06.2020.
Υποσημειώσεις
- Μπαμπινιώτης 1997.07.
- Μπαμπινιώτης 2005 (Λεξικό), λήμμα αβγό, Μπαμπινιώτης 2010 (Ετυμολογικό), λήμμα αβγό.
- Μπαμπινιώτης 2005 (Λεξικό), λήμμα αφτί, Μπαμπινιώτης 2010 (Ετυμολογικό), λήμμα αφτί.
- Μπαμπινιώτης 2005 (Λεξικό), λήμμα τρένο, Μπαμπινιώτης 2010 (Ετυμολογικό), λήμμα τρένο. Αντιγράφουμε από το βικιλεξικό: < ιταλική treno < γαλλική train < traîner (σέρνω) < παλαιά γαλλική traïner < μεσαιωνική λατινική *tragīnāre < *tragere < λατινική trahere, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος traho < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tragʰ- (σχεδιάζω, σύρω, τραβώ).
- Μπαμπινιώτης 1997.07.
- Όλα τα /ɔ/ με όμικρον, τα /ɛ/ με έψιλον, τα /i/ με γιώτα κ.λπ.
- Μπαμπινιώτης 1997.06.
- Μπαμπινιώτης 1997.11.
- < ιταλική birra < γερμανική Bier < πρωτογερμανική *beuzą (μπίρα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰews- / *bheus- (ίζημα, κατακάθι)
- μεσαιωνική ελληνική κλότσος (Τριανταφυλλίδης 2009 (Λεξικό)) < μεσαιωνική λατινική calcio (Μπαμπινιώτης 2010 (Ετυμολογικό)) < λατινική calx.
- Οδύσσεια, 9, 218.
- Porson Richard, Φωτίου τοῦ πατριάρχου λέξεων συναγωγή, εκδ. Cambridge University Press, τ. 1, γράμμα Κ, σελ. 171, γραμμή 6.
- Μπαμπινιώτης 1997.07.
- < αρχαιοελληνική κλεινός < κλέος.
- Νημάς 2020 (Ετυμολογία), 22, Μαλαβάκης 2001 (τοπωνύμια), 119.
- Το όνομα πρέπει να δόθηκε από το σχήμα της κορυφής των γύρω βουνών: της Τριγκίας, του Αμουτζέλου, της Μπάμπας κ.λπ.
- Βλιώρας 2016 (Τοπωνύμια), 3.
- Κλίνοβο προφερόταν στα βλάχικα!
- Που προέρχεται από το –vъ κι αυτό από το πρωτοϊνδοευρωπαϊκό *–wós.
- Πβ. Πολωνικά –ów / –owy, Βουλγαρικά –ов κ.ά.
- Βλιώρας 2020 (Ρουξιόρι), 125.
- Γιαννούλης 1993 (Λιακατάς), 159.
- Όχι όμως και στο βικιλεξικό, που την γράφει σωστά: Τριγκία!
- Στράβων, Γεωγραφικά, 17.3.2.1–13.
- Που με την κατάληξη –ία μάς έδωσε την Τριγκία.
- Καθώς και «είδος λατινικού άρματος με τρία άλογα.»
- Μπαμπινιώτης 2005 (Λεξικό), λήμμα –γκ–, σελ. 417–418.
- Καλούσιος 1989 (Χρυσίνου), 121.
- Στύλος Σταγών, ο μεγάλος βράχος στη θέση 39°43’07.8″N 21°37’31.6″E και με υψόμετρο 570 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας.
- Πρόκειται για το γνωστό σπήλαιο όπου μετέπειτα κτίστηκε το μοναστήρι του Αϊ–Γιώργη του Μαντιλά! Βλιώρας 2017 (Μονές), 11.
- Βέης 1909 (Συμβολή), 274 & 236μγ–μδ.
- «Shortly before the middle of the fourteenth century.» Nicol 1975, 83.
- Από το πρωτοσλαβικό *kruša / *gruša.
- Δασούλας 2013, 81.
