Ξένο σώμα της βιοτής μέσα στην Εκκλησία αποτελεί η συνήθεια. Απαγορευμένο καρπό, αμάρτημα. Ένα ανεπανόρθωτο ξετύλιγμα μιας κακεντρεχούς οικείωσης με τα θεία που σε όλο της το εκφαντορικό ξεδίπλωμα δεν θυμίζει σε τίποτε στάση απαράμιλλης προσκύνησης και κατάφασης στο μυσταγωγικό ύφος της εορτής.
Απούσης κάθε ικμάδας ευμένειας από την συνήθεια, η συνήθεια καθίσταται ολοένα και περισσότερο επικίνδυνη όταν εκτροχιάζεται από το ασκητικό ήθος της παραδοσιακής αρμονίας και λειτουργώντας με επιμήθεια συμπαρασύρει το μυστήριο σε ένα απύθμενο και ανεπίστρεπτο επιμύθιο πνευματικής αποξένωσης. Ό,τι συνηθίζεται και εκφέρεται, είτε με λόγο είτε με πράξη, ως συνήθεια μέσα στο πανηγυρικό ξεφάντωμα της κάθε εορτής, πέρα από το γεγονός ότι αδυνατεί να εμπνευστεί από την έκπληξη του θείου θελήματος, με αδύναμη θεληματική φύση καθηλώνεται ως στατικό αναπάντεχο μπροστά στο βίωμα ως γεγονός μετοχής.
Χριστός Ανέστη. Δεν υπάρχει πιο τρανό παράδειγμα που καταδεικνύει τον άκαμπτο συναισθηματικό κόσμο ενός πιστού. Το νόημα είναι σαφές και δεν έχει να κάνει με κανέναν παιχνίδι γλώσσας όπως θα συνηγορούσε ο Wittgenstein. Το νόημα αυτό είναι πολύ πιθανόν να μην το αντιλαμβάνεται και συνάμα να μην το βιώνει το σύνολο των πιστών που σπεύδουν να αγκαλιαστούν και να φιληθούν, αφήνοντας πίσω την ευχή που ψέλλισαν πριν από μερικά δευτερόλεπτα.
Τί νόημα έχει η Ανάσταση του Χριστού; Μήπως αναστήθηκε για τον Εαυτό Του; Δεν λέει τίποτε εάν ο Χριστός επιθύμησε να κάνει την έκπληξη και να αποκαλύψει με έναν τέτοιο τρόπο την δόξα Του. ‘’Ἀναστήτω ὁ Θεός, καὶ διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ’’. Ε, και; Αυτό ήταν το ζητούμενο; Γι’ αυτό ψελλίζεται το ‘’Χριστός Ανέστη’’; Έχω την αίσθηση πως ψελλίζεται και αφήνεται. Το νόημα του, η ουσία του, το επέκεινα του δεν μαρτυρεί το βάθος της υπόστασης, την ύπαρξη του καταβεβλημένου θανάτου. Αν ο κάθε πιστός που ομολογούσε την ανάσταση του Χριστού, πίστευε την ίδια στιγμή με βεβαιότητα σε όλα εκείνα που η ίδια συμπαρασύρει μαζί της ως οντολογικά νοήματα και εμβαθύνσεις, αλλά κατείχε (είχε ως γνώση βιωματική) όλα αυτά, τότε οι χριστιανοί σε πείσμα του Ν ίτσε θα ήταν χαρούμενοι (όχι ότι δεν είχε δίκιο).
Η ανάσταση του Χριστού απέχει από την αντίληψη της λογικής. Αυτό το βλέπουμε ιδιαίτερα στους μυστικούς θεολόγους της ορθόδοξης Ανατολής. Το γεγονός της Ανάστασης δεν ερμηνεύεται με καμία μέθοδο και δεν αποτελεί πεδίο φιλοσοφικών στοχασμών. Η ανάσταση όμως τί είναι; Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης στο περί Ψυχής και Αναστάσεως ανοίγει διάλογο με την αδελφή του οσία Μακρίνα για θέματα όπως η ψυχή και ο θάνατος. Μεταξύ άλλων σημειώνει πως ανάσταση είναι ‘’η αποκατάσταση της φύσεως μας στο αρχικό της κάλλος’’. Μετά από μία προσέγγιση του Νύσσης πως μπορεί το ‘’Χριστός Ανέστη’’ να παραμένει μία ευχή που εκφέρεται ως συνήθεια των συγκεκριμένων μάλιστα ημερών;
Μήπως ο άνθρωπος, μήπως ο πιστός αποφεύγει την συζήτηση περί θανάτου; Αυτή είναι αληθινή φιλοσοφία. Το συναντάμε στον Πλάτωνα και αιώνες μετά στον άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό∙ ‘’Φιλοσοφία ἐστί μελέτη θανάτου’’. Αυτός ο θάνατος πατείται με την Ανάσταση του Χριστού. Θα απορήσει όμως κάποιος και θα αναρωτηθεί με ποιον τρόπο πατείται ο θάνατος, αφού συνεχίζει να βασανίζει την ανθρωπότητα. Δεν υφίσταται ο θάνατος; Παντού υπάρχει θάνατος. Εξάλλου, ‘’ο θάνατος αποκαλύπτεται ως η πιο δική μου, ασχέτιστη, μη παρακάμψιμη δυνατότητα’’ καταπώς σημειώνει ο Heidegger στο περίφημο ‘’Είναι και Χρόνος’’. Μήπως ο χριστιανικός οπτιμισμός υπερβαίνει τα όρια του παραδόξου; Θα πει ο Νύσσης πως ο θάνατος είναι αφύσικος, άρριζος και αφύτευτος.
