Του Σεβ/του Μητροπολίτου Αυλώνος ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
Ἑβρ. 6, 13-20
«Ἰσχυράν παράκλησιν ἔχωμεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος» (Ἑβρ. 6, 18).
Καί σήμερα ἡ ἀποστολική περικοπή εἶναι ἀπό τήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή. Ὁ Ἀπόστολος προσπαθεῖ νά στηρίξει τήν ἀνθρώπινη ἐλπίδα καί νά δώσει θάρρος καί παρηγοριά. Θέλει ὁ ἄνθρωπος νά αἰσθάνεται ἀσφαλής, γιατί εἶναι δεμένος στήν ἄγκυρα τῆς πίστεως, τοῦ πλοίου πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία.
Ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη ἀκούγεται ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο: «Δέν θά σέ ἐγκαταλείψω, μέχρις ὅτου φέρω σέ πέρας ὅλα, ὅσα σοῦ ὑποσχέθηκα» (Γέν. 28, 15). Αὐτή ἡ φωνή κατά τόν Ἀπόστολο εἶναι καί γιά τήν Καινή Διαθήκη τό πλατύσκαλο τῆς ἀσφάλειας, γιατί μέσα στίς δυσκολίες τῆς ζωῆς καί στούς πειρασμούς τά βλέμματα τοῦ ἀνθρώπου θά πρέπει νά εἶναι στραμμένα πρός τόν Ἐσταυρωμένο Χριστό καί ὁ ἄνθρωπος νά κρατηθεῖ καλά ἀπό τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας. Ἕνας Θεός περιμένει νά ἀναπαύσει τούς πάντες, νά τούς σώσει. Σέ αὐτόν θά βρεῖ καταφυγή, προστασία καί παρηγοριά ὁ κάθε ἄνθρωπος.
Ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει γνωρίσει τό Χριστό καί ἔχει καταφύγει στό ἔλεός Του, θά πρέπει νά ἔχει ἰσχυρότατη παρηγοριά, γιατί κρατιέται ἀπό τήν Ἐλπίδα τῆς σωτηρίας. Ἡ ζωή μέ τίς δυσκολίες της, τούς πειρασμούς, μέ τήν κακία καί τήν ἀχαριστία τοῦ κόσμου μοιάζει σάν τρικυμισμένη θάλασσα, πού μέ τά κύματά της προσπαθεῖ νά ἐξαφανίσει στό βυθό της τόν ἄνθρωπο. Ἡ πίστη, τότε, εἶναι τό λιμάνι καί ἡ ἐλπίδα, ἡ δυνατή ἄγκυρα.
Ὁ βίος εἶναι μικρός. Ὁ σωματικός θάνατος εἶναι τό μόνο βέβαιο στή ζωή καί καλό εἶναι νά γίνει γιά τόν ἄνθρωπο τό σκαλοπάτι πού θά τόν ὁδηγήσει στόν Παράδεισο. Ἐκεῖ ἡ χαρά θά εἶναι ἀτελείωτη, γιατί ὁ ἄνθρωπος θά εἶναι κοντά στό Θεό.
Ἡ καθημερινή πεῖρα, ὅμως, μᾶς διαβεβαιώνει πώς οὔτε τά χρήματα οὔτε ἡ κοσμική δύναμη εἶναι σέ θέση νά προσφέρουν τό αἴσθημα τῆς ἀσφάλειας. Ποῦ θά βρεῖ, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος ἀσφαλές καί διαχρονικό στήριγμα; Ἀσφαλῶς, «στήν ἄγκυρα τῆς πίστεως τήν ἀσφαλή καί βέβαιη», ἀπαντᾶ ἡ σημερινή ἀποστολική περικοπή.
Αὐτό πού ἐπιθυμεῖ νά ἱκανοποιήσει ὁ κάθε ἄνθρωπος στόν κόσμο εἶναι τό αἴσθημα τῆς ἀσφάλειας. Καί ὁ πόθος αὐτός, ἀκόμη, μεγαλώνει, ὅταν οἱ ἀστραπές καί οἱ βροντές τῆς ζωῆς καί τά σύννεφα τοῦ πόνου, θολώνουν τόν οὐρανό τῆς ψυχῆς του. Καί τότε πολλοί πιάνονται ἀπό διάφορες ἄγκυρες καί ἀναζητοῦν τήν πολυπόθητη ἀσφάλεια. Πόσοι, ὅμως, τή βρίσκουν;
Εὐλογημένοι εἶναι, ὅσοι μποροῦν νά αἰσθάνονται τή σιγουριά καί τήν ἀταραξία στίς δύσκολες στιγμές. Εὐλογημένοι εἶναι, ὅσοι πίνουν πικρά ποτήρια στή ζωή, γιατί μετά ἀπό τό πικρό ἀκολουθεῖ πάντα τό γλυκό. Τή χαρά αὐτή θά τή νοιώσει, ὅμως, μόνο ἐκεῖνος πού στηρίζει τήν ἐλπίδα του στό ζῶντα Θεό.
Ἄς ἀφήσει ὁ καθένας τό πέλαγος τῆς ἁμαρτίας καί τῆς κακίας, γιατί τό καράβι τῆς ψυχῆς του δέ δένει σέ αὐτό, ἀλλά στό λιμάνι τῆς πίστεως. Ἄς εἰσέλθει, λοιπόν, καί ἄς ρίξει ἐκεῖ τήν ἄγκυρα τῆς ἐλπίδας, γιατί ἐκεῖ, μόνο, βρίσκεται ἡ γαλήνη καί ἡ εὐτυχία, ὁ Χριστός, δηλαδή.