Του φιλολόγου Σπυρίδωνος Βλιώρα
(Η πλήρης εκδοχή του κειμένου θα δημοσιευτεί σε βιβλίο που θα εκδοθεί προσεχώς…)
(http://www.vlioras.gr/1821/Stornaris4.html)
4ο μέρος
Σημείωση: Επειδή οι δημοσιεύσεις για τις δέκα σημαντικές προσωπικότητες της περιοχής μας που διαδραμάτισαν σπουδαίο ρόλο πριν από την επανάσταση του 1821 και κατά τη διάρκειά της πρέπει να ολοκληρωθούν μέσα στο καλοκαίρι, δεν θα γράψουμε όλα όσα θα θέλαμε για τον Νικολό Στορνάρη (και τους υπολοίπους)· και από τις σύγχρονες ή λίγο μεταγενέστερες πηγές θα επικεντρωθούμε στον Κασομούλη, που έζησε δίπλα στους πρωταγωνιστές τα γεγονότα που αφηγείται. Επιφυλασσόμαστε όμως να εκθέσουμε το σύνολο των αποτελεσμάτων της έρευνάς μας αργότερα, σε χωριστό βιβλίο για τον καθένα.
1821–1822: Μετά από την ιουλιανή ασπροποταμίτικη επανάσταση
Μετά από την θερινή επανάσταση στον Ασπροπόταμο ακολούθησε βία, λεηλασίες, διώξεις και αρπαγές τόσο στο ασπροποταμίτικο αρματολίκι όσο και στο γειτονικό των Αγράφων.1 Ο Στορνάρης ήρθε σε συνεννόηση με τον στρατιωτικό διοικητή Τρικάλων Σούλτζια Κόρτζια, προκειμένου να ηρεμήσει η κατάσταση, και συνήργησε να δοθεί το αγραφιώτικο αρματολίκι στον Γεώργιο Καραϊσκάκη, που τον έκρινε συμφερότερο για τα εθνικά συμφέροντα από τον Γιαννάκη Μπουκουβάλα.
Συναντήθηκε μάλιστα με τον Καραϊσκάκη στο χωριό Πορτή2 κι έβαλαν τις βάσεις της μελλοντικής συνεργασία των δύο γειτονικών αρματολικιών. Στορνάρης, Καραϊσκάκης και Λιακατάς συναντήθηκαν στη συνέχεια με τον Σούλτζια Κόρτζια στο χωριό Βουνέσι3 και συμφώνησαν «Τοῦρκος ἀπὸ τὸ ποτάμι Σαλαμβριᾶς καὶ ἐδῶθε εἰς Ἀσπροπόταμον καὶ Ἄγραφα νὰ μὴ διαβαίνῃ, τὰ δὲ χαράτζια καὶ λοιπὰ δικαιώματα βασιλικὰ νὰ τὰ συνάζωμεν ἡμεῖς καὶ νὰ τὰ στέλνωμεν. (…) Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ὁ Καραϊσκάκης, ἅμα ἔλαβεν τὸν διορισμὸν διὰ διαταγῆς τοῦ Χουρσὶτ πασᾶ, ἄρχισεν νὰ βάνῃ τὴν εὐταξίαν, ἀπὸ τὸ ἕν μέρος αὐτός, ἀπὸ τὸ ἄλλον ἐγώ, καὶ συνῆλθεν ὁ λαὸς εἰς τὰς καμένας ἑστίας του ὡς τὸν εἶδες, ὁποῦ νὰ ἠμπορέσῃ κἂν νὰ φάγῃ ψωμὶ μόνον.»4
Κι έτσι, με τα «καπάκια» αυτά —τις προσωρινές και επωφελείς και για τις δύο πλευρές συμφωνίες— ηρέμησε προσωρινά η κατάσταση, μέχρι να ανασυνταχθούν και οι Έλληνες και οι οθωμανοί.
«Καμίαν στιγμήν ὅμως δὲν μὲ λανθάνει καὶ ἐμένα καὶ τὸν Καραϊσκάκην ὅτι οἱ Τοῦρκοι μᾶς ἐπολιτεύθησαν καὶ αὐτοὶ ἕως νὰ πάρουν τὸ Μεσολόγγι, καὶ ἔπειτα νὰ κάμουν τὸ χρέος τους καὶ πρὸς ἡμᾶς. Ἐλάβομεν ὅμως καὶ ἡμεῖς ἀναλόγως τὰ μέτρα μας διὰ τὴν προφύλαξιν τῆς χώρας. Τὸν Δράμαλην ἐλπίζω οἱ Πελοποννήσιοι ὅτι ἐντὸς ὀλίγου τὸν τελειώνουν, ἀφοῦ βοήθεια δὲν δύναται νὰ τοῦ πηγαίνῃ διὰ ξηρᾶς ἄλλη. Τοιαῦτα πράττοντες, νομίζω ὅτι ἀρκετὰ πληρώνομεν τὸ χρέος μας πρὸς τὸ ἔθνος, τὸ ὁποῖον ὡρκίσθημεν νὰ ἐλευθερώσωμεν.»5
Πηγές
«Διὰ νὰ ἀσφαλίσω τὴν ἐπαρχίαν μου, ἄρχισα νὰ πολιτεύωμαι ἅπαξ (=ἐπὶ τέλους) τὸν Σούλτζια Κόρτζιαν, δερβέναγαν Τρικάλων, ὁποῦ καὶ τὸν ηὗρα ἕτοιμον διὰ τὴν ἡσυχίαν τοῦ τόπου. Συνήργησα δέ, διὰ νὰ ἀσφαλίσω τὲς πλάτες, νὰ δοθῇ τὸ Καπιτανάτο τῶν Ἀγράφων εἰς τὸν Καραϊσκάκην, ὅστις θέλει ἐπιτροπεύει καὶ προστατεύει τὴν ἐπαρχίαν ἀντὶ τοῦ Γιαννάκη Μπουκουβάλα, ἀνοήτου, καὶ Κώστα καὶ Χριστάκη ἀδελφῶν, (…) ἀναξίων.»6
«Γροικηθέντες μὲ τὸν Καραϊσκάκην, πλησίασαν πρὸς τὰ σύνορά των καὶ ἀνταμώθησαν, πρώτην φοράν μετὰ τὰς νίκας,7 εἰς τό χωρίον Πορτί. Ὡμίλησαν κατὰ σειρὰν δύο ἡμέρες μὲ τὸν Καραϊσκάκην καὶ ἔβαλαν βάσεις ἀσφαλεστέρας διὰ τὸν μέλλοντα δεσμὸν ἀναμεταξύ των, νὰ βοηθοῦνται ἀμοιβαίως εἰς κάθε περίστασιν, καὶ ἐχωρίσαμεν.»8
«Tὸ ἐπρότεινα εἰς τὸν Καραϊσκάκην εὐχαριστήθη, (εὐχαριστήθη καὶ ὁ Σούλτζιας) μὲ τὴν συμφωνίαν Τοῦρκος ἀπὸ τὸ ποτάμι Σαλαμβριᾶς καὶ ἐδῶθε εἰς Ἀσπροπόταμον καὶ Ἄγραφα νὰ μὴ διαβαίνῃ, τὰ δὲ χαράτζια καὶ λοιπὰ δικαιώματα βασιλικὰ νὰ τὰ συνάζωμεν ἡμεῖς καὶ νὰ τὰ στέλνωμεν.
