Η εορτή των αγίων Ακύλα και Πρίσκιλλας καθώς και η δυτικόφερτη του Βαλεντίνου πέρασαν. Πέρασε κι ο έρωτας; Είναι υπόθεση λίγων ωρών και χάνεται η φύση του κατόπιν εορτής; Και η Εκκλησία που κολλάει; Μήπως πρόκειται για έναν ακόμη απαγορευμένο καρπό;
Δυστυχώς, μέσα στην Εκκλησία ο μοναδικός χώρος στον οποίο ακούγεται η λέξη αυτή (και δικαίως ακούγεται στον χώρο αυτό) είναι ο μοναχισμός. Δείτε τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, τον όσιο Ιωάννη της Κλίμακος και θα καταλάβετε. Ο πρώτος έγραψε τόσους ύμνους για τον θείο έρωτα και ο δεύτερος σε λόγο του κάνει αναφορά σε μανικό εραστή. Αυτά λοιπόν, αλλά και τόσα παραδείγματα οσίων που μίλησαν για τον θείο έρωτα, ανάγουν τον έρωτα σε μία θέση ιερή∙ αλλά προσέξετε, μόνο όταν σχετίζεται ο έρωτας με μία υπαρξιακή διάθεση του ανθρώπου προς τον Θεό. Τότε είναι ‘’ιερή’’ η λέξη έρωτας. Για όλα τα άλλα τίθεται απαγορευτικό. Δεν είναι έτσι τα πράγματα.
Αρκεί ένας όσιος Μάξιμος Ομολογητής για να βάλει τα πράγματα στη σωστή τους θέση. ‘’Τόν ἔρωτα εἴτε θεῖον εἴτε ἀγγελικόν, εἴτε νοερόν εἴτε ψυχικόν, εἴτε φυσικόν εἴποιμεν, ἑνωτικήν τινα καί συγκρατικήν ἐννοήσωμεν δύναμιν’’. Δεν αναφέρεται μόνο στον θείο έρωτα. Ποιος; Ένας μοναχός. Κι επειδή και στην εποχή του αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου οι χριστιανοί τρομοκρατούνταν ακούγοντας για έρωτα, ο άγιος τους λέει: ‘’τό τοῦ ἔρωτος ὄνομα μή φοβηθῶμεν, μηδέ τίς ἡμᾶς θορυβείτω λόγος περί τούτου δεδιττόμενος’’. Σπάνια στην Εκκλησία γίνεται λόγος για τον έρωτα. Τα κείμενα και τα κηρύγματα έχουν πάρει διαζύγιο από τον έρωτα. Κι αν κάποιος μιλήσει γι’ αυτόν, νιώθει ενοχικά σκουντήματα αντιλήψεων και πεποιθήσεων που κολλάνε τον έρωτα στον τοίχο, πάντα απολογούμενο και εμφορούμενο μιας σαρκικής διάθεσης.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο έρωτας βρίσκεται απολογούμενος. Και δεν είναι των ημερών μας κάτι τέτοιο. Έχει τις καταβολές. Βλέπετε, η πλατωνική και νεοπλατωνική διάθεση εισέβαλαν για τα καλά στον θεολογικό λόγο και βίο. Η άρνηση της σωματικότητας και όλα όσα μία τέτοια παραδοχή συμπαρασύρει μαζί της, αρνούνται στην ουσία την ανθρωπινότητα. Γιατί άραγε ο ιερός Αυγουστίνος που επηρεάστηκε από τον Νεοπλατωνισμό υιοθετείται τόσο πολύ από τις χριστιανικές αδελφότητες; Ο έρωτας συγχέεται με την σεξουαλικότητα. Κι αυτό είναι βαρύ αμάρτημα. Ο έρωτας μπορεί να έχει σεξουαλικότητα, η σεξουαλικότητα όμως δεν είναι απαραίτητο να έχει έρωτα.
