Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΚΑΝΟΥΛΗ
Διαρρυγνύουν τα ιμάτιά τους ορισμένοι για έλλειψη εκκλησιασμού και τήρηση παραδόσεων. Ενοχλούνται, λέει, ότι λόγω Covid-19 η Ανάσταση θα βγει στις 9 αντί στις 12.
«Πρέπει λοιπόν οι άνθρωποι να ζουν σύμφωνα με τα πατροπαράδοτα χωρίς να μπορείς
να τους κατηγορείς γι’ αυτό. Αντίθετα οι χριστιανοί εγκατέλειψαν τα πάτρια για να υπερασπιστούν τη διδασκαλία του Ιησού χωρίς να αποτελούν ένα Έθνος όπως οι Ιουδαίοι.
Εδώ και 40 χρόνια θυμάμαι ότι στα χωριά του Ασπροποτάμου η Ανάσταση έβγαινε νωρίτερα διότι ένας παπάς έπρεπε να πάει σε δυο ή και σε τρια χωριά να βγάλει Ανάσταση. Προκειμένου να μην κάνουν καθόλου Ανάσταση έβγαινε νωρίτερα. Πού είναι το κακό;
Η άγνοια της σημασίας των λέξεων, δηλαδή η έλλειψη κατανόησης, ωθεί τους ανθρώπους να παίρνουν τοις μετρητοίς όχι μόνο αλήθειες που αγνοούν αλλά και σφάλματα. Και το χειρότερο τους ωθεί να δίνουν βάση και στις ανοησίες αυτών που εμπιστεύονται, διότι ούτε
τα σφάλματα, ούτε η ανοησία μπορεί να επισημανθούν χωρίς την πλήρη κατανόηση των λέξων.
Από την ίδια αιτία προκύπτει το ότι οι άνθρωποι αποκαλούν διαφορετικά τα ίδια πράγματα εξαιτίας των διαφορετικών παθών τους. Έτσι, όσοι εγκρίνουν μια ιδιωτική πεποίθηση την αποκαλούν γνώμη, αλλά όσοι την απεχθάνονται την αποκαλούν αίρεση. Αλλά και η λέξη αίρεση δεν σημαίνει παρά ιδιωτική πεποίθηση μόνο που κρύβει περισσότερη χολή.
Στο σύνολό τους οι αρχαίες θρησκείες πίστευαν σε θεούς που είχαν πεθάνει και στη συνέχεια αναστηθεί. Ο Πλούταρχος, λοιπόν, υποστηρίζει, ότι η ανάσταση του θεού συμβολίζει την αναγέννηση της φύσης ύστερα από τον χειμερινό της λήθαργο. Στην αρχαιότητα τίποτα δεν σου επιβάλλουν βιαίως ενώ τα μεταγενέστερα δόγματα επέβαλλαν με βία και αίμα. Τα νέα δόγματα υποστήριζαν ότι εάν δεν το κάνεις έτσι όπως το επέβαλλαν τότε θα πηγαίνεις στην «κόλαση». Στην αρχαιότητα δεν υπήρχε αυτός ο δογματισμός, είχες μια κάποια ψευδαίσθηση ελευθερίας.
Στην ταινία «ο Χριστός ξανασταυρώνεται» του Ζιλ Ντασέν από την μεταφορά του βιβλιου του Νίκου Καζαντζάκη, υπάρχει μια υπέροχη σκηνή:
Μαζεμένοι οι Ξενομερίτες στην πλατεία του χωριού.