Εἰς τὰς συμφωνίας αὐτὰς ἐμποδίσαμεν καὶ τοὺς Ἀλβανούς δανειστὰς9 τοῦ λαοῦ —οἵτινες εἶναι ἕνας στρατὸς καὶ τὰ χρέη τόσα, ὁποῦ καὶ νὰ πωληθοῦν οἱ πολῖται δὲν πληρώνωνται— νὰ μὴν πλησιάσουν, ἀλλ’ οὔτε νὰ ζητήσουν τὶ κατὰ τὸ παρόν.»10
«Αἱ διαπραγματεύσεις ἐτελείωσαν ἀναμεταξὺ Ῥούμελη βαλεσή καὶ Καραϊσκάκη, καὶ συνεννοηθέντες ὁ Σούλτζιας Κόρτζιας, Καραϊσκάκης, Στορνάρης καὶ Γρηγόρης Λιακατᾶς ἀπέρασαν εἰς τὸ χωρίον Βουνέσι, καὶ ἀνταμώθησαν κὶ ἔδεσαν στερεότερα τὰς συμφωνίας των πρὸς ἡσυχίαν τοῦ λαοῦ, οὕτως: Ὁ μὲν Σούλτζιας νὰ ἐνεργῇ ὥστε νὰ μὴ βαρύνουν τὰ στρατόπεδα τοὺς κατοίκους εἰς ὅλον τὸν νομὸν τοῦ Τρικάλου, οἱ δὲ Καπιταναῖοι νὰ φυλάξουν ἀπὸ τὰ βουνὰ νὰ μὴν εἰσχωροῦν εἰς αὐτὰ οἱ λησταὶ ἢ ἄλλο σῶμα ἄτακτον. Ἂν ὅμως ἤθελον ἀποφασίσει ἢ ὁ Ῥούμελης ἢ ἡ Διοίκησις τῶν Ἑλλήνων νὰ κάμῃ γενικὴν ἐκστρατείαν κατὰ τοῦ ἑνὸς ἢ τοῦ ἄλλου μέρους, τότε νὰ κάμουν τὰ χρέη των, καὶ ὁ μὲν ὡς Τοῦρκος, καὶ οἱ δὲ ὡς Ἕλληνες.
Οὕτως ἐνώσαντες τὰ συμφέροντά των κατὰ τῶν ἀνάρχων στρατευμάτων, Τούρκων καὶ Ἑλλήνων, οἱ ὁποῖοι λιποτακτοῦντες ἀπὸ τὰ στρατόπεδα δυνάστευον τὸν λαόν, ἀναχώρησαν ὁ καθεὶς εἰς τὸ τμῆμα του· καὶ ἔπεμψαν ὁ μὲν Στορνάρης, ὡς ἐκ μέρους του καὶ ἐκ μέρους τοῦ Γρηγόρη Λιακατᾶ καὶ Νάσιου Μάνταλου, ἕναν δυστυχῆ, τὸν πλέον μακρινὸν συγγενῆ του, ὡς ἐνέχυρον, τὸν Ἀποστόλην Ντηργκίνην, καὶ τὸν συμφώνησαν πέντε χιλιάδας γρόσια τὸν χρόνον καὶ μίαν ἐνδυμασίαν φορέματα· ὁμοίως καὶ ὁ Καραϊσκάκης ἐσυμφώνησεν ἕναν ἄλλον πολλά ἐπιτήδειον· τὸν ἐστόλισεν καὶ τὸν σύστησεν ὡς ἀνεψιόν του, υἱὸν τοῦ Μαντζούφα ἢ Μαντζούφαινας.
