Το ευαγγέλιο της Κυριακής που αναφέρεται στον Φαρισαίο και στον Τελώνη (Λουκ. 18, 10-14) δεν αφορά μόνο την ημέρα της Κυριακής. Αφορά όλες τις ημέρες του χρόνου.
Δεν χρειάζεται να υπενθυμίζουμε στον κόσμο τον Τελώνη και τον Φαρισαίο∙ να αναλύουμε την περικοπή, να χρησιμοποιούμε όλα εκείνα τα οργανωσιακά φτιασίδια που μας θέλουν καλούς χριστιανούς στο όνομα μιας εύθραυστης ηθικής ικανοποίησης. Ο κόσμος, ακόμη κι αυτός που δεν εκκλησιάζεται, γνωρίζει πολύ καλά, έχοντας ως βάση το παρόν ευαγγελικό ανάγνωσμα, τι να αποφεύγει και σε τι να καταφάσκει. Δεν χρειάζεται οδηγίες, εντολές, κούνημα δαχτύλου κι ενοχικά σκουντήματα τούτος ο κόσμος. Αρκετά με όλα αυτά. Κουράστηκε ο σύγχρονος άνθρωπος να ζεις στις σκιές εχθρών και φαντασμάτων που ενδελεχώς αποπροσανατολίζουν το ανθρώπινο πρόσωπο από το γεγονός της σάρκωσης, της χαράς και της πανηγύρεως. Ο κόσμος έξω πενθεί και η Εκκλησία κάποιες φορές δείχνει σ’ αυτό το πένθος να εξοβελίζει τις υπαρξιακές κραυγές και μεταφυσικές αγωνίες του κόσμου τούτου. Αυτό δεν είναι υποκρισία;
Περάσαμε και διανύουμε την πιο πικρή δοκιμασία των τελευταίων ετών. Μία πανδημία που έθεσε βασανιστικά και αναπόφευκτα ερωτήματα στον καθένα ξεχωριστά. Οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα και η Εκκλησία να αντιληφθεί την ένδεια της. Αυτό της αξίζει της ‘’Εκκλησίας της εξόδου’’ όπως θα ‘λεγε ο μακαριστός καθηγητής Νίκος Ματσούκας. Η Εκκλησία δεν έχει ένδεια λόγου αλήθειας, ζωής και μεταμόρφωσης. Το θέμα έγκειται στον τρόπο που οι φωνές της, όσοι ασχολούνται με την διακονία του συνανθρώπου, αφουγκράζονται τα βάσανα του κόσμου και δέχονται την τραγικότητα του κόσμου. Αυτό που είναι η Εκκλησία είναι τρομερά όμορφο. Αντέχεται όμως αυτή η ομορφιά; Έχω την αίσθηση πως η ομορφιά αυτή δεν αντέχεται. Εκείνο που καθορίζει τα πράγματα είναι ο τρόπος. Πάντοτε αυτός ο τρόπος έρχεται και εκβιάζει τον χρόνο, απαιτώντας με επιτακτικό ύφος την αναμέτρηση του με τις αντοχές του σύγχρονου κόσμου.
Η Εκκλησία μπροστά σ’ αυτή την πανδημία κατάφερε κάτι; Είχε την μοναδική ευκαιρία να καταθέσει προτάσεις ενώπιον των σύγχρονων δεδομένων που σε λίγες μέρες από την έναρξη της πανδημίας συμπαρέσυραν τις δομές του κόσμου σε μία ατέρμονη λεηλασία των αναγκών του ανθρωπίνου προσώπου. Ο άνθρωπος αναζητούσε καταφύγιο, θετικές προτάσεις κι εμείς του προσφέραμε άρνηση. Ορισμένοι του υποδείξαμε με περισσή μαγκιά και ακατανόητο θράσος, κάποιες φορές, να πετάξει την μάσκα όταν εισέρχεται στον ναό. Αν δεν το έπραττε, τότε τον στοχοποιούσαμε. Δεν κολλάς μέσα στον ναό, έλεγαν ορισμένοι τρίζοντας τα δόντια τους στην απιστία όσων ήθελαν να προστατεύσουν την υγεία τους. Αλήθεια ποια δογματική βάση επικροτεί μία τέτοια θέση περί μη μετάδοσης του ιού μέσα στον χώρο ενός ναού; Προκλητικά ορισμένοι ξεκινήσαμε κηρύγματα ασυναρτησίας και διχάσαμε τον κόσμο. Αποδειχτήκαμε φτωχοί, πολύ φτωχοί στο πνεύμα του νόμου και το γράμμα μας τύφλωσε. Την ίδια στιγμή, με άτεγκτο νομικισμό φανήκαμε σκληρόκαρδοι στους αδελφούς μας και φανατίσαμε τους πιστούς ‘’οπαδούς’’ μας. Ο κόσμος ανέμενε από εμάς ελπίδα και τους κεράσαμε απογοήτευση. Άλλη μία έκφανση ενός αλάθητου που δεν συγχωρεί. Αυτά δεν είναι υποκρισία;
Το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας απέδειξε την ανεπάρκεια ορισμένων να σταθούμε με σεβασμό και πίστη απέναντι του. Το εξευτελίσαμε σαν να πρόκειται για δική μας υπόθεση. Αντί να το προσεγγίσουμε με όρους ευχαριστιακής κατάφασης, αρνηθήκαμε όσους δεν είχαν πίστη και τους κολλήσαμε στον τοίχο. Και το χειρότερο∙ κάποιες φορές για να αποδείξουμε ότι από την Θεία Κοινωνία δεν κολλάς τον ιό, μοιάζαμε σαν να διαβάζαμε στους αδελφούς μας τους Στοχασμούς περί της πρώτης Φιλοσοφίας του Καρτέσιου. Όλο μας το κήρυγμα ένας Καρτέσιος. Αποδείξεις, αποδείξεις, αποδείξεις. Στήσαμε επικίνδυνο παιχνίδι στην πίστη μας. Όπως θα ‘λεγε ο Νίτσε ‘’σκοτώσαμε τον Θεό’’.