Παπα-Γρηγόρης: Ποιοί είστε, γιατί φύγατε από τα σπίτια σας; Τι γυρεύετε εδώ;
Παπά-Φώτης: Γέροντα, εγώ είμαι ο παπα-Φώτης από ένα μικρό χωριό, τον Αϊ Γιώργη και ετούτοι είναι οι ψυχές που μου τις φρόνισε ο Θεός. Κάψαν οι Τούρκοι το χωριό, μας διώξαν από τα χώματά μας, σκότωσαν όσους μπορούσαν κι εμείς που γλιτώσαμε πήραμε τα μάτια
μας. Μπήκε ο Χριστός μπροστά και ακολουθούμε. Γυρεύουμε καινούργια χώματα να πιάσουμε. Είμαστε χριστιανοί, είμαστε Έλληνες, μεγάλη γενιά, δεν πρέπει να χαθεί.
Παπα-Γρηγόρης: Άκουσε γέροντα, ό,τι γίνεται στον κόσμο γίνεται με το θέλημα του Θεού. Αυτός θα πει η Γλυκόβρυση να χαίρεται τα αγαθά της και αυτός πάλι βυθίζει το χωριό σας σε πένθος. Την αλήθεια να μου πεις. Τι αμαρτίες κάνατε και πέσατε σε τέτοια συμφορά… Μολόγα.
Παπα-Φώτης: Παπα-Γρηγόρη είμαι κι εγώ λειτουργός της πίστης, είμαστε θες δε θες πιστοί. Μπορεί εσύ να είσαι πλούσιος κι εγώ φτωχός.Μπορεί να έχεις παχιά λειβάδια για να βόσκεις το ποίμνιό σου, εγτώ δεν βλέπεις, δεν έχω που την κεφαλή κλίναι, όμως μπροστά στο Θεό
είμαστε ίσοι. Μπορεί εγώ να είμαι πιο κοντά γιατί πεινάω…
Παπα-Γρηγόρης: Λέγε, τι μπορούμε να κάνουμε.
Παπα-Φώτης: Έχετε περισεβούμενα χωράφια χέρσα, δώστε τα μας να τα μερώσουμε. Να τα σπείρουμε, να τα θερίσουμε, να φτιάξουμε ψωμί.
Εντωμεταξύ μια γυναίκα από το πλήθος πεθαίνει.
Παπα-Γρηγόρης: Ο Θεός, ο Θεός παιδιά μου τούτη τη στιγμή παίρνουμε απόκριση, δίνει την απόκριση ο Θεός. Κοιτάξτε αυτή τη γυναίκα, κοιτάξτε τη καλά, έχει φουσκωμένη την κοιλιά, πρησμένα τα πόδια, το πρόσωπό της είναι πράσινο… έχει χολέρα. Τούτοι κουβαλάνε το μεγάλο θάνατο. Δέστε κόμπο την καρδιά σας, αναλογιστείτε τις γυναίκες, τα παιδιά σας. Δεν παίρνω απόκριση εγώ, την πήρε ο Θεός. Να η απόκριση γέροντα, κουβαλάτε το μεγάλο θανατικό αδέλφια και άντε στην ευχή του Θεού μη μας κάψετε. Δεν σας δέχεται το χωριό να φύγετε.
Παπα-Φώτης: Σας είπε ψέματα ο παπάς σας αδελφοί, δεν κουβαλάμε το θανατικό. Πεινάμε… η γυναίκα τούτη πέθανε από την πείνα.
ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ
Υ.Γ.: Μια άλλη υπέροχη σκηνή με τον Τούρκο αγά και τον Έλληνα Κοτσαμπάση. Κάποια στιγμή λέει ο αγάς στον Έλληνα που περιμένει να έρθει ο παπάς να τον διαβάσει. «Που θα πας σύμφωνα με τη θρησκεία σου;». «Στην κόλαση», του απαντά ο κοτσαμπάσης. «Τι παράξενο», αναρωτιέται ο αγάς, «έχω κάνει την ίδια ζωή με σένα, αλλά η δική μου θρησκεία
υπόσχεται ότι θα πάω στον παράδεισο όπου με περιμένει πιλάφι, γυναίκες και άλλες απολαύσεις». Και συνεχίζει ο αγάς να προβληματίζεται «ρε συ, μήπως μας παραμυθιάζουν και τους δυο;».