Το ευαγγέλιο της Κυριακής έχει την αναφορά του στο ζήτημα αυτό. Ο Χριστός αναφέρεται στην παραβολή των ταλάντων (Ματθ. 25, 14-30). Με λίγα λόγια κάποιος που έφυγε σε ταξίδι έδωσε σε τρεις ανθρώπους τάλαντα. Άλλος είχε πέντε τάλαντα και κέρδισε άλλα πέντε, άλλος δύο και κέρδισε άλλα δύο και ο τρίτος ένα τάλαντο και το έκρυψε στη γη. Οι δύο πρώτοι αύξησαν τα τάλαντα, όχι όμως και ο τρίτος. Όταν επέστρεψε ο ταξιδευτής, επιδοκίμασε τους δύο πρώτους για την προσπάθειά τους να αυξήσουν τα τάλαντα. Τον τρίτο όμως τον ονομάζει στην παραβολή πονηρό και οκνηρό.
Στην ευχή του Τρισαγίου ύμνου, κατά τη Θεία Λειτουργία, ο λειτουργός διαβάζει: ‘’Ὁ Θεὸς ὁ ἅγιος, ὁ ἐν ἁγίοις ἀναπαυόμενος… ὁ κτίσας τὸν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα σὴν καὶ ὁμοίωσιν καὶ παντί σου χαρίσματι κατακοσμήσας’’. Ο Θεός έδωσε χαρίσματα (τάλαντα) στον κάθε άνθρωπο. Ακόμη κι όταν ασθένησε η προαίρεση του, δεν χάθηκαν οι δωρεές του Θεού. Ο Θεός εξακολουθεί να δωρίζει ευλογίες στον άνθρωπο, χωρίς όμως ποτέ να παραβιάζει την ελευθερία. Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός αυτό. Καταλυτικό και απόλυτο. Οποιοσδήποτε έχει δεχθεί την επίσκεψη του Θεού στη ζωή του. Ανεξαιρέτως. Όπου κι αν ανήκει, όπου κι αν πιστεύει.
Μένει να δούμε αν ο άνθρωπος ανταποκρίνεται στο κάλεσμα αυτό. Ας μην δούμε το γεγονός της δωρεάς ως ένα γεγονός υποχρεωτικής ανταπόκρισης από τη μεριά του ανθρώπου, αλλά ως γεγονός αυτεξούσιας εισχώρησης στο θέλημα του Θεού, ως γεγονός σχέσης. Μην ξεχνώντας παράλληλα πως η δωρεά σημαίνει έκφραση του θείου θελήματος. Κι όταν εκφράζεται το θέλημα αυτό σε σχέση αναλογική (κατά Μάξιμο Ομολογητή) μεταξύ Θεού – ανθρώπου, τότε έχουμε να κάνουμε με μία σχέση που συνάπτεται. Ο Θεός παραχωρεί, ο άνθρωπος δέχεται. Υπάρχουν δύο πρόσωπα. Πρόσωπα σε σχέση. Το θέμα μας είναι αν αυτή η σχέση αναπτύσσεται, εξελίσσεται. Ανταποκρίνεται ο άνθρωπος; Δεν ανταποκρίνεται; Όπως και να έχει, η αντίδραση του Θεού είναι αναλογική. Κινείται όσο Του επιτρέπεις να κινείται. Αν πεις, κοίτα δεν θέλω άλλο, τι σε νοιάζει Εσένα και μου δίνεις, ο Θεός δεν ανταποκρίνεται. Φτάνει μέχρι εκεί που Του επιτρέπεις. Αυτή είναι η ευλογία και η κατάρα της ελευθερίας που μας παραχώρησε.
Υπάρχουν άνθρωποι που αναγνωρίζουν και δέχονται τα χαρίσματα. Αυτά τα αυξάνουν. Για παράδειγμα, δίνει ο Θεός στον άνθρωπο την δυνατότητα να έχει διάκριση. Αυτή η διάκριση συμπεριφέρεται με αναλογικό τρόπο. Δεν μένει ανενέργητη. Εκείνος που διακατέχεται από διάκριση γνωρίζει να σιωπά, να υπομένει, να συγχωρεί, να αγαπάει. Δεν υπάρχει αγάπη χωρίς διάκριση. Χωρίς διάκριση η αγάπη είναι το απόλυτο τίποτε. Κάθε αρετή συμπαρασύρει στο δρόμο της πνευματικότητας κι άλλες αρετές. Αυτές αυξάνει ο άνθρωπος που ανταποκρίνεται στο κάλεσμα του Θεού. Υπάρχουν όμως κι εκείνοι που αγνοούν, αδιαφορούν, αρνούνται κάτι τέτοιο. Το χάρισμα τους δεν ενεργεί και φυσικά δεν επιφέρει πνευματικό όφελος. Αλλά κι εκείνος που έχει χαρίσματα, να θυμάται πως δεν τα απέκτησε μόνος του. Όπως έλεγε ο όσιος Ιωσήφ Ησυχαστής ‘’δεν σου ζητεί περισσότερο ο Χριστός για να σου δώσει τα άγιά Του χαρίσματα• μόνο να αναγνωρίζεις ότι, ό,τι καλό και αν έχεις, είναι δικό Του’’.
Με προβληματίζουν οι άνθρωποι που δεν έχουν συνάψει σχέση με τον Χριστό, άνθρωποι που δεν εκκλησιάζονται, δεν πιστεύουν στον Θεό. Δεν με προβληματίζει η άρνηση τους. Με προβληματίζει το γεγονός της υιοθεσίας. Πιστεύω που είναι άνθρωποι με αγνά αισθήματα, αγαθή προαίρεση, αρετές και χαρίσματα, τα οποία δεν αναγνώρισαν στο πρόσωπο του Χριστού. Αν τα αναγνώριζαν θα λειτουργούσαν σε σχέση μαζί Του. Ο προβληματισμός γίνεται εντονότερος τη στιγμή που διαπιστώνει κανείς πως είναι πολλοί οι άνθρωποι αυτοί, που απλά δεν συνέβη να βρεθούν μέσα στην Εκκλησία, αλλά στέκονται επικριτικά απέναντι της ή με τρόπο αδιάφορο. Περισσότερο αδιάφορος όμως είναι ο δικός μας τρόπος εντός των τειχών της Εκκλησίας. Ίσως πιο προβληματικός και φυσικά θεωρώ κάποιες φορές ισχυρά νευρωτικός. Αυτοί οι άνθρωποι απουσιάζουν. Χρειάζονται ένα νεύμα, ένα κάλεσμα. Όχι για να γεμίσουν τις θέσεις ενός ναού∙ αρκετά γέμισαμε από θρησκευτική υποκρισία. Τους ανθρώπους αυτούς τους εισάγεις στη ζωή της Εκκλησίας και ολοκληρώνονται. Έτσι, από καλοί άνθρωποι γίνονται καλοί χριστιανοί. Όμως χρειάζονται πρόσωπα, χρειάζονται αφορμές, χρειάζονται τρόπο, τον τρόπο αυτό που καθορίζει τα πράγματα.
Γεμίσαμε με τύψεις, φοβίες κι ενοχές τους ανθρώπους. Τους ταλαιπωρήσαμε υπαρξιακά. Παίξαμε με τα όρια τους. Τους μιλήσαμε περισσότερο για την τιμωρία και την κόλαση παρά για τον Θεό. Εισήλθαμε στη ζωή τους για να τους ελέγχουμε. Εκμεταλλευτήκαμε τη συνείδηση, την πίστη τους και αδειάσαμε τις ελπίδες τους για κάτι καλύτερο, αγιότερο. Μήπως ήρθε η στιγμή να διακρίνουμε τα χαρίσματα τους και να τα φτάσουμε στον Θεό; Να σοβαρευτούμε μέσα στην Εκκλησία. Αυτοί οι άνθρωποι αναζητούν την ύπαρξη τους. Όλα τα άλλα είναι δικαιολογίες και υπεκφυγές.
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (Βαλκανιολόγος, Θεολόγος)
Εφημέριος Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Διάβας