Δεν είναι αφελής η ερώτηση που τίθεται στον τίτλο του κειμένου. Δεν κρύβει μέσα της ρητορικές ακρoβασίες, μήτε φιλοσοφικούς ακτιβισμούς. Αποκαλύπτει την αμηχανία του σύγχρονου ανθρώπου να σταθεί απέναντι στο πρόσωπο του Χριστού. Γιατί, αλήθεια, ποιος είναι ο Χριστός;
Το πρόσωπο του Χριστού. Είναι σίγουρο πως οι απαντήσεις που μπορούν να δοθούν είναι πολλές. Από τον ιστορικό Ιησού μέχρι τον ιδεολογικό, από τον ενάρετο άνθρωπο έως τον επαναστάτη της εποχής του. Ικανοποιούν τα παραπάνω τον τίτλο; Δίνουν ουσία; Αξίζουν για να υπάρχει ο τίτλος; Ακόμη και μέσα στον εκκλησιαστικό χώρο, αν θέσετε το παραπάνω ερώτημα, οι περισσότερες απαντήσεις, από όποιους κι αν προέρχονται, παραμένουν απογοητευτικές, υπενθυμίζοντας πάντα πως ο άνθρωπος δεν κατάφερε να γνωρίσει το πρόσωπο του Χριστού, αλλά και το δικό του. Πραγματικά, απογοητευτική διαπίστωση.
Αν υπακούσουμε στο ρεύμα της εποχής, αυτό μας καθιστά αιρετικούς. Αν για παράδειγμα ομολογήσουμε πως ο Χριστός είναι ένας ενάρετος και φωτισμένος άνθρωπος που δίδαξε την ηθική στους ανθρώπους, δεν διαφέρουμε σε τίποτε από τον Νεστόριο που έκανε λόγο για ηθική ένωση του Λόγου στον Χριστό. Επίσης θα καταφάσκαμε και στην διδασκαλία του Αρείου, αφού ο Χριστός είναι ένα κτίσμα, ένας άνθρωπος. Όλα αυτά δεν αποτελούν καν μέρος της αλήθειας. Και δεν σχετίζονται με την αλήθεια. Η αυθεντικότητα ως γνήσια παραδοχή όλων όσων προέρχονται από το είναι ενός προσώπου δεν συνάδει με αλλοιώσεις όλων όσων συμπαρασύρουν το πρόσωπο στο αδημιούργητο της υποστάσεως του και των θεμελιωδών χαρακτηριστικών του ιδιωμάτων.
Ο Χριστός δεν μπορεί να αποτελεί ιδέα. Δεν απαιτεί ιδεολογικά στηρίγματα η αυθεντικότητα του προσώπου του. Τέτοιου είδους στηρίγματα απαιτεί κάθε παραταξιακός προσανατολισμός που εξακολουθεί να αναζητά την υπερβατική ιδέα του θείου στους ανθρώπους. Αν ο Χριστός καταστεί συνειδησιακά και βιωματικά ιδέα για τους ανθρώπους, τότε ο Θεός είναι νεκρός. Δεν έγραψε τυχαία την Χαρούμενη Γνώση ο Νίτσε. Ούτε ήθελε να σταθεί επικριτικά απέναντι στον Θεό όταν ομολογούσε πως όσοι βλέπουν στον Θεό την ιδέα είναι εκείνοι που σκοτώνουν τον Θεό. Αν ερχόταν και σήμερα ο Νίτσε, τα ίδια θα έγραφε. Γιατί και σήμερα ο Θεός έχει ιδωθεί, έχει υπάρξει και υπάρχει ως Θεός – είδωλο και όχι ως πρόσωπο. Αυτή είναι η ειδωλική εικόνα του Θεού∙ όταν ο Θεός εμπίπτει σε όρους του όντος και μεταφράζεται με όρους του όντος και ‘’παραφέρεται’’ με όρους του αλλόφρωνος θεοκτόνου ανθρώπου. Ένας τέτοιος Θεός, εφόσον αποτελεί ιδέα, δεν μπορεί να υπάρχει ως πρόσωπο. Κι αφού δεν υπάρχει ως πρόσωπο, τότε ούτε υπόσταση έχει, ούτε σαρκώνεται, ούτε βιώνεται με τρόπο εμπειρικό.