Οδηγηθήκαμε στην πιο ανερυθρίαστη αφαίμαξη του μυστηρίου του Θεού. Πασχίσαμε ως άλλοι Δυτικοί να αποδείξουμε πως έχουμε Σώμα και Αίμα στην Θεία Ευχαριστία, χρησιμοποιώντας παραδείγματα πως δεν κολλάς, αμέτρητα παραδείγματα. Παραδείγματα για να στηρίξουμε την πίστη μας. Και αντί το βίωμα, η εμπειρία, η σύναψη σχέσης με τον Θεό να αποτελέσει την βάση για το ξεδίπλωμα των σκέψεων στο θέμα αυτό και για μία σχέση διαλεκτική με όσους αμφισβητούν και δεν πιστεύουν, δώσαμε στον κόσμο επιχειρήματα και στην παραμικρή αντίδραση που ‘’μόλυνε’’ την πίστη μας, πετούσαμε πέτρες. Αλήθεια, μολύνεται η πίστη; Η πίστη κινδυνεύει ή ο άνθρωπος; Έτσι, δεν υποβαθμίσαμε το μυστήριο. Αρνηθήκαμε στον Θεό να υπάρξει στο μυστήριο με τον τρόπο που ο Θεός θέλει να υπάρχει, έναν τρόπο άκτιστο, τον τρόπο της δικής Του αβίαστης αποκάλυψης και φανέρωσης. Αυτά δεν είναι υποκρισία;
Μέσα από την πανδημία αυτή χάσαμε την μεγαλύτερη ευκαιρία να δείξουμε στον άνθρωπο την αληθινή Εκκλησία. Εκείνη που σέβεται, αγαπάει και αγκαλιάζει τους πάντες, καταθέτοντας προτάσεις θετικές, χωρίς να αναλώνεται σε εσωτερικές διενέξεις, αλλά και σε διενέξεις με ανθρώπους που δεν έχουν εμπειρία του ευχαριστιακού γεγονότος. Αναλωθήκαμε σε στοχασμούς που δεν μυσταγωγούν την εμπειρία της σχέσης με τον Θεό και δεν μαρτυρούν το γεγονός ότι πρώτοι εμείς γνωρίζουμε να συνδιαλεγόμαστε ακόμη και μ’ έναν αθεϊστή. Η πανδημία τελειώνει. Μόλις επανέλθουμε στην κανονικότητα, πολύ φοβάμαι πως η Εκκλησία δεν θα βρίσκεται στις προτεραιότητες του σύγχρονου ανθρώπου σε ολόκληρη την υφήλιο. Πολύ φοβάμαι επίσης πως θα αναλωθούμε σε έναν ακόμη αγώνα μιζέριας και κακεντρέχειας, παλεύοντας να φέρουμε τον κόσμο στην Εκκλησία προς επιβεβαίωση της δικής μας υπαρξιακής ανεπάρκειας. Είχαμε την χρυσή ευκαιρία να βγάλουμε την Εκκλησία έξω στον κόσμο. Όχι να γίνει κόσμος. Την χάσαμε αυτήν την ευκαιρία και η απώλεια αυτή, αυτό το πένθος φέρει τη σφραγίδα της δικής μας ευθύνης, του τρόπου μας, της αντίληψης μας και της τοποθέτησης μας απέναντι στα πράγματα. Δεν φταίει η αλήθεια του ευαγγελίου σε όλα αυτά.
Φάγαμε ήττα. Αυτός είναι και ο τίτλος του νέου βιβλίου του καθηγητή Δογματικής Χρυσόστομου Σταμούλη, που κυκλοφόρησε μόλις τον περασμένο Ιανουάριο. Φάγαμε ήττα, καθώς ‘’η εικόνα που σήμερα διαμορφώνεται στη δημόσια πλατεία για την Εκκλησία δεν είναι η καλύτερη δυνατή. Μια εικόνα, για την οποία δεν ευθύνονται πάντα οι εκτός των τειχών• αυτοί που συχνά και με απίστευτη ευκολία ονομάζονται «εχθροί» της Εκκλησίας. Αυτό, βέβαια, δεν αφαιρεί τις ευθύνες από τους πονηρούς της ιστορίας, οι οποίοι παραμονεύουν πάντα την Εκκλησία. Ξέρουμε, όμως, πως τα κάστρα πέφτουν από μέσα, από τους αλλοτριωμένους φρουρούς τους, από τους υπερασπιστές μιας τσαλακωμένης ή και ανύπαρκτης ιδεολογίας, τους μαχητές μιας χυδαίας ιδιοτέλειας, που μάχεται μετά μανίας την προφητεία. Εκείνη δηλαδή τη φλόγα η οποία με οδηγό την κριτική της διάθεση δεν διστάζει να κάψει βεβαιότητες και ασφάλειες που οδηγούν σε καθεστωτική νοοτροπία και στάση’’ (από το οπισθόφυλλο του βιβλίου).
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (Βαλκανιολόγος, Θεολόγος)
Εφημέριος Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Διάβας
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!