Του φιλολόγου Σπυρίδωνος Βλιώρα
Λίγο πριν από την 25η Μαρτίου 2021 οι μαθητές και καθηγητές του Δευτέρου Γυμνασίου Καλαμπάκας, με τις ευλογίες του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ. Θεοκλήτου και υπό την αιγίδα της Μητροπολιτικῆς Ἀκαδημίας Θεολογικῶν καὶ Ἱστορικῶν Μελετῶν Ἁγίων Μετεώρων τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σταγῶν καὶ Μετεώρων καθώς και της Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Τρικάλων, ανακοίνωσαν την συμμετοχή τους στις εόρτιες / εκπαιδευτικές δραστηριότητες για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, με την πρόθεση να αναδείξουν δέκα σημαντικές προσωπικότητες της περιοχής μας που έπαιξαν σημαντικό ρόλο πριν από την επανάσταση του 1821 και κατά τη διάρκειά της.
Θυμίζουμε ότι έχει προκηρυχθεί ένας διαγωνισμός ζωγραφικής για τη φιλοτέχνηση των προσωπογραφιών των προσωπικοτήτων αυτών ή χαρακτηριστικών σκηνών από τη ζωή τους (θα δοθούν σχετικά —χρηματικά— βραβεία και έπαινοι. Διαβάστε και τους όρους του διαγωνισμού). Θα συνεχίσουμε με τον παπα–Θύμιο Βλαχάβα (Ϛʹ μέρος).
Ο Βλαχάβας και όσοι από την οικογένειά του είχαν συλληφθεί οδηγήθηκαν σιδηροδέσμιοι με επίσημο και πανηγυρικό τρόπο (ἐν πομπῇ) στην έδρα του Αλή πασά, στα Ιωάννινα. Εκεί, στην αυλή του σαραγιού, δέθηκε ο παπα–Θύμιος σε πάσσαλο και για δύο ημέρες υπέφερε τις ύβρεις, τους προπηλακισμούς και τους κολαφισμούς του φανατικού όχλου,1 έχοντας παρόμοια τύχη μ’ εκείνη του επίσης κληρικού Διονυσίου Βʹ του Φιλοσόφου, μητροπολίτη Λαρίσης (με έδρα τα Τρίκαλα), διακόσια περίπου χρόνια πιο πριν.2
«Τον έδεσαν τον έρημον, τον ρίχνουν στο σιντζίρι,3
τον πάνουνε στα Γιάννενα πεσκέσι του βεζίρη.
Τον έδεσάνε στην αυλή, κι ο κόσμος τον τηρούνε,
μαζώχθηκαν τα Γιάννενα και πάνε να τον δούνε.
Δυο μέρες τον εκράτησε δεμένον στην αυλή του,
και στερινά τον έλυσε να κάμει την τιμή του.
Τον δίδει του μπουλούκμπαση να πάει να τον χαψώσει,
για να ξετάξει τον παπά, χαμπέρια να του δώσει.
Πώς ήταν η αιτία του που σήκωσε κεφάλι,
και σύνορο στο Μέτζοβο πως ήθελε να βάλει.
Τους είπε: “μην με βάνετε έμενα στο σιντζίρι,
και μαρτυρώ τους φίλους μου σήμερα στο βεζίρη,
τους φίλους μου που μ’ έφεραν εδώ σε τέτοιο χάλι,
που μ’ έκαμαν και τράνεψα και σήκωσα κεφάλι.
Εγώ δεν ήμουν μοναχός σε τούτη την αιτία,
σε τούτον τον μουσιαβερέ4 είχα μπουλούκια τρία.
Ένα μπουλούκι κλεφτουριά, και δυο ήτανε ραγιάδες,
και σήμερα, ’δά σήμερα, φυλάω τες γραφάδες.”
Αλή πασάς δεν το ’στρεξε πολλά να μαρτυρήσει,
μόνον ευθύς επρόσταξε τον δήμιο να τον σκίσει.
Αλή πασάς τον έσχισε, τον έκαμε κομμάτια,
οπού ’ξερε και δούλευε τέτοιας λογής ζενάτια.»5
«Το μεγάλο έγκλημα του επαναστάτη παπά, στα μάτια του Αλή, ήταν η αλληλογραφία6 που είπαν ότι ανακαλύφθηκε ανάμεσα σ’ αυτόν και στους Ρώσους, στην Κέρκυρα, η οποία μπορούσε να οδηγήσει σε σοβαρή επανάσταση· αυτό, διότι πολλοί Έλληνες εκείνη την περίοδο, ανεξαρτήτως της προηγούμενης εμπειρίας, βρήκαν νέες ελπίδες απελευθέρωσης από τον οθωμανικό ζυγό, με την ευκαιρία του ρωσοτουρκικού πολέμου και την παρουσία των Ρώσων στα Εφτάνησα. Κατά την διάρκεια της τρίμηνης φυλάκισής του, μια βασανιζόταν και μια κολακευόταν με υποσχέσεις αμνηστίας, με σκοπό να του αποσπάσουν μία ομολογία για τους συνεργάτες και τους υποκινητές του, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα.»7
«Δεν υπήρχε λοιπόν έλεος για τον Ευθύμιο. Στους τρεις μήνες που έμεινε εγκάθειρκτος βασανίστηκε για να αποκαλύψει ποιος τον υποκίνησε και ποιοι ήταν οι συνεργάτες του, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τέλος, τον περασμένο Οκτώβριο, θανατώθηκε και τα τέσσερα κομμάτια του κορμιού του κρεμάστηκαν στα πλατάνια που βρίσκονται μπροστά στα Γιάννενα.»8
Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, Αθήνα.
