Του Γεωργίου Παπασίμου, Δικηγόρου
Σε σύντομο διάστημα από την εκλογή του, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, συνεχίζοντας τις μεγάλες εκπλήξεις, έχει καταφέρει συμβολικά ισχυρό πλήγμα στις παγιωμένες νεοφιλελεύθερες μονεταριστικές δοξασίες περί της αποκλειστικότητας της αγοράς, του ανταγωνισμού και της ασυδοσίας των πολυεθνικών, ακόμα και όταν η δραστηριότητά τους αφορά την παγκόσμια υγεία. Μετά την εξαγγελθείσα ριζοσπαστική οικονομική κεϋνσιανή οικονομική πολιτική με πρόγραμμα 8 τρις δολάρια αποκλειστικά δημόσιων επενδύσεων και προώθηση για πρώτη φορά φορολογίας στα κέρδη των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων, ακολούθησε η πρόσφατη πρότασή του για μερική χρονική άρση των πατεντών για τα εμβόλια κατά του κορωνοϊού, επισύροντας την μήνι του παγκοσμίου τραστ των φαρμακευτικών πολυεθνικών.
Είναι βέβαιο ότι αυτά θα αποτυπωθούν θετικά στην ιστορική διαδρομή και μάλιστα ως μια μεγάλη έκπληξη, αφού ο κατά τον ανεκδιήγητο Ντόναλντ Τραμπ «κοιμισμένος Τζο» έχει μετατραπεί στον πιο ριζοσπαστικό Αμερικανό ηγέτη από την εποχή του Ρούσβελτ.
Η τελευταία του πρωτοβουλία για υποχρεωτική μερική χρονικά άρση των πατεντών για την παρασκευή εμβολίων κατά του κορωνοϊού αποτελεί μια δίκαιη και ορθολογική προσέγγιση, αφού η άνιση κατανομή των εμβολίων στον πλανήτη είναι χαοτική, εγείροντας όχι μόνο ηθικού ή ουμανιστικού τύπου ζητήματα, αλλά και ερωτήματα για το ποιες είναι οι αναγκαίες επιτακτικές ενέργειες για την αντιμετώπιση των παγκόσμιων κινδύνων που επαπειλεί η πανδημία του Covid-19.
Εξαιτίας της δραματικής άνισης κατανομής των εμβολίων μεταξύ των πλούσιων και φτωχών χωρών και λόγω της πρόταξης της κερδοσκοπίας των μεγάλων πολυεθνικών φαρμακευτικών εταιρειών – παραγωγών, ελλοχεύει ο κίνδυνος να παρασχεθεί ο χρόνος και οι κατάλληλες συνθήκες στον Covid-19 να μεταλλαχθεί και να απειλήσει μεγάλα πληθυσμιακά τμήματα του πλανήτη, του τρίτου και τετάρτου κόσμου (Αφρική, Ασία κ.λπ.). Μια τέτοια εξέλιξη θα θέσει σε άμεσο κίνδυνο και τις πλούσιες κοινωνίες, ακόμα και αν αυτές έχουν προλάβει να εμβολιαστούν, αφού πιθανόν οι νέες μεταλλάξεις δεν θα μπορούν να αντιμετωπιστούν με τα υπάρχοντα εμβόλια. Ήδη η ανεξέλεγκτη επέλαση του Covid-19 στην Ινδία, τη Νότια Αφρική και τη Βραζιλία, φέρνει ολοένα και πιο κοντά αυτή την εφιαλτική προοπτική.
Η ανισότητα στη διακίνηση των εμβολίων είναι τρομακτική. Το 16% του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχει με τα σημερινά δεδομένα ποσοστό που ξεπερνά το 70% των παραγόμενων εμβολίων. Η κατάσταση αυτή δημιουργεί αντικειμενικά κολοσσιαία προβλήματα:
Ο ανεπτυγμένος κόσμος και ιδιαίτερα η πλούσια Δύση που διατηρεί προνομιακές σχέσεις με τις παγκόσμιες φαρμακευτικές βιομηχανίες – παραγωγούς και οι δύο χώρες παραγωγής (Κίνα, Ρωσία) είναι βέβαιο ότι δεν θα καταφέρουν να πετύχουν το λεγόμενο «υγειονομικό καταφύγιο», αφού ακόμα και αν μπορέσουν και εμβολιάσουν τους πληθυσμούς τους σε ποσοστό 70%, αυτοί θα είναι ευάλωτοι στις απειλητικές μεταλλάξεις, που θα πραγματοποιούνται εν τω μεταξύ στις χώρες του τρίτου και τέταρτου κόσμου.
Εξάλλου, σύμφωνα με το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο, η παρούσα άνιση διανομή των εμβολίων θα κοστίσει στην παγκόσμια οικονομία περίπου 3 τρις ευρώ και αυτό υπό την προϋπόθεση, ότι θα εμβολιαστεί ο μισός πληθυσμός των αναπτυσσόμενων κοινωνιών έως τα τέλη του 2021. Αν όμως αυτό καθυστερήσει, κάτι που είναι βέβαιο λόγω των μεγάλων καθυστερήσεων που παρατηρούνται στην παραγωγή των εμβολίων, τότε το κόστος για την παγκόσμια οικονομία θα ξεπεράσει τα 7 τρις ευρώ. Ενώ αντιθέτως, αν υπάρξει ορθολογική παγκόσμια αντιμετώπιση του φαινομένου της πανδημίας, όπως επιχειρείται από την πρόταση Μπάιντεν, η χρηματοδότηση της αγοράς των εμβολίων από τις πλούσιες χώρες για τον αναπτυσσόμενο τρίτο κα τέταρτο κόσμο, θα απαιτούσε κατά προσέγγιση το ποσό των 60 δις ευρώ.
Συνεπώς, για να υπάρξει ουσιαστική αντιμετώπιση της πανδημίας απαιτείται, αφενός η άμεση απελευθέρωση των εμβολίων ως πλανητικό δημόσιο αγαθό και αφετέρου η χρηματοδότηση της παραγωγής του από τις πλούσιες χώρες, σε συνδυασμό με τη δημιουργία ενός παγκόσμιου μηχανισμού διάθεσης υπό την ομπρέλα του ΠΟΥ.
Απέναντι σε αυτό το κορυφαίο ζήτημα για την ανθρωπότητα αλγεινή εικόνα προκαλεί η άρνηση της Γερμανίας στην πρόταση Μπάιντεν, κάτι που ασθμαίνως έσπευσε να υιοθετήσει και η Γερμανίδα Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, προκειμένου να υπερασπιστεί τις γερμανικές πολυεθνικές φαρμακοβιομηχανίες και να μην ξεφύγει από την σκληρή μονεταριστική πολιτική, την οποία έχει επιβάλει στην Ευρώπη, καθιστώντας αυτήν ουραγό των παγκόσμιων εξελίξεων.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!