Υπάρχει το φως; Υπάρχει το σκοτάδι; Αν υπάρχουν και τα δύο ποια είναι η αρχή; Είναι το φως; Είναι το σκοτάδι; Η γνωσιολογική θεώρηση των θεμάτων αυτών απασχόλησε και απασχολεί. Έχει σημασία; Είναι η ουσία των πραγμάτων ή θεωρητικές φιλοσοφικές αναζητήσεις;
Ο Χριστός στο ευαγγέλιο της Κυριακής του Τυφλού θεραπεύει έναν εκ γενετής τυφλό (Ιω. 9, 1-38). Γεννήθηκε τυφλός; Γεννήθηκε έχοντας το φως και το έχασε αργότερα; Φταίει κάποιος που υπήρξε τυφλός αυτός ο άνθρωπος; Ο ίδιος; Οι γονείς του; Οι αμαρτίες τους; Σημασία έχει πως αυτός ο άνθρωπος βίωνε μία τραγική κατάσταση. Δεν είχε το φως του, επομένως δεν μπορούσε να θαυμάσει με τα μάτια του σώματος τα θαυμαστά έργα του Θεού. Εν τέλει, αλήθεια, είναι μία μόνιμη κατάσταση αυτή της τυφλότητας;
Το φως. Το σκοτάδι. Ποια είναι η αρχή των όντων; Το φως είναι η αρχή; Αν είναι η αρχή το φως, το σκοτάδι πώς προκύπτει; Μήπως είναι το σκοτάδι η αρχή; Αν το σκοτάδι είναι η αρχή, τότε αυτό έρχεται σε αντίθεση με την αγαθή δημιουργία των πάντων από τον Θεό. Ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός στο έργο του ‘’Κατά Μανιχαίων διάλογος’’ ξεκινάει με μία φιλοσοφική συζήτηση που έχει πολύ βάθος. Δεν ξεκινάει με θεολογικά λόγια, αλλά διεισδύει σε μία γνωσιολογική θεώρηση των πραγμάτων που είναι ελληνική. Το ζήτημα της αρχής τίθεται στις πρώτες γραμμές του έργου. Στον διάλογο που εκτυλίσσεται ο Ορθόδοξος (Ιωάννης Δαμασκηνός) συζητάει με έναν Μανιχαίο. Φυσικά, ο Μανιχαίος δέχεται δύο αρχές, την αγαθή και την κακή. Πόσες αρχές υπάρχουν πραγματικά;
Η αυθεντικότητα έγκειται στην δημιουργικότητα και η δημιουργικότητα ως εκστατική λειτουργία του Θεού σημαίνει την αγαθότητα. Δεν μπορεί ο Θεός να δημιουργεί αγαθό τον κόσμο και κακό. Δεν χωράει δυιλισμός εκεί. Ο Μανιχαίος ισχυρίζεται δύο αρχές, τον αγαθό Θεό και την κακή ύλη. Γνωρίσουμε όμως από τον άγιο Διονύσιο Αρεοπαγίτη και τον όσιο Μάξιμο Ομολογητή πως το κακό είναι ‘’παρυπόσταση’’. Δεν έχει δική του υπόσταση, υπάρχει ως αλλοίωση της όντως καλής υπόστασης κάποιου αγαθού. Για παράδειγμά, το σκοτάδι υπάρχει επειδή δεν υπάρχει φως. Δεν είναι η αρχή το σκοτάδι. Η αρχή είναι το φως. Το σκοτάδι είναι η έλλειψη του φωτός. Λειτουργεί ως παρυπόσταση. Οι δυαρχικοί το θεωρούν όμως ως ον με ιδιαίτερη υπόσταση. Το γεγονός ότι υφίσταται με αφαιρετική έννοια, δεν σημαίνει πως αποτελεί αρχή. Υπό την έννοια αυτή το σκοτάδι δηλώνει την έλλειψη. Αν το σκοτάδι δηλώνει την έλλειψη και αποτελεί αρχή, τότε ο αγαθός Θεός δημιούργησε ελλείψεις; Τα βλέπουμε και στον και στην σκέψη του αγίου Γρηγορίου Νύσσης αυτά που αναφέρεται στο αφύσικο του θανάτου.
Το ζήτημα μας είναι ο τυφλός. Ένας άνθρωπος που δεν είχε την δυνατότητα μέσα από την αίσθηση αυτή να αποκτήσει και την ανάλογη εμπειρία. Ο Χριστός τον θεραπεύει. Χωρίς λόγια όμως. Δεν κάνει μαγικά ο Χριστός, όπως πολλοί χριστιανοί προκαλούν τον Θεό και απαιτούν θαύματα μέσα στην Εκκλησία στις μέρες μας για να μην κολλήσουν τον ιό της πανδημίας. Ο Χριστός συνάπτει σχέση με τον τυφλό. Χρησιμοποιεί λόγο και πράξη. Τον αγγίζει, το Σώμα του Χριστού έρχεται σε επαφή με το ανθρώπινο σώμα και τον γιατρεύει, αλείφοντας στα μάτια του τον πηλό που έπλασε.