Έργο του χαράκτη και γλύπτη Vincenzo Gajassi, από το έργο του Storia della Grecia moderna dal 1803 al 1832, 1833.9
«Οι ραγιάδες —γράφει ο Τάσος Βουρνάς10— με βουρκωμένη την ψυχή, αμίλητοι και πνίγοντας τα δάκρυά τους στάθηκαν και κοιτούσαν τον θεριόψυχο αρματολό, καθώς περνούσε με το κεφάλι ψηλά, βαδίζοντας κατά το σαράι. Τα μαλλιά του χύνονταν λευκός αφρισμένος καταρράχτης στη ράχη του και τα γένια του κατέβαιναν στο στήθος του διχαλωτά, σαν των αγίων στο τέμπλο της εκκλησίας. Τα μάτια του, ήμερα και άτρομα, αναζητούσαν τα μάτια των ραγιάδων, για να τους εγκαρδιώσει· και στα χείλη του πλανιόταν ένα υπερκόσμιο χαμόγελο. Έμοιαζε σαν προφήτης μιας καινούργιας “θεότητας”, που ρίζωσε αιματοποτισμένη κι ανθούσε στα ιερά χώματα των Ελλήνων: “της λευτεριάς”».11
«Ὡς λυσσασμένος σκύλος τρέμων τὴν ὑδροφοβίαν, τρέμων καὶ οὗτος12 πότε νὰ τὸν ἰδῇ θανατωμένον, ἀφοῦ τὸν ὑπέβαλεν εἰς ὅλα τὰ βασανιστήρια, διὰ νὰ χορτάσῃ τὴν δίψαν τῆς κακίας του, ἐπὶ τέλους προστάξας νὰ τὸν σχίσουν εἰς τέσσαρα μερίδια, κρεμάσας τὰ σκέλη του καὶ τὰς χεῖρας του εἰς τέσσαρας θέσεις τῆς πόλεως, διὰ νὰ φοβίσῃ καὶ τοὺς ἄλλους, ἔδωσεν πέρας εἰς τὴν ζωήν του.»13
«Τελικώς, τον περασμένο Οκτώβριο (1809), την επομένη της αναχώρησης του βεζίρη για το Τεπελένι, θανατώθηκε, και τα τέσσερα μέλη του σώματός του κρεμάσθηκαν στα πλατάνια, στην είσοδο των Ιωαννίνων.»14
Στις αρχές16 Οκτωβρίου17 1809 ο «συνοδοιπόρος του Byron κατά τις περιηγήσεις στην Ελλάδα»18 και αρχαιολάτρης Τζων Καμ Χόμπχαουζ (John Cam Hobhouse) μαζί με τον Λόρδο Βύρωνα (George Gordon Byron) έφτασαν στα Ιωάννινα. «Το πρώτο που είδαν οι δυο Άγγλοι περιηγητές μπαίνοντας στην πόλη, ήταν ένα ανθρώπινο χέρι με τη σπάλα του που κρεμόταν από τα κλαδιά ενός δέντρου. Από μακριά φαινόταν κρέας για πούλημα, γιατί το δέντρο βρισκόταν απέναντι ακριβώς από ένα χασάπικο. Ήταν ένα κομμάτι από το σώμα κάποιου Κλέφτη που αποκεφαλίσθηκε πριν πέντε μέρες. Λιανίστηκε στα τέσσερα και τα κομμάτια κρεμάστηκαν σε διάφορα σημεία της πολιτείας.19»20
«We soon entered the suburbs, after having passed a new–built house of the Vizier’s on our right, enclosed within a wall of some extent. On our left hand were Turkish tombstones, and shops to the right. As we passed a large tree on our left, opposite a butcher’s shop, I saw something hanging from the boughs, which at a little distance seemed to be meat exposed for sale; but on coming nearer I suddenly discovered it to be a man’s arm, with part of the side torn from the body, and hanging by a bit of string tied round one of the fingers. Before we set down the Turks as a cruel, savage people, on seeing this, we should recollect that a stranger passing through Temple–Bar fifty years ago might have concluded the English to be of the same character, we learnt that the arm was part of a robber who had been beheaded five days before, and whose remaining quarters were exposed in other parts of Ioannina.»21
«Κατὰ τὸ 1808 ἔτος ὁ Βλαχάβας παπα–Εὐθύμιος μὲ πολλοὺς Καπιταναίους ἔκαμε συνωμοσίαν νὰ κρημνίσῃ τὴν δυναστείαν τοῦ κοινοῦ των ἐχθροῦ. Ἀλλὰ πρὶν ὠριμάσῃ τὸ πρᾶγμα, προδοθεὶς ἀπὸ ἕνα τῶν συνωμοτῶν, ἐπιάσθη ἔξαφνα καὶ ἔπαθεν εἰς Ἰωάννινα τὸν σκληρότατον ἀπ’ ὅλους τοὺς θανάτους, ἐπειδὴ τοῦ κατέκοψαν μεληδὸν τὸ σῶμα ἕως οὗ τὸν ἐνέκρωσαν.»22