- Από το σλάβικο τοπωνύμιο Kruševica, όπως και το συγγενικό του Kruševo, που σημαίνει αχλαδότοπος.
- Μια εναλλακτική ετυμολογία θα ήταν από κάποιο κυριωνύμιο «*Χρύσενος ως σλαβικό PSlv *Χorš-ěn-, εκ του PSlv *χorš- «καλός, ωραίος» (πρβ. ρωσ. хороший / xoróšij, хорошенький).» Βλ. Ο σλαβικός εποικισμός της Ελλάδος, https://smerdaleos.wordpress.com, 13.11.2013 (σχόλια).
- Μαλαβάκης 2001 (τοπωνύμια), 138.
- Ο Νικολαΐδης 1909 έχει λήμμα πέρου, στη σελίδα 421 και ο Δασούλας 2013, 175, péru (πληθυντικός: peáre): αχλάδι & péru (πληθυντικός: péri) αχλαδιά.
- Orel 1998, 327, λήμμα pirrë.
- Καββαδάς 2014.
- Orel 1998, 327, λήμμα pirrë.
- Που έχει διάφορους απογόνους στα νοτιοσλαβικά, όπως το σερβοκροατικό pir. Orel 1998, 327, λήμμα pirrë.
- Με παραλλαγές *pyrъ, *pyro, *pyra, *pyrьjь, *pyrьje.
- Απ’ όπου και το αρχαιοελληνικό πῦρ αλλά και το πύρνον (σταρένιο ψωμί, ψωμί από αλεύρι με πίτουρα και κατ’ επέκταση τροφή, φαγητό).
- Αν και στην οθωμανική τουρκική γλώσσα (Osmanlı Türkçesi), στην οποία έχει γραφεί το «Defter–i Sancak–ı Tırhala» της οθωμανικής απογραφής του 1454/5, καταγράφονται μόνο τα σύμφωνα και τα φωνήεντα εικάζονται.
- Σπανός Β. 2000 (Οικισμοί), 480.
- Delilbaşı–Arıkan 2001α, 44. (Ευχαριστώ τον εκδότη του Θεσσαλικού Ημερολογίου Κώστα Σπανό για την πληροφορία)
- Παπαχρήστος 2020, 91.
- Κι αυτό από το ρήμα كَانَ (kāna: είμαι), από τη ρίζα ك و ن: k-w-n.
- Ας σημειωθεί πως και ο επιμελητής της έκδοσης των μεγαλομετεωρίτικων χειρογράφων με –η– έγραψε τη Μήκανη στα ευρετήρια της έκδοσης. Βέης 1988 (Μεταμορφώσεως), 762.
- Βλιώρας 2016 (Τοπωνύμια), 5.
- https://sozluk.gov.tr/?kelime=mekân: yer, yurt, ev.
- Βέης 1911 (Σερβικά), 10–11.
- Βέης 1911 (Σερβικά), 89–96.
- Βέης 1911 (Σερβικά), 95.
- Ας μην ξεχνάμε πως η Καλαμπάκα ανήκε τον 12ο αιώνα μ.Χ. στο Θέμα Σερβίων, όπως διαβάζουμε στο πρακτικό («διάγνωσις») αναγραφής των ορίων, των κτημάτων και δικαιωμάτων γενικότερα της επισκοπής Σταγών στα 1163. ↩
- http://pandektis.ekt.gr/pandektis/handle/10442/28421.
- Σπανός Β. 2000 (Οικισμοί), 560–561.
- Που προέρχεται με την σειρά της από την πρωτοϊταλική *jugom, κι αυτή από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *yugóm < *yewg- (ζεύω, ενώνω). Απ’ αυτή και η αρχαιοελληνική λέξη ζυγόν.
- Όπως και της Τριγκίας, ό.π.
- Νικολαΐδης 1909, 530, λήμμα τζi̯ούγκου.
- Νημάς 2020 (Ετυμολογία), 30, Μαλαβάκης 2001 (τοπωνύμια), 147.
- Βλιώρας 2020 (Βούνενα), 7–8.
- «Βουλόμενος δὲ καὶ κρατῆσαι τοὺς ἐξάρχοντας τῆς πονηρᾶς βουλῆς ἐλογίσατο οὕτως, ὅτι, εἰ μὲν κρατήσει αὐτοὺς καὶ οὐ τυφλώσει οὐδὲ ἀποκεφαλίσει τούτους αὐτίκα, ἐξανάγκης ἐπαναστῆναι αὐτῷ ἔχουσιν οἱ ἑταῖροι αὐτῶν (ἦσαν γὰρ ποιήσαντες συνωμοσίαν μετὰ τῶν Βλάχων καὶ τῶν Τρικαλιτῶν) καὶ ἴσως καὶ περιγένωνται αὐτοῦ καὶ ἐκτρίψωσιν αὐτόν.» Κεκαυμένος, Στρατηγικόν (11ος αιώνας μ.Χ.), 67, 11–16. «Ἐν ὅσῳ δὲ ταῦτα ὁ βασιλεὺς ᾠκονόμει καὶ ἡτοιμάζετο, ὁ Βαϊμοῦντος μέρος τι τοῦ ἰδίου στρατεύματος ἀποδιελόμενος Κελτοὺς καταφράκτους ὅλους ἀποστείλας ἐξ ἐπιδρομῆς κατέσχε τὴν Πελαγονίαν, τὰ Τρίκαλα καὶ τὴν Καστορίαν.» (Άννα Κομνηνή, Ἀλεξιάς (12ος αιώνας μ.Χ.), 5, 5, 2, 8–12).
- Από τη λέξη трк (tȓk: τρέξιμο) κι αυτό από την πρωτοσλαβική *tъrkъ (τρέχω, κυλώ). ↩
- Από την πρωτοσλαβική *-dlo
- Smerdaleos 2020.
- Μωυσιάδης 2011.
- Smerdaleos 2020.
- Ο γάβρος αλλά και το δέντρο οστρύα / οστρυά. ↩
- Οικονόμου 1986, 752–753.
- Βλιώρας 2018 (Γάβρος), 6.
- Κασομούλης Α, 334.
- Λεβενιώτης 2018, 659.
- Από την πρωτοσλαβική *žito (σπυρί, καλαμπόκι).
- Ιωάννης Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα, Βιβλίο Αʹ.
- «Tὰ μὲν δὴ πρὸς τῶν ὀρῶν Φωκεῖς ὑπεροικοῦσιν Ὀρχομενίων, ἐν δὲ τῷ πεδίῳ Λεβάδειά ἐστιν αὐτοῖς ὅμορος. Αὕτη τὸ μὲν ἐξ ἀρχῆς ᾠκεῖτο ἐπὶ μετεώρου καὶ ὠνομάζετο Μίδεια ἀπὸ τῆς Ἀσπληδόνος μητρός: Λεβάδου δὲ ἐξ Ἀθηνῶν ἐς αὐτὴν ἀφικομένου κατέβησάν τε ἐς τὸ χθαμαλὸν οἱ ἄνθρωποι καὶ ἐκλήθη Λεβάδεια ἡ πόλις ἀπ’ αὐτοῦ. Πατέρα δὲ τοῦ Λεβάδου, καὶ καθ’ ἥντινα αἰτίαν ἦλθεν, οὐκ ἴσασιν ἄλλο ἢ γυναῖκα εἶναι Λεβάδου Λαονίκην.» (Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησις (Βοιωτικά), 9, 39, 1)
- Μπαμπινιώτης 2005 (Λεξικό), 1009.
- Κασομούλης Β, 92.
- 38°20’57.2″N 21°26’09.0″E. Νησίδα στην ομώνυμη λιμνοθάλασσα στο Μεσολόγγι. ↩
- Κουτσονίκας Β 1864, 276.
- Από τη λέξη клуч (κλειδί) κι αυτό από την πρωτοσλαβική *kľučь. ↩
- Το γράμμα у προέρχεται από το πρωτοσλαβικό *u και αντιστοιχεί στο u: у дома́: u domá (στο σπίτι).