Βέβαια, ο Χριστός σκανδαλίζει. Και είναι τόσο περίεργο, όμως η ιστορία κάνει κύκλους. Θεραπεύει το Σάββατο. Μήπως σήμερα μέσα στην Εκκλησία δεν δίνουμε προτεραιότητα πολλές φορές στην ημέρα παρά στο πρόσωπο; Στο μέσο παρά στην ουσία; Και φτάνουμε σ’ έναν τυφλό που θεολογεί, χωρίς να έχει διαβάσει, να έχει δει και να πιστέψει βλέποντας. Ο τυφλός θεολογεί αφού γιατρεύεται μέσα σε λίγα λεπτά. Πού γνώρισε να θεολογεί; Και τι σημαίνει θεολόγος; Αυτός που γνωρίζει τους Πατέρες; Αυτός που διαβάζει πολύ; Μήπως αυτός που αποκτάει σχέση με τον Θεό και έχει εμπειρία Θεού; Σίγουρα η θεολογία δεν είναι προνόμιο λίγων ανθρώπων. Ο τυφλός ρίχνει άπλετο φως στον σκοταδισμό όσων πιστεύουμε μέσα στην Εκκλησία πως θεολογούμε. Η θεολογία είναι σχέση, κοινωνία, εμπειρία. Την έχει οποιοσδήποτε ριχθεί στη διαδικασία της αναλογικής επαφής με τον Θεό.
Ο τυφλός θεολογεί. Η αυθεντικότητα του τυφλού δεν βασίζεται στην αίσθηση του σώματος. Δεν τον βεβαιώνει για τον Χριστό το σώμα του, τα μάτια του. Τον βεβαιώνει μία αίσθηση, η βεβαίωση που υπάρχει μέσα του, αυτό που είναι έτοιμο να ομολογήσει αργότερα για τον Υιό του Θεού, ο τρόπος με τον οποίο ο τυφλός μετέχει στο πρόσωπο του Θεού. Και όταν οι Φαρισαίοι του λένε πως ο Θεός μίλησε στον Μωυσή και δεν γνωρίζουν από πού είναι ο Χριστός, εκείνος τους απαντά με θεολογικό τρόπο: ‘’Αυτό ακριβώς είναι το εκπληκτικό, εσείς δεν ξέρετε από πού είναι και όμως μου άνοιξε τα μάτια. Ξέρουμε δε ότι τους αμαρτωλούς ο Θεός δεν τους ακούει, αλλ’ εάν κανείς είναι θεοσεβής και κάνει το θέλημα του, εκείνον ακούει. Ποτέ πριν δεν ακούστηκε ότι άνοιξε κάποιος τα μάτια τυφλού εκ γενετής. Εάν ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν από τον Θεό, δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτε’’ (Ιω. 9, 30-34) και οι Φαρισαίοι ως γνήσιοι υποκριτές του λένε ‘’εσύ γεννήθηκες ολόκληρος μέσα στην αμαρτία και μας διδάσκεις;’’ (Ιω. 9, 34).
Η του Θεού θεωρία (όχι όπως σημαίνεται ο όρος στον νεοπλατωνισμό από τον οποίο προέρχεται) είναι έκδηλη στον τυφλό. Ο τυφλός δεν έχει ανάγκη την λειτουργία των ματιών, του νου, αλλά βιώνει τον Θεό με μυστική εμπειρική γνώση (όπως χρησιμοποιεί τον όρο ο Γρηγόριος Νύσσης). Ο τυφλός καταφέρνει αυτό που περιγράφει ο Νύσσης, τον χωρισμό από την ‘’σύζυγο αίσθηση’’, την απομάκρυνση από κάθε έννοια που συλλαμβάνεται σχετικά με τον Θεό με την βοήθεια των αισθήσεων. Η πίστη του τυφλού τον βεβαιώνει για τον Υιό του Θεού, αλλά προηγείται η σχέση που δημιουργεί με τον Χριστό. Η σχέση βεβαιώνει. Και η σχέση έχει πάντα πρόσωπα. Μέσα στην Εκκλησία αγνοούμε κάτι πολύ βασικό. Πως ακόμη και οι τυφλοί και οι αναρχικοί και οι άθεοι με τον τρόπο τους θεολογούν. Αυτόν τον τρόπο ως εκκλησιαζόμενοι τον αγνοούμε. Βλέπετε, η αφαιρετική (ακόμη και στην προσέγγιση της ύπαρξης του Θεού) πώς γίνεται ισχυρή κατάφαση στο πρόσωπο του Θεού;
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (Βαλκανιολόγος, Θεολόγος)
Εφημέριος Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Διάβας