«Ὁ Πουκβίλλ, πρόξενος τότε τῆς Γαλλίας παρὰ τῷ Ἀλῇ, ἐξιστορεῖ οὕτω τὰς τελευταίας στιγμὰς τοῦ ἐθνομάρτυρος: Προσδεδεμένον ἐπὶ πασσάλου ἐν τῇ αὐλῇ τοῦ σεραγίου ἐπανεῖδον τὸν Εὐθύμιον Βλαχάβαν, τὸν ὁποῖον ἄλλοτε συνήντησα μετὰ τῶν στρατιωτῶν του ἐν τῷ Πίνδῳ. Αἱ ἀκτῖνες φλογεροῦ ἡλίου προσέβαλλον τὴν ἀγέρωχον ἐκείνην κεφαλήν, ἥτις τοῦ θανάτου κατεφρόνει, καὶ ἄφθονος ἱδρὼς ἔῤῥεεν ἀπὸ τῆς πυκνῆς αὐτοῦ γενειάδος. Ἐγνώριζε τὴν τύχην του, καὶ μᾶλλον ἀτάραχος τοῦ μελετῶντος τὴν σφαγήν του τυράννου, ὕψωσε πρὸς ἐμὲ τοὺς πλήρεις γαλήνης ὀφθαλμούς του, ὡς νὰ μ’ ἐλάμβανε μάρτυρα τοῦ κατὰ τὴν ἐσχάτην ἐκείνην ὥραν θριάμβου του. Μετὰ τῆς γαλήνης τοῦ δικαίου εἶδε τὴν τόσον τρομερὰν διὰ τὸν κακοῦργον ὥραν ἐκείνην ἐγγίζουσαν· ᾐσθάνθη, ἄνευ τρόμου καὶ παραπόνου, τὰ κτυπήματα τῶν δημίων· τὰ δὲ μέλη αὐτοῦ συρθέντα διὰ μέσου τῶν ὁδῶν τῶν Ἰωαννίνων, ἔδειξαν εἰς τοὺς ἐντρόμους Ἕλληνας τὰ λείψανα τοῦ τελευταίου τῶν ἀρχηγῶν τῆς Θεσσαλίας. Φεῦ! Τόσον ἔνδοξος τελευτὴ ἔφερε τὴν κηλῖδα ἐγκλήματος ἀνταρσίας, παρασυράσης τοσούτους ἀθώους εἰς τὸν τάφον; Ἄδυτοι τῆς προνοίας βουλαί, πάντοτε ἐρμηνεύεσθε διὰ θαυμασίων συγχεόντων τοὺς συνήθεις ὑπολογισμοὺς τῆς ἀνθρωπίνου διανοίας!»23
«Τὸ μαρτύριον καὶ ἡ ἐπανάστασις τοῦ Βλαχάβα, συνεχίζει ὁ Πουκβίλλ, προητοίμαζον τὸν θρίαμβον ἀσθενοῦς τινος θνητοῦ, ἔχοντος ὡς μόνα ὅπλα τὴν προσευχὴν καὶ τὴν πραότητα, ἑνὸς ἐξ ἐκείνων τῶν λειτουργῶν τοῦ Χριστοῦ τῶν προωρισμένων νὰ στηρίζωσι τοὺς δειλοὺς ἐν τῷ κοσμικῷ κλύδωνι, καὶ τῶν ὁποίων τὶ αἷμα συγχεόμενον μετὰ τοῦ πολεμιστοῦ ἐπανήγαγε διὰ τοῦ μαρτυρίου τὴν τιμὴν τοῦ χριστιανικοῦ ὀνόματος εἰς τὴν πρώτην αἴγλην.»24
«Τα παιδιά του παπα–Θύμιου, Κωνσταντίνος και Γεώργιος, που ήταν φυλακισμένα μαζί του, εκτελέστηκαν και αυτά στα Γιάννενα, ενώ τα ανίψια του, Αθανάσιος και Νικόλαος, παρέμειναν φυλακισμένοι και αργότερα διέφυγαν και κατέληξαν στην Αταλάντη. Οι συγγενείς του Βλαχάβα είχαν όλοι, λίγο πολύ, παρόμοια τύχη. Πολλοί απ’ αυτούς αιχμαλωτίστηκαν και δημεύτηκε η περιουσία τους, ενώ και ο υιός του παπα–Θύμιου, Ευθύμιος κι αυτός, σκοτώθηκε κι εκείνος λίγο αργότερα, στον αγώνα του 1821, σύμφωνα με τον υιό του και εγγονό τού παπα–Θύμιου, Νικόλαο.»25
«Την εποχή αυτή πιάστηκε ο μοναχός Δημήτριος από την Σαμαρίνα28 με την αιτία ότι παρακινούσε τους χωρικούς σε ανταρσία, ενώ στην πραγματικότητα προσπαθούσε να κατευνάσει τα πνεύματα εφαρμόζοντας τις παραινέσεις του μητροπολίτη Γαβριήλ. Ο Δημήτριος βασανίστηκε τότε σκληρά, για να καταδώσει τους δήθεν συντρόφους του και να εξωμόσει, αλλά έμεινε ως τον θάνατό του πιστός στην θρησκεία του και κέρδισε τον στέφανο του μαρτυρίου.»29
«Ὁ μοναχὸς Δημήτριος, ἐκ Σαμαρίνος τοῦ Πίνδου, ἐμφορούμενος ἐκ τοῦ εὐαγγελικοῦ ἐκείνου ζήλου, ὅστις ἐν τοῖς χρόνοις τοῦ χριστιανικοῦ διωγμοῦ ὑπῆρξεν ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀποστολικοῦ κηρύγματος, διέτρεχε κατὰ τὰς θυελλώδεις ἐκείνας ἡμέρας τὰς διηρεθισμένας ἐπαρχίας, ἵνα κατευνάσῃ τὰ πνεύματα, καὶ ἐπαναγάγῃ τοὺς ἀντάρτας ὑπὸ τὸν ζυγὸν τῆς ὑπακοῆς. Πλὴν καταγγελθεὶς ὡς δημεγέρτης συνελήφθη μετὰ τοῦ Βλαχάβα καὶ πλήρης ἀλύσεων ἐσύρθη πρὸ τοῦ σατράπου τῶν Ἰωανίνων. Παντὶ τρόπῳ προσεπάθησαν ἵνα τὸν ἐξαναγκάσωσι πρὸς καταγγελίαν τῶν διακλαδώσεων τῆς συνωμοσίας, ἐπὶ τῷ σκοπῷ ἐνοχοποιήσεως καὶ τῶν κατεχόντων τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς θρόνους τῆς Θεσσαλίας ὀρθοδόξων ἐπισκόπων.30 Ἀλλ’ οὗτος ἐνισχυόμενος ὑπὸ πίστεως διακαοῦς ἐμαρτύρησε τὴν ἀλήθειαν Θεοῦ τοῦ ζῶντος, αἱ δὲ ἀπαντήσεις αὐτοῦ ἐξήγειραν τοῦ βιζίρου τὴν λύσσαν, ἥτις ἐξερράγη ἐν τῷ ἑξῆς διαλόγῳ ἀξίῳ νὰ μεταδοθῇ εἰς τὴν χριστιανοσύνην, ὡς ἓν ἐκ τῶν ἀνηκόντων εἰς τὸ μαρτυρολόγιον τῆς ἐκκλησίας μνημείων.