Ακόμη και η ταύτιση του έρωτα με την αγάπη, όπως έγινε με τους Διονύσιο Αρεοπαγίτη και Μάξιμο Ομολογητή τον 5ο αιώνα, δεν στάθηκε ικανή να ξεδιαλύνει τα πράγματα. Κι αυτό γιατί μέσα στην Εκκλησία πρέπει να υπάρχει πάντοτε κάποιος αποδιοπομπαίος τράγος στον οποίο θα φορτώσουμε τις ευθύνες και τα βάρη. Γεμίσαμε τον έρωτα με ενοχές και αδειάσαμε υπαρξιακά. Σταθήκαμε ενώπιον του Θεού, ενώπιον των Πατέρων των πρώτων Οικουμενικών Συνόδων και ιδίως ενώπιον της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου (451 μ.Χ.), που καταξίωσε στο πρόσωπο του Θεανθρώπου (τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος) το δικό μας ανθρώπινο σώμα και ρίξαμε πέτρες σε ό,τι πιο ιερό αποκάλυψε η θέληση του Θεού∙ το σώμα το ίδιο.
Η Εκκλησία έχει γεμίσει από ανέραστες φωνές με ισχυρές νευρωτικές διαθέσεις που για να ελέγξουν τον άνθρωπο χτυπάνε τον έρωτα ως ενοχικό στοιχείο της ζωής. Αυτό συναντάται παντού και ιδιαιτέρως στις αδελφότητες, οι οποίες έχουν οδηγηθεί μέσα από τον ισχυρό τους προτεσταντισμό στην ολική αφαίμαξη του μυστηρίου της ζωής με μίζερο και κακεντρεχή τρόπο. Καίρια επισημαίνει ο καθηγητής Δογματικής Χρυσόστομος Σταμούλης αναφερόμενος στο ευσεβιστικό στοιχείο της Εκκλησίας πως ‘’όποιος δεν μπορεί να ζήσει τη δική του ζωή παλεύει να ερημώσει τις ζωές των άλλων’’. Η ερωτικότητα ταυτίζεται με την σεξουαλικότητα, με άλλα λόγια με την πτώση, το κακό.
Η Εκκλησία δεν εξορίζει τον έρωτα, όπως δεν εξορίζει και τη σεξουαλικότητα. Το παιχνίδι έχει άγια προοπτική όταν παίζεται εντός των ορίων της. Κάθε έκφραση ερωτικότητας και συμπλοκής των σωμάτων μέσα στην Εκκλησία σημαίνει την σάρκωση, τον σεβασμό, τον αγιασμό. Δεν εμπνεύσαμε τους νέους στο θέμα του έρωτα με βάση τη ζωή της Εκκλησίας που έχει ομορφιά, πολύ ομορφιά. Απεναντίας, τους κουνήσαμε το δάχτυλο, τους στήσαμε στον τοίχο ρίχνοντας τους πέτρες, βαραίνοντας τις συνειδήσεις τους με την προσωπική μας γύμνια και όταν καμιά φορά έρχονται να εξομολογηθούν τους επισύρουμε αμέτρητες ποινές και απαγορεύσεις να κοινωνήσουν, αφού είδαμε τους κανόνες ως Νόμο, επουδενί ως μέσα ίασης, θεραπείας των υπαρξιακών τραυμάτων. Και μετά εφευρίσκουμε τρόπους για να τους πούμε ‘’ελάτε στην Εκκλησία’’. Γιατί να έρθουν; Για να τους ενοχοποιήσουμε και να τους γεμίσουμε και με άλλες τύψεις κι ενοχές; Μήπως για να τους κάνουμε ανέραστους; Δεν τους εμπνεύσαμε στην αγάπη του Θεού και δεν σταθήκαμε αυστηρότεροι με τον εαυτό μας, όπως οι σύγχρονοι άγιοι μας, αλλά τους τα φορτώσαμε όλα και παράλληλα απαιτούμε τη σωτηρία τους. Έχω την αίσθηση πως το μεγαλύτερο τραύμα μέσα στην Εκκλησία είναι το γεγονός ότι καταντήσαμε ανέραστοι. Από εκεί ίσως ξεκινάνε πολλά.
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος
(Βαλκανιολόγος, Θεολόγος)
Εφημέριος Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Διάβας