Τα παραπάνω μένει να γίνουν εμπειρία. Τα πρόσωπα υπάρχουν. Η ύπαρξη τους φέρνει σε κοινωνία και η κοινωνία δημιουργεί την σχέση. Βρίσκομαι σε σχέση, ξεδιπλώνομαι στον άλλον, γνωρίζω τον άλλον. Ο έρωτας αποτελεί γνώση. Η σχέση αυτή βιώνεται και το βίωμα φέρνει την εμπειρία της σχέσης αυτής. Υπάρχω στον άλλον. Δεν υπάρχω στον εαυτό μου. Αν υπάρχω στον εαυτό μου, παραμένω άτομο. Επειδή όμως υπάρχω, εκστασιάζομαι. Η έκσταση αφορά την σχέση και παύει με καταγγελτικό ιδεολογικό τρόπο να πληρώνει την παρουσία της στα εντάφια υπαρκτικά σπάργανα. Γνωρίζοντας το πρόσωπο του Χριστού και γνωρίζοντας τον άλλον, πέρα από ιδεοληψίες, υπάρχω σε σχέση, υπάρχω σε κοινωνία, μετέχω στον τρόπο του άλλου κι ο άλλος στον δικό μου τρόπο. Αυτός είναι ο δρόμος της συγχώρησης όπως τα αχώρητα χωρούν τα πάντα και της πλήρωσης.
Το πάτημα του θανάτου δεν είναι ουτοπία για τον χριστιανό. Αποτελεί την ανεπανάληπτη εμπειρία του βεβαιωμένου θαύματος που ως απαγορευμένος γνωσιολογικός καρπός δίνει την σειρά του στο μυστήριο της αποκάλυψης και της ανένταχτης φυσικής αντοχής εντός των κοσμικών ορίων. Δεν αντέχεται ο θάνατος στο πρόσωπο του Θεανθρώπου. Πατείται και μαζί του πατείται κάθε προσπάθεια κυριαρχίας του κακού στην αιωνιότητα του Θεού. Ο θάνατος πατείται. Κανένα φιλοσοφικό σύστημα δεν αντέχει στους μεταφυσικούς του ώμους αυτή την αλήθεια. Στον Άρειο Πάγο κάτι τέτοιο προκάλεσε τον χλευασμό των Αθηναίων (Πράξ. 17, 32). Αυτό το πάτημα του θανάτου γίνεται υπαρκτό, αληθινό βίωμα μέσα στην Θεία Ευχαριστία, ως εμπειρία μιας άλλης γλώσσας που δεν μπορεί να ερμηνεύσει την υπερβατικότητα του μυστηρίου του θανάτου. Στην ευχαριστιακή σύναξη καταγγέλεται ο θάνατος, ο πιστός γευόμενος τον Χριστό ομολογεί το πάτημα αυτό και αποκτά την πνευματική εμπειρία της μετοχής στο πολίτευμα του Θεού, στην απουσία του εξαντλημένου, στα φυσικά του όρια, θανάτου. Ο πιστός δεν φοβάται τον θάνατο και τον καλωσορίζει στην ζωή του ως νίκη της ανάστασης από τους νεκρούς και της αιώνιας και ζωής στο πολίτευμα των Ουρανών.
Ιδεολόγημα ή εμπειρία; Συνήθεια ή τρόπος ύπαρξης; ‘’Η γλώσσα της εκκλησιαστικής εμπειρίας, έτσι όπως διασώζεται και τις μέρες αυτές στο ποιητικό θάμβος της ορθόδοξης λατρείας, δεν έχει τίποτε να κάνει με τις θρησκευτικές παρηγόριες ή με τα πλατωνικά ιδεολογήματα… Η πασχάλια εκκλησιαστική εμπειρία ευαγγελίζεται έναν «καινό» τρόπο της υπάρξεως: Να αντλείς ύπαρξη από τη σχέση, όχι από τη φύση. Ο Χριστός ανέστη από των νεκρών όχι γιατί η ανθρώπινη βιολογική του ατομικότητα κατείχε κάποια ανερμήνευτη μαγική δύναμη, αλλά γιατί μεταποίησε ακόμα και τον βιολογικό θάνατο σε σχέση με τον Θεό – Πατέρα σε ερωτική αυτοπαράδοση και αυτοπροσφορά’’, θα πει ο Χρήστος Γιανναράς.
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (Βαλκανιολόγος, Θεολόγος)
Εφημέριος Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Διάβας