―Ἀλῆς: Ἐκήρυττες τὴν βασιλείαν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἑπομένως τὴν πτῶσιν τῆς ἐδικῆς μας θρησκείας καὶ τοῦ σουλτάνου;
―Δημήτριος: Ὁ θεός μου βασιλεύει ἐν ὅλῃ τῇ αἰωνιότητι, καὶ διὰ τὴν αἰωνιότητα. Σέβομαι τοὺς κυρίους, τοὺς ὁποίους μᾶς ἔδωκε.
―Ἀλῆς: Τί φέρεις ἐπὶ τοῦ στήθους σου;
―Δημήτριος: Τὴν σεβασμίαν εἰκόνα τῆς ἁγίας τοῦ θεοῦ μητρός.
―Ἀλῆς: Θέλω νὰ τὴν ἰδῶ.
―Δημήτριος: Εἶναι ἀδύνατον νὰ βεβηλωθῇ. Διάταξον νὰ μοῦ λύσωσι τὴν μίαν χεῖρα καὶ θέλω σοὶ τὴν παρουσιάσει.
―Ἀλῆς: Οὕτω λοιπὸν ἀποπλανᾶς τὰ πνεύματα. Εἴμεθα βέβηλοι! Ἐκ τῶν λόγων τούτων καταταλαμβάνω τὸ ὄργανον τῶν ἐπισκόπων, οἵτινες προσκαλοῦσι τοὺς Ῥώσους, διὰ νὰ μᾶς ὑποδουλώσουν. Ὁμολόγησον τοὺς συνενόχους σου!
―Δημήτριος: Συνένοχοί μου είναι ἡ συνείδησις καὶ τὸ καθῆκον, τὰ ὁποῖα μὲ ὑποχρεοῦσι νὰ παρηγορῶ τοὺς χριστιανούς, καὶ τοῖς διδάσκω τὴν εἰς τοὺς νόμους σας ὑποταγήν.
―Ἀλῆς: Εἰπὲ εἰς τοὺς ἐδικούς σας νόμους, σκύλε χριστιανέ.
―Δημήτριος: Αὐτὸ τὸ ὄνομα ἀποτελεῖ τὴν δόξαν μου.
―Ἀλῆς: Φέρεις μίαν εἰκόνα τῆς Παναγίας, εἰς τὴν ὁποίαν ἀποδίδουσι τερατουργήματα.
―Δημήτριος: Εἰπὲ θαύματα. Ἡ μήτηρ τοῦ Σωτῆρός μου εἶναι ἡ παρὰ τῷ ἀθανάτῳ αὐτῆς Υἱῷ καὶ Θεῷ μεσίτρια τῶν χριστιανῶν. Καθ’ ἑκάστην θαυματουργεῖ δι’ ἡμᾶς, καὶ καθ’ ἑκάστην καὶ ἐγὼ ἐπικαλοῦμαι τὴν ἀντίληψίν της.
―Ἀλῆς: Ἂς ἴδωμεν ἐὰν καὶ τώρα θέλῃ σὲ ὑπερασπισθῇ· Δήμιοι, βασανίσατέ τον.
Εἰς τούς λόγους τούτους ἀπαγγελθέντας μεθ’ ὅλης τῆς ἐνεργείας τῆς μανίας, οἱ ἀκόλουθοι τοῦ σατράπου κρύπτονται, οἱ δ’ ἐκτελεσταὶ τοῦ ἐγκλήματος ἁρπάζουσι τὸ θῦμα, καὶ τὸ ῥίπτουσιν εἰς τοὺς πόδας τοῦ σατράπου, ὅστις πτύει κατὰ τῆς μορφῆς αὐτοῦ. Τοῦ ἀποσπῶσι τὴν ἱερὰν εἰκόνα, καὶ ἐμπήγουσι βραδέως ἀκίδας καλαμίους ὑπὸ τοὺς ὄνυχας τῶν χειρῶν καὶ ποδῶν, διατρυπῶντες καὶ τοὺς βραχίονάς του. Ἐν τῇ ἀναπτύξει τῆς ὀδύνης ἐξέρχονται τοῦ στόματος τοῦ μάρτυρος οἱ λόγοι οὗτοι: “Κύριε, ἐλέησον τὸν δοῦλόν σου, Βασίλισσα τῶν οὐρανῶν, ἱκέτευε ὑπὲρ ἡμῶν.” Περαιωθείσης τῆς διὰ τῶν καλάμων βασάνου, ἐφαρμόζουσι πέριξ τοῦ σεβασμίου μετώπου τοῦ λειτουργοῦ τοῦ Χριστοῦ ἄλυσον ἐξ ἀστραγάλων, τὴν ὁποίαν ἰσχυρῶς σφίγγουσι,31 κράζοντες αὐτῷ νὰ ὁμολογήσῃ τὸ ἔγκλημα καὶ κατονομάσῃ τοὺς συνενόχους. Ἀλλ’ αὕτη θραύεται χωρὶς νὰ τῷ ἀποσπάσῃ οὐδεμίαν ὀδύνην. Ὁ μάρτυς μόνον ἐνοχλεῖται διὰ τὰς κατὰ τοῦ Αἰωνίου ὕβρεις τῶν ἀθεων. Ἐπὶ τέλους οἱ δήμιοι κεκμηκότες ζητοῦσιν ὅπως αἱ βάσανοι διακοπῶσι μέχρι τῆς ἐπαύριον, καὶ τὸ θῦμα ῥίπτεται εἰς τὰ βάθη ὑγροῦ δεσμωτηρίου.»32
