Το πένθος. Αυτό πένθος πόσο έχει ταλαιπωρήσει την ανθρώπινη ύπαρξη. Βάζει δύσκολα στον άνθρωπο. Γι’ αυτό και ο άνθρωπος αναζητά τον μεταφυσικό οπτιμισμό στη σχέση του με το άγνωστο, το άσαρκο, το μη βεβαιωμένο. Αμιγώς φιλοσοφικά παλεύει και αμιγώς μεταφυσικά πεθαίνει. Ο στοχασμός γίνεται πάλη και η πάλη τελειώνει το μεταφυσικό βάσανο. Το τερματίζει στην απολυτότητα του αμετροεπούς, ενός αμετροεπούς που βαθαίνει το ρήγμα μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας.
Όλα αυτά δεν λένε τίποτε. Μπορεί να αποτελούν καημούς που δεν είδαν το πένθος να μεταμορφώνεται σε λύπη και την λύπη να μεταμορφώνει το χάσμα. Να πενθήσεις ή να γιορτάσεις; Κι αν γιορτάσεις, ποια η γιορτή, ποιο το νόημα; Γιατί ο σύγχρονος άνθρωπος δεν το βρίσκει; Γιατί δεν συναντά το ξερίζωμα του μαρασμού; Μπορεί να κάνει κι αλλιώς όταν απουσιάζει η σχέση; Η σχέση είναι πολύ βασική μέσα στην ζωή της Εκκλησίας. Δεν έχει νόημα η νηστεία, η εγκράτεια, η προσευχή, όταν από αυτά απουσιάζει ο Χριστός. Είναι του Θεού πράγματα αυτά. Εκτός κι αν ο άνθρωπος συνηθίζει ακόμη να γιορτάζει στο πένθος του.
Αυτή είναι η κατάντια. Να μην είσαι χαρούμενος κι επομένως η μόνη γιορτή να είναι το πένθος. Καλά το ‘λεγε ο Νίτσε πως οι χριστιανοί δεν είναι χαρούμενοι.
Ο χριστιανός γιορτάζει το πένθος του μέσα στη χαρά του. Το πένθος ως διαβρωτική ανυπαρξία αποτελεί γιορτή, καθότι σε εσχατολογικό πλαίσιο, τίθεται εκτός ισχύος. Δεν έχει ισχύ κάθε τι που αποτελεί αλλοίωση. Ανύπαρκτο λοιπόν το πένθος στη Βασιλεία του Θεού.
Ας θυμηθούμε τον Γρηγόριο Νύσσης που κάνει λόγο για το αφύσικο του θανάτου! Αλλοίωση της όντως αγαθής φύσης, επομένως χωρίς υπόσταση. Όχι άναρχο, καθότι άναρχος είναι μόνο ο Θεός. Το πένθος μαρτυρεί δύο πράγματα. Αφενός μεν την κτιστότητα του, άρα και την τρεπτότητα του, αλλά και την μεταμορφωτική του ροπή σε χαρμόσυνη είδηση. Μήπως δεν υπάρχει η δυνατότητα γιορτής του πένθους;
Ο τάφος αναδύει γλυκύτητα. Το πληγωμένο σώμα δεν αποτελεί ένα ακρωτηριασμένο όραμα, όπως το αντικρίζει ο Michael Onfray. Το αίμα, οι πληγές, η μυρωδιά του θανάτου γίνονται ελιξήριο του τρόπου με τον οποίο υπάρχει ο πόνος, η αμαρτία, το πένθος. Και πώς υπάρχουν όλα αυτά; Ως αφύσικες καταστάσεις που μαρτυρούν πως τα όρια της κτιστότητας δεν αντέχουν την αλήθεια των πραγμάτων, όπως νοείται η αλήθεια στη γλώσσα του Μαξίμου Ομολογητού (σκιά-εικόνα-αλήθεια). Η Βασιλεία του Θεού, η αλήθεια των μελλόντων όπως θα ‘λεγε ο Μάξιμος, δεν θυμίζει σε τίποτε την ύπαρξη του κακού στην ανυπαρξία του, μιας και ο Γρηγόριος Νύσσης παραδέχεται πως το κακό “ἐν τῷ μή εἶναι το εἶναι ἔχει”.
Η ανομοιότητα των δύο έλξεων, εκείνης του πένθους και της γιορτής, εξαντλούν την μοναδικότητα τους στην ανεπανάληπτη αμφισημία μιας άλλης εσχατολογικής βαθύτητας. Αυτή η βαθύτητα δεν έχει να κάνει με απόδοση τιμών, διθυράμβους, εγκωμιαστικές βαρβαρότητες που εν τέλει υπενθυμίζουν πόσο ανύπαρκτο είναι το πένθος ενώπιον μιας γιορτής που έχει ξεκινήσει ήδη από αυτόν τον ταλαίπωρο κόσμο. Αυτό κι αν είναι οξύμωρο!
Η εξάντληση της φυσικής αυτοσυνειδησίας στον παραλογισμό μιας ανύπαρκτης βεβαιωμένης χαοτικής κατάστασης. Κι όμως, παρά το γεγονός ότι το κακό, το πένθος, αποτελούν αλλοιώσεις μιας αγαθής φύσης και παρουσίας, της όντως, μάλιστα, καλής φύσεως, δείχνουν να διατηρούν την υπόσταση τους. Συμβαίνει το ίδιο και στην Βασιλεία του Θεού;
Μέσα στην Εκκλησία ακόμη και το πένθος γίνεται γιορτή. Ένα πανηγύρι που πολλές φορές δεν έχει αντοχές να βαστάξει την αποκεκαλυμμένη σοβαρότητα του. Ενσαρκωμένης, ως καρπός που επιτρέπεται να γίνει βρώση προς ανάπαυση ψυχών και σωμάτων. Μένει να ερευνηθεί ο τρόπος. Αυτός ο τρόπος που εξακολουθεί να καθορίζει τα πράγματα. Ο τρόπος της ύπαρξης, της μετοχής, της κοινωνίας, της σχέσης, της εμπειρίας. Ο τρόπος της ύπαρξης στην αιωνιότητα του Θεού…
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (Βαλκανιολόγος, Θεολόγος)
Εφημέριος Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Διάβας