Κι έρχεται μία ακόμη Σύνοδος, όχι για να καταργήσει τις προηγούμενες, αλλά για να συμπληρώσει και να διαφυλάξει την αλήθεια των πραγμάτων, με την συνέχεια των Πατέρων. Είναι η Δ’ Οικουμενική Σύνοδος της Χαλκηδόνος (451), την οποία η Εκκλησία φέρνει στη θύμηση μας την σημερινή Κυριακή. Αλλά, τί ενδιαφέρει μία Σύνοδος του 451 μ.Χ. τον σύγχρονο άνθρωπο; Πώς μπορεί να έχει καταλυτική σημασία για την ανθρώπινη ύπαρξη ένα τέτοιο γεγονός; Η αλήθεια είναι πως έχει την πλέον απόλυτη σημασία, καθοριστική για την πορεία και ελπίδα του ανθρωπίνου γένους. Με την Δ’ Οικουμενική Σύνοδο παύει η ειδωλική εικόνα του Υιού του Θεού. Όπως ομολογείται στην Σύνοδο, ο Χριστός είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. Ούτε άνθρωπος μόνο, ούτε Θεός μόνο. Ούτε σχετικός Θεός, ούτε φαινόταν ως μόνο άνθρωπος (δοκητισμός).
Αυτά όσο κι αν φαίνονται θέματα που απασχολούν τους μελετητές της δογματικής, εντούτοις κρύβουν κάτι πολύ καθοριστικό για τον άνθρωπο. Επισημαίνουν την σωτηρία του. Δεν μπορεί να διαχωριστεί το ανθρώπινο πρόσωπο από τον Λόγο του Θεού, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Κάθε αλλοίωση του Θεανθρωποκεντρικού προσώπου ‘’απομακρύνει’’ την σωτηρία ως πραγμάτωση της αποκάλυψης του Θεού στον άνθρωπο. Δεν μπορεί ένας φαινομενικά άνθρωπος (δοκητισμός) να σωθεί. Όπως και δεν μπορεί να σώσει ένας Χριστός – κτίσμα (αρειανισμός). Και κάτι ακόμη, δεν μπορεί να συνεχίσει ο άνθρωπος να θρηνεί για την πτωτική του σωματικότητα, αιωρούμενος για αιώνες στα δίχτυα του νεοπλατωνισμού. Η Δ’ Οικουμενική Σύνοδος καταφάσκει στον ανθρώπινο σώμα. Ο Χριστός τιμά τη σωματικότητα, δεν την καταργεί. Απεναντίας ντύνεται το σώμα και το αγιάζει μέσα από το θεϊκό, όπως λέει ο άγιος Γρηγόριος Θεολόγος.
Ο σύγχρονος άνθρωπος αλλοιώνει το πρόσωπο του Θεού. Και περισσότερο ένα τέτοιο πρόσωπο αλλοιώνεται από τους εντός. Αυτό κι αν αποτελεί αστοχία. Αδυνατώντας να δοκιμάσει στην ύπαρξη του τη σάρκωση του Θεού, καταφέρνει την υπαρξιακή του ακροβασία στα όρια της υποστατικής του ατέλειας. Ο Θεός γίνεται άνθρωπος. Τί περισσότερο θέλει ο άνθρωπος για να αντιληφθεί την μοναδικότητα της σάρκωσης του Θεού; Τί του αναλογεί του Θεού; Τί ταιριάζει του ανθρώπου; Τί τους πρέπει και τους δύο;
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (βαλκανιολόγος, θεολόγος)
Εφημέριος Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Διάβας