«Ὁ σατράπης δὲν παρευρέθη πλέον εἰς τὰς διαταγῇ του ἐπαναληφθείσας βασάνους. Ὁ μάρτυς ἐκρεμάσθη, ὡς ὁ ἅγιος Παῦλος, κατακέφαλα ἐπὶ πυρὸς βραδέως καταβιβρώσκοντος τὸ δέρμα τοῦ κρανίου. Φοβούμενοι ὅμως μὴ ταχέως ἐκπνεύσῃ, ἀποσύρουσιν αὐτὸν τοῦ πυρός, καὶ θέντες ὑπὸ σανδίδα ἀναβαίνουσιν ἐπ’ αὐτῆς καὶ χορεύουσιν, ἵνα συντρίψωσι τὰ ὀστᾶ αὐτοῦ. Ἀλλὰ μήτε αἱ ἀκίδες, μήτε τὸ πῦρ, μήτε ὁ σχοινισμός, μήτε ἡ ὀστεοθλασία ἠδυνήθησαν νὰ νικήσωσι τὸν μάρτυρα, ὅστις ἐπὶ τέλους ἐκτίσθη ἐντὸς τοίχου33 μὲ τὴν κεφαλήν μόνον ἐλευθέραν, καὶ πρὸς παράτασιν τῆς ὀδύνης ἐτρέφετο· ἐξέπνευσε τὴν δεκάτην τῆς ἀγωνίας του ἡμέραν, τὸ ὄνομα τοῦ Παντοδυνάμου μετὰ κατανύξεως ἐπικαλούμενος.
Ἡ παρὰ φύσιν καρτερία αὐτοῦ κατέπληξε τὴν Ἤπειρον, καὶ παρευθὺς ὁ Δημήτριος ὡς ἅγιος ἐδοξάσθη. Τοῦρκός τις ἐκ Καστορίας, μάρτυς τῶν βασάνων αὐτοῦ, ἐζήτησε τὸ βάπτισμα, δι’ ὃ μετ’ ὀλίγον χρόνον ἠξιώθη τοῦ στεφάνου τοῦ μαρτυρίου. Λόγος ἐγίνετο περὶ θαυμάτων ἐκτελουμένων διὰ μόνης τῆς ἐπικλήσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ λειτουργοῦ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἓν δὲ μὴ δυνάμενον νὰ ὑποβληθῇ εἰς ἀμφιβολίαν εἶναι, ὅτι τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐκόρεσε τὴν λύσσαν τοῦ σατράπου, καὶ ὁ Δημήτριος ἐγένετο τὸ ἐξιλαστικὸν θῦμα τῆς Θεσσαλίας· ἔνθα αἱ βάσανοι καὶ οἱ διωγμοὶ ἔπαυσαν.»35
«Ἀδιαφορήσας ὁ Εὐθύμιος νὰ συμπράξῃ μετὰ τῶν Βλαχαβαίων τὸ 1809, κατὰ τὴν συμφωνίαν των —ἢ τουλάχιστον νὰ τοὺς προειδοποιήσῃ—, ἀποστρεφόμενος ἀπὸ ὅλους καὶ διὰ τὸ τελευταῖον τοῦτο κίνημα, καὶ διότι μήτε τὸ μυστήριον ἐδυνήθη νὰ κρύψῃ τῆς Ἐπαναστάσεως οὔτε τὸν Δημήτριον Καλόγηρον τῆς μονῆς Δουσίκου, ὅστις τοὺς κατήχησεν, νὰ προφυλάξῃ ἀπὸ τὰς χεῖρας καὶ τὰ βάσανα τοῦ ἀλιτηρίου, ἀπώλεσαν μετὰ τούτων ὅλων καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη τῶν συντρόφων των ὅλως διόλου, καὶ τοῦ Ἀλῆ πασᾶ τὴν εὔνοιαν, διότι δὲν τὸν εἰδοποίησαν ἐγκαίρως36 διὰ τὸ μυστήριον καὶ τὸ κίνημα.»37
Η επαναστατική προσπάθεια του παπα–Θύμιου άφησε ανεξίτηλο το στίγμα της σε πολλούς τομείς και για πολλά χρόνια έκτοτε, τόσο στην περιοχή που εκδηλώθηκε όσο και ευρύτερα στον ελληνικό χώρο.
Τα ερείπια της μονής του Αγίου Δημητρίου όπως σώζονται. Φωτογραφία Σπυρίδωνος Βλιώρα, 19.08.2014.
«Η απλοϊκή και γεμάτη ειλικρίνεια και ζεστασιά αλλά και πόνο ψυχής ενθύμηση38 του ολιγογράμματου Βαρλααμίτη ιερομονάχου παπα–Χρύσανθου, γραμμένη στην τοπική διάλεκτο, στα φύλλα 223v και 224r του κώδικα 106 της μονής Βαρλαάμ, δίνει ζωντανή και παραστατική εικόνα των δραματικών αλλά και ηρωικών εκείνων γεγονότων.»39
«1809. Χρυσάνθου40 μοναχοῦ, Τρικαλινοῦ. Κάμω <θύμηση> ἐγὼ ὁ Χρύσανθος πὼς ἔπιασε ὁ καπιτὰν πασιᾶς τὸν παπα–Θύμιο Πλαχάβα καὶ ἔστειλε εἰς τὰ Ἰωάννινα στὸν βεζίρη καὶ τὸν ἔκαμε τζιρέκια41 τέσσερα· καὶ τοὺς δικούς του τοὺς ἐπῆρε τὸ τοβλέτι μέσα. Ἔπιασαν μὲ τοὺς Ἀρβανῖτες πόλεμον εἰς τὸ Καστράκι, 1809 1809 (sic).»42 Και στο φύλλο 224r του ίδιου κώδικος ο μοναχός Χρύσανθος σημειώνει το τέλος της ενθύμησης: «Καὶ τελειώνοντας ὁ πόλεμος ἔστειλε ὁ βεζίρης καὶ ἐβούλωσε τὰ μοναστήρια καὶ ἐπῆρε καὶ τοὺς γούμενους ἀπάνω εἰς τὰ Ἰωάννινα ἕως τὴν σήμερον ἡμέρα.»43
«Ἀλλὰ μετ’ οὐ πολύ, κατὰ τὸ 1809, ὁ μὲν Παπαθύμιος Μπλαχάβας συνελήφθη ὑπὸ τοῦ Ἀλῆ πασᾶ τῆς Ἠπείρου, ἡ δὲ μονὴ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου διὰ τηλεβόλων κατεστράφη. Τότε ἐγκατελείφθη καὶ ἡ μονὴ τῆς Ὑπαπαντῆς, αἱ δ’ ἄλλαι μοναὶ τῶν Μετεώρων ὑπέστησαν τὰ πάνδεινα.»44
Μια πρώτη αντίδραση του Αλή πασά στην περιοχή μας ήταν η καταστροφή της μετεωρίτικης μονής του Αγίου Δημητρίου45 και η σύλληψη μετεωριτών μοναχών κι άλλων κατοίκων της περιοχής που μετείχαν στις επαναστατικές κινήσεις ή υπήρξαν αρωγοί. Κάποιοι απ’ αυτούς σκοτώθηκαν ή πέθαναν από τα βασανιστήρια, όπως για παράδειγμα ο προεστός της περιοχής Γιαννάκης Καλαμπάκας,46 ο οποίος ζούσε στις 15.11.1805 που επισκέφτηκε την Καλαμπάκα ο Martin William Leake,47 όμως είχε ήδη πεθάνει στις 24.11.1809 που ξαναπέρασε από την πόλη ο ίδιος Άγγλος περιηγητής: «Η Καλαμπάκα υπέφερε πάρα πολύ, τελευταία, από τα καμώματα του τελευταίου προεστού Γιαννάκη, που έκτισε ένα εξαίσιο αρχοντικό με τα έσοδα των λεηλασιών του και τελείωσε τη ζωή του στη φυλακή των Ιωαννίνων».48
Το αρχοντικό του πέρασε στην κατοχή τού γιου τού Αλή, του Βελή πασά, όπως διαπίστωσε στα 1813 που επισκέφθηκε την πόλη ο Άγγλος γιατρός και περιηγητής σερ Ερρίκος Χόλλαντ: «Η μικρή πόλη της Καλαμπάκας που έχει περί τα 200 σπίτια49 είναι χτισμένη ακριβώς κάτω από τον ψηλότερο από τους μοναδικούς αυτούς βράχους, ο οποίος δεσπόζει πάνω από την πόλη και τους κατοίκους της. Το μεγαλύτερο κτήριο και το μόνο με υποφερτή εμφάνιση είναι ένα σπίτι που ανήκει στον Βελή Πασά.»50
Σε πρώτο πλάνο το αρχοντικό, φωτογραφημένο πριν την καταστροφή του το 1943, από τη μικρή Αγιά. Στο βάθος ο λόφος του προφητη‑Ηλία, ο Πηνειός και ο Κόζιακας.
Βέβαια, δεν πέθαναν όλοι οι μετεωρίτες ηγούμενοι στις φυλακές του Αλή πασά, όπως φαίνεται τουλάχιστον από τον Αγιοστεφανίτη ηγούμενο Θεοφάνη, ο οποίος ζούσε και στα 1804 και στα 1814, σύμφωνα με σχετικές μαρτυρίες,51 ενώ γνωρίζουμε πως και ο μητροπολίτης Σταγών Γαβριήλ κατείχε το αξίωμα της επισκοπείας και πριν αλλά και αρκετά χρόνια μετά την αποτυχία της βλαχάβειας επανάστασης.
«Ανάμεσα σ’ αυτούς που πιάστηκαν τότε ήταν και ο Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων, ο γνωστός έπειτα δάσκαλος του Γένους, ο οποίος ρίχθηκε στις φυλακές των Ιωαννίνων και σώθηκε μόνο με την καταβολή πολλών χρημάτων.»52
Μια ακόμη συνέπεια ήταν η φυγή κατοίκων της περιοχής, κλεφταρματολών αλλά και απλών πολιτών, η ερήμωση και η πληθυσμιακή μείωση γειτονικών χωριών, όπως π.χ. συνέβη στο Ρουξιόρι, τον Τριστιανό, το Ρίγκλαβο κ.α.53 «Ὀλιγώτατοι ἔμειναν ἔκτοτε εἰς τὴν ὑποταγὴν τοῦ Ἀλῆ. Ἐκρύφθησαν εἰς τὰ ὄρη, εἰς τὰς νήσους, εἰς τὴν Πελοπόννησον καὶ ἐπρόσμεναν καιρὸν ἐκδικήσεως.»54 Έτσι, «ο Αλής55 βρήκε την ευκαιρία να σφετεριστεί πολλά χτήματα Χριστιανών και Τούρκων ακόμη της περιοχής και να τα προσαρτήσει στο τσιφλίκι του τη Βοϊβόδα (= Βασιλική).»56
Τα έτη που ακολούθησαν μετά από την αποτυχημένη εξέγερση του Βλαχάβα έχουμε την καταγραφή σειράς ενθυμήσεων που αποτυπώνουν την σιτοδεία και τις συνακόλουθες ακρίβεια και πείνα που επικράτησαν στην ευρύτερη περιοχή.