Ὁ Σούλτζιας, μ’ ὅλον ὁποῦ ἤξευρεν ὅτι οὗτοι οἱ ὅμηροι δὲν εἶναι οὔτε συγγενεῖς των οὔτε κἂν σήμαιναν τὶ ὡς πρὸς τὸν σκοπὸν τῆς συμφωνίας, τοὺς ὑποδέχθη εἰς Τρίκαλα, τοὺς τίμησεν, καὶ εἰς μάτην ἐφώναζον οἱ Ἀλβανοὶ ὅτι ὀλίγον μέλει τὸν Καραϊσκάκην καὶ Στορνάρην διὰ δύο τοιούτους γύφτους.»11
1822.03–04: Επανάσταση στον Όλυμπο / Δυτική Μακεδονία
Τον Φεβρουάριο του 1822 ο Μακεδόνας οπλαρχηγός Νικόλαος Κασομούλης προσπάθησε σε συνεργασία με οπλαρχηγούς του Ολύμπου (Διαμαντής Νικολάου12), των Σερβίων και των Χασίων (Μπιζιωταίους) να οργανώσει στις περιοχές αυτές εξέγερση εναντίον των Τούρκων.13 «Ο Χουρσίτ μετέφερε στα Τρίκαλα 3.000 άνδρες, άλλες τουρκικές δυνάμεις έφθαναν από τη Θεσσαλονίκη στον Όλυμπο για την αντιμετώπιση των Ελλήνων επαναστατών. Τη νύχτα της 8ης Μαρτίου του 1822, ο Κασομούλης με τον Διαμαντή και με τον επίσης οπλαρχηγό του Ολύμπου Ντίτζια προσπάθησαν με μικρή δύναμη τριακοσίων ανδρών να καταλάβουν την οχυρή θέση του Κολινδρού, στο βορειοανατολικό τμήμα των Πιερίων. Η επιχείρηση αυτή ορίζει την έναρξη της επαναστάσεως στην περιοχή του Ολύμπου.»14
«Οι Τούρκοι πραγματοποίησαν την τελική επίθεσή τους στις 2 Απριλίου, Κυριακή του Πάσχα. (…) Άλλοι επαναστάτες μπόρεσαν να διαφύγουν προς άλλες κατευθύνσεις χωρίς μεγάλες απώλειες και αφού έστειλαν αρκετά γυναικόπαιδα στις Σποράδες, πέρασαν από τα Πιέρια και τον Όλυμπο στα Χάσια και κατέληξαν στον Ασπροπόταμο, στο αρματολίκι του Νικολάου Στορνάρη. Από εκεί ο Κασομούλης, ο Σάλας και ο Καΐρης, με άλλους που είχαν περάσει στον Ασπροπόταμο, κατέβηκαν στην Πελοπόννησο, ενώ κοντά στον Στορνάρη έμειναν μερικοί, και ανάμεσά τους οι φιλέλληνες Λιζίνσκυ και Ρόσνερ.»15
«Πιο τραγική ήταν η τύχη των άλλων επαναστατών που επιχείρησαν να καταφύγουν στην ελεύθερη Ελλάδα από την ξηρά. Πατώντας επάνω στην ράχη των ορεινών όγκων έκαναν μια αγωνιώδη και δραματική πορεία μέσ’ από τα χιονοσκεπασμένα Πιέρια, τον Όλυμπο, τα Χάσια και την Πίνδο προς τον Ασπροπόταμο. Το πέρασμα ιδίως από τον Όλυμπο μέσα από τα παγωμένα χιόνια του στάθηκε μοιραίο για μερικούς Γερμανούς φιλέλληνες και εξελίχθηκε σε πραγματική πορεία θανάτου: μη γνωρίζοντας τον τόπο, έπεφταν σε κακοτοπιές, γλιστρούσαν και χάνονταν για πάντα μέσα στα βαθιά φαράγγια του. Οι θεοί τούς κράτησαν για πάντα κοντά τους. Οι άλλοι επαναστάτες, ύστερα από πολλούς κόπους και λαχτάρες, δοκίμασαν τη μεγαλύτερη ανακούφιση, όταν επιτέλους πάτησαν το πόδι τους στον ελεύθερο Ασπροπόταμο, στο αρματολίκι του Νικολού Στορνάρη (19 Απριλίου 1822). Πρέπει να διαβάσει κανείς τη συνταρακτική αφήγηση του Κασομούλη ή το σύντομο, αλλά υποβλητικό ημερολόγιο του Καΐρη, για να γνωρίσει την πορεία εκείνη με τα καθημερινά της αγχώδη προβλήματα για τροφή, κατάλυμα και ασφάλεια, για τις μεταπτώσεις από την απελπισία στη χαρά και το αντίθετο, για τους αρρώστους που αναγκάζονταν ν’ αφήνουν σε ορισμένα χωριά με άγνωστη την κατοπινή τους τύχη. (Ας σημειωθεί ότι ο Καΐρης περνώντας από το χωριό Μπούρσιανη της Καλαμπάκας στις 15 Απριλίου είδε τη νύχτα έναν ιπτάμενο δίσκο, “περίεργον βολίδος φαινόμενον, τῆς ὁποίας ἡ φαινομένη διάμετρος ἦτο ὡς σπιθαμιαία· διηρέθη εἰς δύο σφαίρας καὶ ἡ μὲν μείζων ἦν λαμπρὰ καὶ κυανώδης καὶ ταχυτάτη, ἡ δὲ μικρὰ ἦν πυρώδης, διήρκεσε δὲ ὡς τρία δεύτερα.”).
Στις 20 Απριλίου, δηλαδή την επαύριο της αφίξεώς τους στο αρματολίκι του Ασπροποτάμου τούς υποδέχθηκε “φιλοφρονέστατα” στο χωριό Καλόγερος16 ο ίδιος ο καπετάνιος, άνθρωπος «ἀξιόλογος», κατά την κρίση του Καΐρη, έφαγαν μαζί του ήσυχοι πια και συζήτησαν τα διάφορα εθνικά προβλήματα και ιδίως για το πώς θα μπορούσε να πετύχει η επανάσταση στον Όλυμπο “καὶ εἰς τὸ γένος ἐπωφελεστάτη”, αλλά ο Καΐρης, που μας εκθέτει τα σχέδια αυτά, δεν προχωρεί σε λεπτομέρειες.»17
«Κοντά στον αρματολό Νικολό Στορνάρη εγκαθίσταται τελικά ο Μακεδόνας αγωνιστής.18 Εκεί συναντά για πρώτη φορά τον καπετάνιο των Αγράφων Γεώργιο Καραϊσκάκη και εντυπωσιάζεται από τα προτερήματά του, που δείχνουν τον μεγάλο αρχηγό: από τη δραστηριότητα, τις ετοιμόλογες απαντήσεις στις αναφορές των στρατιωτών και των κατοίκων της περιοχής, τη διορατικότητα, τις αστειότητες, αλλά και τους ξαφνικούς θυμούς του.»19
1822.10.25–1822.12.31: Αʹ πολιορκία Μεσολογγίου
Τον Οκτώβριο του 1822, ενώ Ασπροποταμίτες και Αγραφιώτες έκλειναν τις συμφωνίες με τον Σούλτζια Κόρτζα, ξεκινούσε η πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου. Οι πολιορκημένοι ζήτησαν από τους Έλληνες οπλαρχηγούς να τους στείλουν επικουρικές δυνάμεις και να κλείσουν τα στενά που οδηγούσαν προς το Μεσολόγγι, για να μην φθάνουν στους πολιορκητές ενισχύσεις κι εφόδια. Ο Στορνάρης εγκαταστάθηκε κάποιο διάστημα στο χωριό Μιρόκοβο,20 για να είναι πλησιέστερα στις εξελίξεις.
Πηγές
«Ἐνῷ ἐτοῦτοι καταγίνοντο εἰς τὰς συνθήκας, τὰ γράμματα δὲν ἔπαυαν φθάνοντα· καὶ τὸ Μισολόγγι ἐπολιορκήθη ἀπὸ τὸν Κιουταχήν, Οὐμὲρ πασᾶν, Πλιάσαν, Ἰουσοὺφ πασᾶν Σέρρεζλην, ὅστις μετέβη εἰς Μεσολόγγι ἀπὸ Πάτρας.»21 «Οἱ πολιορκημένοι ἔγραψαν πρὸς τοὺς ἔξω νὰ κλείσουν εἰς τοὺς πολιορκητὰς τὰ στενὰ ἀπὸ ὄπισθεν, διὰ νὰ τοὺς κοπῇ ἡ θροφή, καὶ νὰ ἑτοιμάσουν καὶ οἱ Καπιταναῖοι ὅλοι ἕν σῶμα νὰ τὸ πέμψουν εἰς βοήθειάν των. (…) Ἀνταποκρίθησαν, καὶ ἑτοιμάσθησαν ὁρίσαντες ἓν σῶμα βοηθητικὸν ὁ καθείς. Ὁ Στορνάρης μετέβη εἰς τὸ Μιρόκοβον νὰ εἶναι πλησιέστερα.»22 «Ἦρθαν γράμματα εἰδοποιητικὰ τῆς ἐφόδου τῶν Τούρκων εἰς Μεσολόγγι ἀνήμερα τῶν Χριστουγέννων, καὶ τῆς ἀποτυχίας αὐτῶν μὲ μεγάλην των ζημίαν· καὶ ὅτι ὠπισθοδρόμησαν ἔπειτα, στενοχωρημένοι ἀπὸ τὴν πεῖναν εἰς Βραχόρι. Ὁ ποταμὸς Ἄσπρος ἦτον δυσκολοπέραστος. Αἱ ἐπαρχίαι ἀμέσως ἀνέλαβαν τὰ ὅπλα φανερά.»23
1823: Μετά από την αποτυχημένη Αʹ πολιορκία του Μεσολογγίου
«Μετά την αποτυχία τους τα Χριστούγεννα του 1822 να καταλάβουν το Μεσολόγγι οι πασάδες Ομέρ Βριόνης και Μεχμέτ Ρεσίτ Κιουταχής στις 31 Δεκεμβρίου, λύνοντας την πολιορκία του Μεσολογγίου αναχώρησαν βιαστικά για το Βραχόρι (Αγρίνιο) με σκοπό να περάσουν τον Άσπρο (Αχελώο) και να φύγουν ο πρώτος στην Ήπειρο και ο δεύτερος στα Τρίκαλα. (…) Οι Τούρκοι δεν μπόρεσαν να περάσουν τον πλημμυρισμένο Ασπροπόταμο. (…) Καθώς όμως ο Καραϊσκάκης πληροφορήθηκε ότι σκόπευαν να περάσουν μέσα από το αρματολίκι των Αγράφων, έσπευσε και κατέλαβε τον Αϊ–Βλάση με 800 άνδρες. Στο αρματολίκι των Αγράφων ο Καραϊσκάκης διορίσθηκε το 1822 από τον Χουρσίτ πασά. ( …) Η νίκη στο Σοβολάκο24 στάθηκε αποφασιστική για τη φήμη και τη μετέπειτα στάση του Καραϊσκάκη στην επανάσταση.»25
«Στην περίφημη αυτή μάχη πήραν μέρος και Ασπροποταμίτες αγωνιστές και μάλιστα με δύο αποστολές, όπως φαίνεται από τη διαθήκη του Κασομούλη.»26 «Ἐπέστρεψαν νικηταὶ καὶ οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ καπιτὰν Στορνάρη, οἵτινες μᾶς διηγήθησαν ὅσα ἔπαθον εἰς Γαβαλοῦν, εἰς τὸ Κεράσοβον καὶ εἰς ἄλλα μέρη ὁποῦ πολέμησαν. »27
«Ἔπειτα ἀπὸ ὀλίγες ἡμέρες ἦλθεν εἰς τὰ Κούτζιανα καὶ ὁ Νικολὸς Στορνάρης χαρούμενος. Εἰς αὐτὴν τὴν περίστασιν ἐθανατώθη καὶ ὁ Χουρσὶτ πασᾶς ἀπὸ τὸν Σουλτάνον. Ἀποθανόντος τούτου τοῦ ἐπισήμου ἀρχηγοῦ, ὅλα τὰ στρατόπεδα τῶν Τουρκῶν παραλύθησαν, καὶ ἔτρεχαν ὅπου καὶ ὅπως ἤθελεν ὁ καθείς. Ὁ Σούλτζιας ἄρχισεν νὰ συχνογράφῃ πρὸς τὸν Στορνάρη εὐνοϊκῶς, παραγγέλλων νὰ βαστάξουν τὴν ζυγαριὰ τῆς δικαιοσύνης καλὰ ἀπὸ τὰ βουνά, νὰ μὴν χαλασθῇ ὁ λαὸς ἀπὸ τοὺς ληστάς, Τούρκους καὶ Ῥωμαίους.»28
Γενικά, τον Στορνάρη εκτιμούσαν, εμπιστεύονταν και υπολόγιζαν τις συμβουλές του τόσο οι Έλληνες όσο και οι Τούρκοι αξιωματούχοι. «Ὁ Στορνάρης ἐχαίρετο παρομοίως ὑπόληψιν καὶ ἐμπιστοσύνην ἀπὸ μέρους τοῦ Ἔθνους. Εἶχεν τὴν ἀνταπόκρισίν του μὲ τὸν κύριον Μαυροκορδάτον, μὲ τὸν Μᾶρκον Μπότζιαρην καὶ μὲ ὅλους τοὺς λοιποὺς καπιταναίους, οἵτινες τὸν ἐσέβοντο καὶ διὰ τὸν πατριωτισμόν του καὶ διὰ τὰς γνώσεις του.»29
1823.02: Στορνάρης–Λιακατάς στέλνουν την οικογένειά τους στα Επτάνησα
Τα νησάκια Κάλαμος και Καστός Λευκάδας.
Τον Φεβρουάριο του 1823 Στορνάρης και Λιακατάς, προκειμένου να μπορέσουν απερίσπαστοι να μετέχουν στον Αγώνα, έστειλαν τις οικογένειές τους30 στον Κάλαμο Λευκάδας,31 ώστε να μην τους εκβιάζουν οι Τούρκοι με τη σύλληψή τους, ενώ άλλοι Ασπροποταμίτες32 κλεφταρματολοί και πρόκριτοι απέφυγαν να το κάνουν, πράγμα που έδειχνε τις δεύτερες σκέψεις που έκαναν για τη συμμετοχή τους στην Επανάσταση. Η μεταφορά των καπετανισσών σε ασφαλές καταφύγιο έβαλε σε υποψίες τον στρατιωτικό διοικητή Τρικάλων Σούλτζια Κόρτζα.
Πηγές
«Ἀφοῦ ὡς ἀρματολὸς33 διευθύνας ἀρίστως ἐδιατήρησεν τοὺς πάντας ἀβλαβεῖς καὶ ἐπὶ τοῦ Ἀγῶνος ἐκπλήρωσεν τὸ χρέος του ὅσον ἐδύνατο εἰς διαφόρους μάχας, τὰς ὁποίας ὁ ἴδιος συνεκρότησεν μὲ τοὺς ἐχθρούς, μεταναστεύσας μόνος, ἀπέστειλε τὴν οἰκογένειάν του τὸ 1823 εἰς τὰς Ἑπτὰ Νήσους.»34
«Περιερχόμενοι τὰ χωριά μὲ τὸν Στέριον Στορνάρην, ἐφθάσαμεν εἰς τὰ Κούτζιανα, εἰς τὰ σπίτια τῶν Στορναραίων, ὅπου περίμενεν ὅλους νὰ συναχθοῦν ὁ Καπιτάνος. Ὁ Νικόλαος Στορνάρης ἐπρόβλεπεν ὅτι εἶναι ἀδύνατον μὲ τοὺς Τούρκους νὰ συζήσουν, καὶ ὅτι ὅσα καὶ ἀν ἔκαμαν αὐτοὶ καὶ κάμνουν, εἶναι ὅλα προσωρινά.35
Ἐπρόβαλεν εἰς ὅλους τοὺς ἀδελφούς του καὶ στενοὺς συγγενείς· ἐπειδὴ εἶδαν τὸν ἑαυτόν τους πόσον κακὰ ἦτον ἐκθεμένοι, ἐνῷ ἐπολιορκεῖτο τὸ Μεσολόγγι, καὶ ἑτοιμάζετο ὁ Ῥούμελης· ὑπανδρευμένοι καὶ μὲ ἀδύνατα τέκνα ὅλοι καὶ εἶδαν προσέτι ὅτι ἦτον ἀδύνατον νὰ ἀντισταθοῦν εἰς πόλεμον ἔχοντες τὸν νοῦν των εἰς τὲς φαμελιές των· τὲς μὲν φαμελιὲς ὅλες μαζὶ νὰ τὲς πέμψουν εἰς τὸν Κάλαμον ἢ εἰς ἄλλο νησί ἀπὸ τὰ Ἑπτὰ Νησιά, καὶ νὰ διορίσουν ἕναν ταμίαν οἰκονόμον νὰ τὲς προστατεύῃ (καὶ αὐτὸς νὰ εἶναι ὁ γερο–Ζαρκαλής), οἱ δὲ ἄλλοι νὰ περιφέρωνται ἐλεύθεροι, καὶ πάντοτε νὰ εὑρίσκωνται εἰς ἐμπόλεμον θέσιν.36 Τοὺς ἐνθύμιζεν δὲ ὅτι τὴν ἄνοιξιν ὁ Σουλτάνος ἔμελλεν νὰ ἀνανεώσῃ τὴν ἐκστρατείαν του.»37
«Τέλος πάντων, μετὰ ἱκανὴν συζήτησιν, ὁ Στορνάρης ἔδειξεν ἓν γράμμα τοῦ Βαρνακιώτη, ὁποῦ τὸ εἶχεν πρὸ καιροῦ. Τὸν ἔλεγεν: “Ἄν, ἀδελφέ, ἀποφάσισες νὰ ἀφήσῃς τὸ δικό σου τὸ κεφάλι εἰς τοὺς Τούρκους, τί σὲ πταίουν τὰ τέκνα σου, νὰ τὰ πάρῃς εἰς τὸν λαιμόν σου; Στεῖλέ τα εἰς τὰ Νησιά, καὶ στάσου μὲ τὸ ντουφέκι εἰς τὸ χέρι ἔπειτα.”»38
«Τέλος συνελθόντες ἅπαξ ὅλοι οἱ συγγενεῖς, δὲν ἐσυμφώνησαν ὅλοι νὰ μεταθέσουν τὲς φαμελιές των, παρὰ μόνον ὁ Καπιτάνος καὶ ὁ γαμβρός του Λιακατᾶς, ὅστις ἦτον κυβερνημένος.39 Βλέπουσα ἡ καπιτάνισσα ὅτι ἄλλη φαμελιά δὲν θὰ τὴν συνοδεύῃ, ἄρχισεν νὰ ὀπισθοδρομῇ, μὴ θέλουσα νὰ χωρισθῇ ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ὁ Καπιτάνος τόσον τὴν στενοχώρησεν, ὥστε τῆς εἶπεν καὶ μὲ τὴν βίαν πρέπει νὰ ἀναχωρήσῃ.»40
«Ἦλθεν ἡ ἡμέρα, καθ’ ἣν ἔπρεπεν νὰ κινήσουν. Συνδέων σφικτότερα τὰ συμφέροντά του μὲ τὸ Ἔθνος, ἔγραψεν ὁ Στορνάρης πρὸς τὸν Μαυροκορδάτον καὶ Μᾶρκον Βότζιαρην συσταίνων τὴν οἰκογένειάν των καὶ παρακαλῶν νὰ τὴν στείλουν εἰς ὅποιον ἀπὸ τὰ Ἑπτὰ Νησιὰ γνωρίζουν ὅτι ἠμποροῦν νὰ ἀπεράσουν οἰκονομικώτερα. Τὸ ἴδιον ἔκαμεν καὶ ὁ καπετὰν Γρηγόρης Λιακατᾶς διὰ τὴν σύζυγόν του Εὐαγγελήν.»41
«Εἶδες ὅτι τὰ ἀδέλφια μου, ἢ ἀπὸ ζήλειαν ἢ ἀπὸ ἄλλα συμφέροντα ὁποῦ στοχάζονται νὰ ἀπολαύσουν, δὲν ἐνέδωσαν νὰ μεταθέσουν τὲς φαμελιές των μὲ τὸν τρόπον ὁποῦ τοὺς ἔδειξα. Ὁ σκοπός τους δὲν είναι καλός, ἀλλ’ οὔτε εἰλικρινὴς οὔτε σύμφορος πρὸς τὸ Ἔθνος. Ὁ καιρὸς θέλει δείξῃ τὴν ἀλήθειαν, ὥστε νὰ βεβαιωθῇς. Αὐτοὶ ὅλοι εὑρίσκονται μετανοημένοι, διατὶ νὰ ἐφονεύσαμεν τοὺς 70 Τούρκους εἰς τὰς ἀρχὰς τοῦ πολέμου, καὶ νὰ ἀνοίξαμεν ἔχθραν μὲ τοὺς Καστρινούς.42»43
«Ὁ Σούλτζιας Κόρτζας, ἀφ’ ᾖς ὥρας ἔπεμψεν ἔξω τὴν φαμελιάν του ὁ Στορνάρης, δὲν ἡσύχαζεν ἀναφερόμενος εἰς τὴν διοίκησίν του· ἐπιθυμοῦσεν ἀφ’ ἑτέρου περισσότερον νὰ ἀνταποκρίνεται μὲ τὸν Στέριον παρὰ μὲ τὸν Καπιτάνον. Μάλιστα τὸν κατηγοροῦσεν ὅτι δὲν ἔπρεπεν νὰ τὸ κάμῃ αὐτό, ἕνας παλαιὸς Καπιτάνος, καὶ νὰ χαλάσῃ τὴν φωλεάν του, νὰ βάνῃ εἰς ὑποψίας μεγαλυτέρας τοὺς βεζιράδες, καὶ ἄλλα. Ὁ Στορνάρης ἐπροσποιεῖτο, καὶ ἄλλοτε τὸν ἀνταποκρίνονταν, ἄλλοτε ὄχι.»44
1823.02: Ο Στορνάρης συγκεντρώνει χρήματα και εμψυχώνει τον λαό
Όλον τον Φεβρουάριο του 1823 ο Στορνάρης, έχοντας μαζί του και τον νέο του γραμματικό45 και σύμβουλο Νικόλαο Κασομούλη, φρόντισε ν’ αυξήσει τα εισοδήματά του με έντιμο τρόπο, προετοιμαζόμενος για δύσκολες μελλοντικές περιόδους, και περιηγήθηκε στα ασπροποταμίτικα χωριά, προκειμένου να εμψυχώσει τους πολίτες, να τους ωθήσει να μετέχουν στις μελλοντικές εξεγέρσεις, αλλά και να δοκιμάσει τα φρονήματά τους.46
Πηγές
«Ὁ Καπιτάνος εἰς ὅλον αὐτὸ τὸ διάστημα ἔβαλεν εἰς τάξιν τὰ ζευγάρια του, τὰ πρόβατά του καὶ ἄλογα. Χωρὶς νὰ ἔχῃ πλέον τὴν ἔγνοιαν τῆς φαμελιᾶς του, ἐφρόντιζεν πῶς νὰ αὐξήσῃ τοὺς πόρους του, μὲ ἔντιμον τρόπον. Δὲν τὸν ἔμελεν πλέον νὰ φροντίζῃ ὥστε νὰ περιορίσῃ καὶ τὰς καταχρήσεις, διότι ἠμποροῦσεν περισσότερον τώρα νὰ βιάσῃ τοὺς συγγενεῖς του παρὰ πρῶτα, καθὼς καὶ οἱ ἴδιοι ἄρχισαν νὰ τὸν φοβοῦνται. Ὅλον τὸν Φεβρουάριον 1823 τὸν ἀπεράσαμεν ἀπὸ χωριὸ εἰς χωριό, ἐντρυφῶντες μὲ τοὺς πολίτας.»47
«Καὶ ἂν δὲν ἐφρόντιζεν νὰ βάλῃ εἰς τὸ αἷμα τῶν 70 Τουρκῶν καὶ πολίτας καὶ ἀρματολούς, ὥστε νὰ φοβοῦνται τὴν πλησίασιν τῶν Τουρκῶν, ἤθελαν ἐκεῖνοι πρὸ πολλοῦ μεταχειρισθῇ ὅλα τὰ μέσα πρὸς καταδίωξιν τοῦ φιλελευθέρου τούτου Καπιτάνου των καὶ τῶν ὀπαδῶν του. Πολλάκις ἐνθυμοῦταν τοῦτο τὸ στρατήγημα ὁ Στορνάρης.»48
1823.04: Σιλιχτὰρ Μπόδας εναντίον Στορνάρη–Καραϊσκάκη
«Ῥούμελης Βαλεσὴ49 ἀπὸ τὸν Σουλτάνον, μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Χουρσὶτ πασᾶ (Hurşid Ahmed Paşa), ἐδιορίσθη ὁ Δερβὶς πασᾶς (Derviş Paşa). (…) Διὰ τὰ Τρίκαλα καὶ τῶν πέριξ ἐδιορίσθη ὁ Σιλιχτάρ Μπόδας μὲ ἓξ χιλιάδας μισθωτούς. Οἱ Ἀλβανοί, εὑρόντες τὸ συμφέρον των εἰς τὰς καταχρήσεις τῶν μισθῶν, τὸ εἶχαν “σῦρε κὶ ἔλα”· πότε γίνοντο 10 χιλιάδες, πότε 3, πότε σκορποῦσαν, πότε λεηλατοῦσαν ἓν μέρος καὶ ἔφευγαν· ἄλλην δουλειὰν γενικωτέραν δὲν ἐφρόντιζαν.50 Ὀλίγον τοὺς ἔμελεν ἂν ἐδυνάμωνεν ὁ Καραϊσκάκης ἢ ὁ Στορνάρης. Μισθὸν ζητοῦσαν καὶ βαθμόν.»51
Στα μέσα Απριλίου του 1823 ο Σιλιχτὰρ52 Μπόδας,53 ως αξιωματούχος και προπομπός του Μουσταφά Ρεσίτ Πασά Μπουσάτλι (Mustafa Reshit pashë Bushatlliu), έφθασε στα Τρίκαλα με πέντε χιλιάδες στρατιώτες54 και «ἀμέσως ἐζήτησεν τὸν Καραϊσκάκην εἰς προσκύνησίν του. Ὁ Καραϊσκάκης τὸν ἀπεκρίθη περιφρονητικῶς, καὶ δὲν ἄφηνεν αἰσχρολογίαν ὁποῦ νὰ μὴν τοῦ τὴν προσφέρῃ. Ἔστειλεν καὶ εἰς τὸν Στορνάρην, πλὴν ἄκουσεν τὰ ἴδια.»55
«Ὁ Σιλιχτάρης Μπόδας δὲν εὕρισκεν ἀνάλογον τὴν δύναμίν του νὰ κινηθῇ καθ’ ἡμῶν, διότι δὲν ἤξευρεν τὴν τύχην του ἀπὸ τὸν πόλεμον. Ἐπαριθμοῦσεν τὸν Καραϊσκάκην μόνον μὲ 2000, καὶ ἄλλους τόσους ἡμᾶς. Ὅθεν ἀπόφευγεν τὴν προσβολὴν διὰ ἄλλην περίστασιν.»56
Μπροστά στον κίνδυνο αυτό, Ασπροποταμίτες και Αγραφιώτες «ζητούν τη βοήθεια όλου του Γένους και ξεχωριστά των γειτόνων τους. Και ο ίδιος ο Καραϊσκάκης αναφερόμενος στον στρατηγό Μάρκο Μπότσαρη στις 16 Μαΐου τον ειδοποιεί ότι “τὰ καπάκια μὲ τοὺς ἐχθροὺς ἐχέσθησαν πρὸ ἡμερῶν” και του ζητεί ισχυρές ενισχύσεις και πολλά πολεμοφόδια, γιατί αλλιώς ο Ασπροπόταμος και τα Άγραφα δεν θα μπορέσουν να συγκρατήσουν τον όγκο των εχθρικών στρατευμάτων που κατρακυλώντας προς το Μεσολόγγι θα τους αφήσουν πίσω.»57
1823.04: Επιχειρήσεις στο νότιο ασπροποταμίτικο τμήμα
Με άσπρο χρώμα η διαδρομή των τουρκαλβανικών στρατευμάτων.
Τα στρατεύματα του Στορνάρη και Λιακατά οχυρώθηκαν στην τοποθεσία Πέτρα κοντά στα Κούτσενα, όμως τα τουρκαλβανικά στρατεύματα τους παρέκαμψαν και κατευθύνθηκαν προς τα χωριά Περτούλι, Βετερνίκο και Πίρα, στα οποία έκαψαν και λεηλάτησαν πολλά αρχοντικά, όπως του Χατζηπέτρου,58 «καίοντας και λεηλατώντας ακόμη και τη μονή του Δουσίκου».59
Όμως συνάντησαν τον Χασιώτη κλεφταρματολό Νάσιο Μάνταλο, ο οποίος με μικρή δύναμη τους έτρεψε σε άτακτη φυγή, αποδεικνύοντας πόσο δυνατές και αποτελεσματικές θα μπορούσαν να είναι οι ελληνικές δυνάμεις, αν ενώνονταν και μετείχαν όλοι ομοθυμαδόν60 στον κοινό σκοπό της απελευθερώσεως της πατρίδας τους.61
Παρόμοιες επιχειρήσεις έγιναν και στ’ Άγραφα,62 στα οποία οι Στορναραίοι έστειλαν ενισχύσεις.63
Πηγές
«Ὄθεν ὁ Στορνάρης καὶ ὁ Γρηγόρης Λιακατᾶ, μὴ ἠξεύροντες τὸ σχέδιον τῶν Τούρκων, προκαταλάβαμεν τὴν Πέτραν, ἀπάνω ἀπὸ τὰ Κούτζιανα, δρόμον ὅστις καλοῦσεν νὰ διευθυνθῶσιν οἱ ἐχθροὶ καθ’ ἡμῶν, ὅπου ἦτον αἱ φαμελιὲς ὅπισθεν, νὰ ὠφεληθοῦν. Ὀχυρωθέντες ὅμως εἰς Πέτραν, ὁμοῦ δὲ καὶ οἱ μείναντες Σουλιῶται, οἵτινες ἔδειξαν τὴν μεγαλυτέραν προθυμίαν, κατασκευάσαντες οἱ ἴδιοι καὶ τὰ ὀχυρώματά των, οἱ Ἀλβανοί, λαβόντες ἄλλην διεύθυνσιν, καὶ προχωρήσαντες ἀπὸ τὸν δρόμον Κόρμπου πρός τὰ Πετρούλια καὶ Βιτρινίκου, ἀφεθέντα ἔρημα, ἕως εἰς χωρίον Πίραν, ἔβαλαν φωτιὰ καὶ ἔκαυσαν πολλὰς οἰκίας ἐξ αὐτῶν, καὶ τὰς καλυτέρας. Ἀπαντήσαντες δὲ ἐρχόμενον τὸν Νάσιον Μάνταλον πρὸς ἡμᾶς εἰς μίαν στενὴν σκάλαν καὶ τουφεκισθέντες, ἔδωσαν τὰ νῶτα καὶ τζακίσθησαν ἕως νὰ περάσουν τοῦ Κόρμπου τὰ στενά καὶ Δραμιζίου, νὰ προλάβουν νὰ φύγουν μὴν κλεισθοῦν. Ἰδοὺ ὁποίους ἥρωας ἐπροσμέναμεν νὰ μᾶς ῥιφθοῦν, καὶ δὲν τὸ προνοήσαμεν. Ἀγκαλὰ ἀνοητότεροι ἐφάνησαν οἱ Καπιταναῖοι, ὁποῦ δὲν ἐφρόντισαν καλύτερα.»64
1823.04: Επιχειρήσεις στο βόρειο ασπροποταμίτικο τμήμα
Με άσπρο χρώμα η διαδρομή «Καλαμπάκα–Κρύα Βρύση–Χαλίκι–Ιωάννινα» που έλεγχε ο Λιακατάς.
Το ίδιο διάστημα ο Γρηγόρης Λιακατάς, έχοντας μαζί του 400 άνδρες του Στορνάρη και κάποιους Σουλιώτες —που, αν και βοήθησαν, αποδείχθηκαν τυχοδιώκτες!—, ελέγχοντας στα στενά της Κρύας Βρύσης65 την επικοινωνία με τα Ιωάννινα, κατόρθωσε να αιχμαλωτίσει ένα μεγάλο τούρκικο καραβάνι και να κατάσχει πολύτιμα πράγματα, πολλά από τα οποία τα έκλεψαν οι Σουλιώτες, για να τα πουλήσουν στο Μεσολόγγι!66
Πλέον, όλοι οι κλεφταρματολοί της περιοχής, όπως ο Νάσιος Μάνταλος, αφήνοντας τα «καπάκια», μπήκαν επισήμως σε εμπόλεμη κατάσταση.
Πηγές
«Ὁ Γρηγόρης Λιακατᾶς τὸ ἴδιον ἑσπέρας, λαβὼν μαζί του ὅλον τὸ σῶμα τῶν Σουλιωτῶν καὶ λοιποὺς ἐδικούς του καὶ ἀπὸ τοῦ Στορνάρη ἕως 400, διευθύνθη κατ’ εὐθεῖαν εἰς τὸ στενὸν Κρύας Βρύσης μὲ σκοπὸν νὰ κόψῃ τὴν ἀνταπόκρισιν μὲ τὰ Ἰωάννινα. Ὁ Νάσιος Μάνδαλος ἀπέρασεν εἰς τὰ Χάσια ὡς πολέμιος. Ὅλοι οἱ Καπιταναῖοι ἐμβῆκαν εἰς ἐμπόλεμον θέσιν.»67
«Τὸ σῶμα τὸ ὁποῖον πῆγεν μαζὶ μὲ τὸν Γρηγόρην εