Τοῦ Ἀρχιμ. Βαρλαὰμ Μετεωρίτου
Καὶ τί εἶναι ἀγάπη, φίλοι μου;
Ἀγάπη: Μία λέξη ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ τὴν περιγράψῃς μὲ λόγια! Μία λέξη ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ πέντε γράμματα ἀλλὰ ἔχει τόση μεγάλη σημασία. Ἀγάπη! Μία λέξη, ποὺ στὸ ἄκουσμά της κάποιος μπορεῖ νὰ δακρύσῃ! Μία λέξη, ποὺ μπορεῖ νὰ συνδεθῇ μὲ τὴ χαρά, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ λύπη!
Μία λέξη πολυφορτωμένη, στὴν ὁποία, ὅμως, δὲν χωροῦν οὔτε κανόνες οὔτε ὁρισμοί.
Μπορεῖ, ἆραγε, κανεὶς νὰ τὴν ὁρίσῃ λέγοντας εἶναι “αὐτό” καὶ “αὐτό” καὶ δὲν εἶναι “ἐκεῖνο”;
Ἡ ἀγάπη δὲν σταματάει ποτὲ ἐκεῖ… δὲν ἔχει πρόσωπο, ἡλικία, οὔτε χῶρο καὶ χρόνο.
Δὲν μπορεῖς νὰ τὴν ἐξηγήσῃς, οὔτε νὰ τὴν περιγράψῃς μὲ λέξεις· ἀγαπᾷς γιατὶ ἁπλᾶ ἔτσι νιώθεις.
Καθορίζει τὴν κάθε μας στιγμή, τὸ κάθε μας λεπτό…
Μπορεῖ νὰ τὰ ἀλλάξῃ ὅλα… δὲν ἔχει λογική…(!)
Δὲν εἶναι ἕνα πρᾶγμα… δὲν εἶναι κἂν πρᾶγμα…(!)
Εἶναι συναίσθημα… ἀσαφές, παραπλανητικό, ἔντονο, παράδοξο.
Εἶναι προτιμότερο νὰ τὴν αἰσθανθῇς, παρὰ νὰ τὴν ὁρίσῃς. Εἶναι προτιμότερο νὰ ἀφήσῃς τὶς πράξεις νὰ τὴν ἀποδείξουν, παρὰ τὰ λόγια. Εἶναι καλύτερα νὰ μὴ μιλᾶμε γι’ αὐτή, ἀλλὰ νὰ ἀφήσουμε ἀνοιχτὴ τὴν ψυχὴ νὰ ἐκφραστῇ.
Ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι προϊὸν τῆς σκέψης.
Δὲν περιορίζεται, οὔτε δεσμεύεται… εἶναι τὸ τώρα, εἶναι τὸ παρόν.
Δὲν εἶναι τὸ “θὰ ἀγαπήσω” οὔτε τὸ “ἀγάπησα”.
Δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε “σὲ ἀγαπῷ”, γιατὶ αὐτὸ ἀποκλείει τὴν ἀγάπη γιὰ κάποιον ἄλλον…
Ὅταν ἀγαπᾷς, δὲν πρόκειται νὰ ἀκολουθήσῃς κανέναν.
Ἡ ἀγάπη δὲν ὑπακούει.
Ὅταν ἀγαπᾷς, δὲν ὑπάρχει σεβασμός, οὔτε ἀσέβεια… δὲν εἶναι προσωπικὴ ἢ μὴ προσωπική… ἠθικὴ ἢ ἀνήθικη, οἰκογενειακὴ ἢ μὴ οἰκογενειακή…(!)
Ἡ ἀγάπη δὲν ἔχει ἔναν κανόνα ἢ κώδικα, τὸν ὁποῖο ἔχει δημιουργήσει ἡ κοινωνία στὴν ὁποία ζοῦμε…(!)
Πολλοὶ βάφτισαν τὴν ἀγάπη μὲ λάθος οὐσία…(!) Τὴ στόλισαν μὲ πλοῦτο, ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ τὴν ἀνάγκη τῆς εὐκολίας…(!) Τὴν ἔπλασαν σὰν τὴν καραμέλα τοῦ ζαχαροπλαστείου καὶ τὴν ξεστόμισαν σὲ στιγμὲς ποὺ ὅλα γύρω τους, φαινομενικά, ἦταν ἐντάξει…(!) Τὴ χρησιμοποίησαν, ὡς δόλωμα, στὸ νὰ κρατοῦν κοντὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ὕστερα τὴν ξεφτίλισαν, φεύγοντας σὰν τὸν κλέφτη στὴν πρώτη ἀναποδιά…(!)
“Σ’ ἀγαπῷ” θὰ πῇ νὰ εἶσαι παρὼν καὶ στὰ πιὸ δύσκολα σκαμπανεβάσματα.
Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός: “ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί” (Α’ Ίω. 4.16), δὲν λέει ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει ἀγάπη, ἀλλὰ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη. Καὶ πράγματι, ὁ Θεός, δὲν εἶναι ἕνας “τιμωρός” Θεός, ἢ ἔστω ἕνας “δίκαιος” Θεός, κατὰ τὰ ἀνθρώπινα μέτρα καὶ σταθμά, εἶναι “Ἀγάπη”.
Ὁ Χριστὸς μᾶς προτρέπει: “Ἀγάπα τὸν πλησίον σου ὅπως τὸν ἑαυτό σου” (Μτ. 22.37), οὔτε λιγότερο, οὔτε περισσότερο. Αὐτὸ τὸ ἀξίωμα τῆς χριστιανικῆς πίστης ἀποδεικνύει περίτρανα ὅτι, γιὰ νὰ φτάσῃς τὸ μέγιστο ἀγαθὸ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸ ἄλλο πρόσωπο, θὰ πρέπῃ πρῶτα νὰ ἔχῃς κατακτήσει τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν ἑαυτό σου.
Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, εἶναι τὸ μονοπάτι ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό, γιατὶ ὁ Χριστός, “ὁ ἀληθινὸς Θεός” (Α΄ Ἰω. 5.20), εὐδόκησε νὰ ντυθῇ μυστικὰ τὸν κάθε πλησίον μας.
Ἀγάπη εἶναι νὰ εἶσαι πρόθυμος νὰ θυσιάσῃς ἀκόμα καὶ τὸν ἑαυτό σου γιὰ αὐτὸν ποὺ ἀγαπᾷς. Ἡ ἀγάπη θέλει θυσίες. Θέλει τὸ “ἐμεῖς” καὶ ὄχι τὸ “ἐγώ”. Δὲ θέλει ἐγωισμό. Θέλει νὰ δίνῃς, χωρὶς νὰ περιμένῃς νὰ πάρῃς.
Ἀγάπη εἶναι νὰ βλέπῃς κάποιον ποὺ εἶναι λάθος καὶ ἐσὺ νὰ τοῦ δείξῃς τὸ σωστὸ δρόμο… Ἀγάπη εἶναι νὰ ἀγαπᾷς κάποιον καὶ νὰ θὲς τὸ καλό του καὶ μόνο. Νὰ χαίρεσαι ποὺ εἶναι εὐτυχισμένος, ἀκόμη καὶ ἂν δὲν εἶναι κοντά σου… θὰ εἶναι δίπλα σου, ἀλλὰ ὄχι κοντά σου… δὲν ἔχει σημασία, ἔτσι εἶναι ἡ ζωή! Ἀγάπη εἶναι νὰ κάθεσαι σὲ ἕνα παγκάκι μὲ τὸν συνάνθρωπό σου μετὰ ἀπὸ χρόνια καὶ νὰ κουβεντιάζῃς ἤρεμα. Ἡ ἀγάπη ἀπαιτεῖ μηδενικὴ δύναμη, μηδενικὴ ἐξουσία. Ὅπου ὑπάρχει ἐξουσία δὲν ὑπάρχει ἀγάπη. Τὸ ἕνα εἶναι σκιὰ τοῦ ἄλλου, ἔτσι εἶναι! Στὴν ἀγάπη ὅλοι εἶναι ἴσοι. Ἐὰν προσπαθῇς νὰ εἶσαι πάνω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπό σου, ἴσως δὲν τὸ σέβεσαι… ἴσως δὲν τὸν ἐκτιμᾷς… γενικῶς, δέν… δέν… δέν…!
Ἀγάπη, εἶναι νὰ μένῃς, ὅταν ἔχῃς ὅλους τοὺς λόγους νὰ φύγῃς.
Καὶ ξέρεις τί εἶναι τὸ πιὸ δύσκολο;
Νὰ μείνῃς μετά… νὰ μείνῃς μετὰ τὸν καβγά… νὰ μείνῃς μετὰ τὶς βαριὲς κουβέντες… νὰ μείνῃς ἀφοῦ χτυπήσεις τὸ χέρι στὸ τραπέζι… νὰ μείνῃς ἀφοῦ κλείσεις τὴν πόρτα μὲ θόρυβο πίσω σου… νὰ μείνῃς στὸ τέλος…! Νὰ πῇς ὅ,τι ἔχεις νὰ πῇς, νὰ φωνάξῃς, νὰ ἀντιδράσῃς, ἀλλὰ νὰ μείνῃς!
Νὰ σπᾷς τὰ ὅριά σου μόνο καὶ μόνο μένοντας τὴν στιγμὴ ποὺ ὅλα σοῦ λένε φύγε.
Νὰ κοιτάξῃς τὸν ἐγωισμό σου κατάματα. Ναὶ ναί! νὰ τὸν κοιτάξῃς, ἀλλὰ νὰ μὴν τὸν φορέσῃς κορώνα στὸ κεφάλι σου…!
Νὰ ζητήσῃς συγγνώμη. Νὰ δώσῃς ἐξηγήσεις, ἀλλὰ καὶ νὰ ζητήσῃς ἐξηγήσεις. Νὰ νιώσῃς τὸν ἄλλο. Νὰ μπῇς στὴ θέση του.
Νὰ τὸν πάρῃς ἀγκαλιὰ τὶς στιγμὲς τοῦ πιὸ μεγάλου θυμοῦ καὶ νὰ τοῦ πῇς “ἐγὼ θὰ μείνω”…!
Νὰ κάνῃς τὸν ἄλλο ἐπιλογή σου, ὄχι γιὰ τόσο ὅσο… ὄχι ὑπὸ συνθῆκες, ἀλλὰ κάτω ἀπὸ ὅλες τὶς συνθῆκες…!
Νὰ μὴ δώσῃς ὑποσχέσεις καὶ νὰ μὴν πῇς μεγάλα λόγια, ἀλλὰ νὰ μείνῃς…!
Νὰ μὴν κουνήσῃς ροῦπι ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ ἀγαπᾷς καὶ ἂς γίνουν ὅλα κομμάτια… ὅλα νὰ γίνουν κομμάτια, ἐκτὸς ἀπὸ σένα…!
Γιατί, ὅ,τι εἶσαι καὶ ὅ,τι νιώθῃς, ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὶς στιγμὲς ποὺ ὅλα σοῦ λένε “φύγε”, ἀλλὰ ἐσὺ ἐπιλέγεις νὰ μείνῃς!
Ζητήθηκε ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο νὰ τοὺς πῇ τί εἶναι ἀγάπη; Καὶ ἀπάντησε:
“Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ χαρά, τὸ νὰ δίνῃς στοὺς ἄλλους χαρά.
Ἀγάπησε, ἄνθρωπε, γιατὶ καὶ ὁ Θεὸς ἀγαπᾷ ἐσένα καὶ ἂν ἀγαπᾷς ὅλους γίνεσαι ὁ πιὸ ὄμορφος ἄνθρωπος!
Συγχώρεσέ τους, ἄνθρωπε, ὅλους, γιατὶ καὶ ὁ Θεὸς σὲ συγχωρεῖ κάθε μέρα καὶ συγχωρώντας ὅλους γίνεσαι ὁ καλύτερος ἄνθρωπος!
Ἀγάπησε τοὺς ἀνθρώπους ὅλους, γιατὶ ἀκόμα καὶ ὁ Θεὸς σὲ ἀντέχει, καὶ ἀντέχοντάς τους ὅλους, χωρὶς γκρίνια, γίνεσαι ὁ πιὸ ἰσχυρὸς ἄνθρωπος!
Ἄκουσε, ἄνθρωπε, τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, γιατὶ καὶ ὁ Θεὸς σὲ ἀκούει καὶ τότε γίνεσαι ὁ πιὸ ἐλεύθερος ἄνθρωπος!
Προσεύχεσαι, ἄνθρωπε, γιατὶ καὶ ὁ Θεὸς σὲ ἀκούει ὅταν τοῦ μιλᾶς καὶ τότε γίνεσαι ὁ πιὸ πιστὸς ἄνθρωπος!
Βοήθα, ἄνθρωπε, κάθε φορά, γιατὶ καὶ ὁ Θεὸς σὲ βοηθᾷ καὶ τότε γίνεσαι πιὸ πλούσιος ἄνθρωπος.
Νὰ εἶσαι ἐλεῆμον, ἄνθρωπε, γιατὶ καὶ ὁ Θεὸς εἶναι φιλεύσπλαγχνος μαζί σου καὶ τότε γίνεσαι ὁ πιὸ γεμάτος ἄνθρωπος!
Χαρά, ἄνθρωπε, στὰ κοντινά σου, γιατὶ καὶ ὁ Θεὸς σοῦ δίνει χαρὰ καὶ μετὰ γίνεσαι ὁ πιὸ ἀγαπημένος ἄνθρωπος!
Χαμόγελο, ἄνθρωπε, μὲ ψυχή, γιατὶ ὁ Θεὸς σοῦ ἔδωσε μία ζωντανὴ καὶ ὀρθολογικὴ ψυχὴ καὶ τότε γίνεσαι ὁ πιὸ χαρούμενος ἄνθρωπος!”
Χρειάζεται, φίλοι μου, νὰ κινούμαστε καὶ νὰ ἐνεργοῦμε σὲ ἕναν ἀτέρμονα χορὸ ἀγάπης… νὰ μποῦμε στὴ συχνότητα τῆς ἀγάπης… νὰ ἀγαπήσουμε, δηλαδή, τὸ διπλανό μας, τὸ συνάνθρωπό μας: ἁγνά, ἀνιδιοτελῶς, θυσιαστικά. Ὅταν θυσιάσουμε κάτι ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ πλησίον μας, τότε, ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἔρχεται μέσα μας νὰ κατοικήσῃ καὶ δίνει μυστικὰ στὴν ψυχή μας τὴν πληροφορία τῆς ἀγάπης Του. Τότε κάθε φόβος, φοβία, ἀναστολή, ἐρώτημα, ἀμφιβολία, δισταγμὸς φεύγει ἀπὸ μέσα μας. Καὶ ζοῦμε… ὦωωω! ἀλήθεια, τί ζοῦμε;
Ζοῦμε τὸν Παράδεισο τῆς τρυφῆς καὶ προγευόμαστε τὴν πληρότητα τοῦ μέλλοντος…, δὲν χρειαζόμαστε τίποτα ἄλλο, γινόμαστε “κατὰ χάριν Θεός”!