«Ἀναφέρω διὰ τὴν ἀκρίβειαν57 τοῦ ἔτους 1809· ἔπεσε καὶ ἀρχίνησε ἀκρίβεια· εἶχε τὸ λοτζέκι58 γρόσια 3· καὶ κράτησε ὡς τὸ 1810, ἕως Μάη μῆνα.»59
«Ἐν ἔτει 1809 ἔγινε μεγάλη ἀκρίβεια (…) καὶ δὲν εὕρισκε ὁ κόσμος καὶ πολλοὶ κινδύνευαν μὲ θάνατο ἀπὸ τὴν πεῖνα.»60
«Εἰς τοὺς 1810. Γράφομεν διὰ ἐνθύμησιν τῶν καιρῶν ὁποῦ ἔγινε μεγάλη ἀκρίβεια61 καὶ εἰς τόσον ἐκαταστάθη ἐκείνη ἡ μεγάλη δυστυχία καὶ ἀκρίβεια, ἕναν ὁλόκληρον χρόνον, καὶ τέλος πάντων ἐκαταστάθη τὸ λοτζέκι γρόσια 10. Πάντως καὶ τόσον ἦρθαν ὁ κόσμος ὁποῦ τὸ ἐνόμιζαν ὅτι ἤγγικεν τὸ τέλος, καὶ λοιπὸν διὰ ἐνθύμησιν τὰ σημειώνω τοῦτα εἰς τὸ βιβλίον. Διονύσιος ἱεροδιάκονος τοῦ Ἁγίου Σταγῶν γράψας.»62
«Ο Πουκεβίλ, εκτιμώντας την κατάσταση που δημιουργήΘηκε μετά την ήττα του κινήματος, περιγράφει τις επιπτώσεις της ήττας στη ζωή των Θεσσαλών χωρικών: “Από την εξέγερση του Ευθυμίου Βλαχάβα η Θεσσαλία κατεστραμμένη από τον πόλεμο και την πανώλη τιμωρημένη και μόλις ελεύθερη από τους ζυγούς της έπεσε στη διοίκηση του Βελή πασά, δεν μπόρεσε να αντέξει μια ακόμα πιο μεγάλη δυστυχία. Οι σπατάλες αυτού του βεζίρη εκμηδένισαν τους συνηθισμένους πόρους ζωής, οι φόροι ήταν πενταπλάσιοι και αυτή η όμορφη επαρχία έχοντας χάσει την πλούσια φυσιογνωμία της απειλήθηκε από τη στέρηση του πληθυσμού της. Οι Έλληνες μετανάστευσαν κατά ομάδες καταφεύγοντες στην Οδησσό.”»63
«Η έκρυθμη κατάσταση στη Ρούμελη συνεχίσθηκε ως τη λήξη του ρωσοτουρκικού πολέμου (1812), οπότε ο σουλτάνος64 αναγκάσθηκε να διορίσει πάλι επιθεωρητή των δερβενίων τον Αλή πασά, για να περιστείλει τις ληστείες.»65
«Ἀμίμητος ὁ παπα–Θύμιος ὡς πρὸς τὸν ζῆλον καὶ ἰσοτιμούμενος μὲ τοὺς ἁγίους μάρτυρας τῆς θρησκείας μας, μετὰ τὸν μαρτυρικόν του θάνατον ἄφησε τὸν Κωνσταντῖνον, Γεωργάκην καὶ… υἱούς του καὶ τὸν Θανάσην καὶ Νικόλαον ἀνεψιούς του εἰς χεῖρας τοῦ Ἀλή πασᾶ. Ἀφοῦ οἱ τρεῖς υἱοὶ ἐτάχθησαν ἔπειτα εἰς Ἰωάννινα, μετὰ τὴν πτώση του Ἀλῆ πασᾶ, διεδέχθησαν οἱ ἄνωθεν ἀνεψιοὶ τὸ Ἀρματολίκι. Τρομασμένοι οὗτοι ἀπὸ τὰ παρελθόντα περιστατικά των, ἀδύνατοι κατὰ τὸν νοῦν, ἐναντίον τῶν ἐλπίδων ὅλων τῶν Καπιταναίων τῆς Ἐπαναστάσεως, ἄψυχοι φανέντες εἰς μίαν ἐπαρχίαν, τῆς ὁποίας τὰ αἰσθήματα τοῦ λαοῦ ἐβοηθοῦσαν ἄλλους καὶ κατὰ τὸ 1821, τὸ ἱστορικὸν τῶν Βλαχαβαίων φαίνεται ὅτι κλείεται ὡς ἐπίσημον μέχρι τοῦ Θεοδωράκη καὶ παπα–Θύμιου.»66
Οι διάδοχοι Βλαχαβαίοι διατήρησαν «την εξουσία τους στο αρματολίκι των Χασίων (…) ως το 1829, οπότε καταργήθηκε ο θεσμός των αρματολικιών»,67 όμως το αρματολίκι έφθινε συνεχώς σε δύναμη και σημασία: «Ο καζάς, δηλαδή το διαμέρισμα, των Τρικάλων διαιρείται σε οκτώ κόλια,68 σύμφωνα με το σύστημα διακυβέρνησης του Αλή πασά, τα οποία περιλαμβάνουν συνολικώς 180 οικισμούς. (…) 8)Των Χασίων. Στο κόλι αυτό συμπεριλαμβάνονται τώρα μόνο έξι μικρά χωριά.»69
Παρά τις προφανείς οδυνηρές της συνέπειες, η ήττα της βλαχάβειας επαναστατικής προσπάθειας επηρέασε μακροπρόθεσμα και θετικά την απελευθερωτική προσπάθεια των Ελλήνων. Ο παπα–Θύμιος, κατά τον Πουκεβίλ, συμβούλεψε σωστά: «Γινώσκω τὴν ἀπιστίαν τῶν Τούρκων, φυλάξατε τοὺς βραχίονάς σας δι’ εὐτυχεστέρους χρόνους, φύγετε».70 Και πράγματι διδάχθηκαν από τα λάθη που έγιναν, «δὲν ἀπεθαρρύνθησαν, ἀλλὰ μᾶλλον ἐπωφελήθησαν οἱ Ἕλληνες διορθώσαντες τὰς ἐλλείψεις των.»71 Πολλοί επιφανείς κάτοικοι της περιοχής, ανάμεσά τους και Βλαχαβαίοι μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρεία και προσπάθησαν πιο οργανωμένα να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό. «(Ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος) συνεννοηθεὶς μετὰ τοῦ πατρός του ἐκατήχησε δι’ αὐτοῦ καὶ τοὺς καπιταναίους Νικολὸ Στορνάρην, Γρηγόριον Λιακατᾶν, Νάσιον Μάνδαλον, Βλαχάβαν καὶ Σταμούλην Γάτσιον.»72
«Ο παπα–Θύμιος, μετά τον μαρτυρικό του θάνατο, απέκτησε την αίγλη του προδρόμου της επανάστασης του 1821 κι η μορφή του παραμένει στην ιστορία μας παραδειγματική. Θεωρείται, εξάλλου λαϊκός αγωνιστής με στόχους κοινωνικούς, στον βαθμό που η επανάστασή του στρέφονταν και κατά της καταπίεσης και των αυθαιρεσιών της διοίκησης του πασαλικιού των Ιωαννίνων που βρισκόταν τότε στην ακμή του.73
Πέρα όμως από την συμβολική αυτή πτυχή που έχει η εξέγερση των αδελφών Βλαχάβα, η ακριβής διάσταση του επαναστατικού τολμήματος των Βλαχαβαίων δεν είχε μέχρι τώρα διαλευκανθεί. Επρόκειτο για τοπικό ξέσπασμα μερικών αρματολών και κλεφτών που θέλησαν, κατά κάποιο τρόπο, να συνεχίσουν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις των Ολυμπίων οπλαρχηγών και του Νικοτσάρα (1807) ή για κάποιο ευρύτερο επαναστατικό σχέδιο που θα ταίριαζε καλύτερα στην υστεροφημία του παπα–Θύμιου. Ήδη, από τις αναφορές του Αρχείου του Αλή Πασά74 διαπιστώνουμε ότι οι εξεγερμένοι κάλυπταν, όπως είπαμε, μια γεωγραφική περιοχή από τα ορεινά της Καλαμπάκας μέχρι τα παράλια του Πλαταμώνα. Πιστεύουμε ότι η ζώνη αυτή ήταν πολύ εκτεταμένη για τις δυνάμεις που διέθεταν οι τοπικοί κλεφταρματολοί, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να αντιμετωπίζουν μια οργανωμένη αντεπίθεση μεγάλης στρατιωτική δύναμης.»75
Το άγαλμα του παπα–Θύμιου Βλαχάβα σε πλάτωμα απέναντι από τις μονές του Αγίου Δημητρίου και της Υπαπαντής
Σε διάφορα σημεία της περιοχής μας στήθηκαν προτομές ή ανδριάντες του παπα–Θύμιου Βλαχάβα: το 1955 στην πλατεία Αμερικανών στα Τρίκαλα, έργο του Τρικαλινού καλλιτέχνη Μενέλαου Καταφυγιώτη,76 το 1962 στην πλατεία Ρήγα Φεραίου της Καλαμπάκας με πρωτοβουλία του Διδασκαλικού Συλλόγου Καλαμπάκας,77 στις 27.05.1990 στο υψίπεδο βορειοανατολικά της κατεστραμμένης μονής του Αγίου Δημητρίου και σε απόσταση 160 μέτρων απ’ αυτή με πρωτοβουλία του —τότε— μεγαλομετεωρίτη ηγουμένου Αθανασίου, έργο του γλύπτη Ευθυμίου Καλεβρά, με εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα με σχετικό επίγραμμα, σε πλατεία του χωριού Βλαχάβα κ.α. Πολλοί οδοί επίσης σε Καλαμπάκα, Τρίκαλα, Ιωάννινα, Πάτρα κ.α. έχουν ονομαστεί έτσι προς τιμήν του παπα–Θύμιου.
Προτομή στην πλατεία Ρήγα Φεραίου στην Καλαμπάκα
Ζʹ μέρος. 1809: Το τέλος του παπα–Θύμιου Βλαχάβα και των επαναστατικών προσπαθειών
1809.08–10: Ο Ευθύμιος Βλαχάβας στα Ιωάννινα, το τέλος
Διήγηση περιηγητή Πουκεβίλ για το τέλος του Βλαχάβα
Τέλος των παιδιών του
Μοναχός Δημήτριος ἐκ Σαμαρίνος26
Σχέσεις Δημητρίου (και Βλαχαβαίων) με Ευθύμιο Στορνάρη
Συνέπειες από το βλαχάβειο επαναστατικό κίνημα
Καταστροφές, συλλήψεις και θανατώσεις κληρικών και λαϊκών
Ερήμωση, σφετερισμός κτημάτων
Σιτοδεία, ακρίβεια, πείνα
Διάδοχοι του παπα–Θύμιου στο αρματολίκι των Χασίων
Επίλογος
Προτομές και οδοί παπα–Θύμιου Βλαχάβα
Βιβλιογραφία
Υποσημειώσεις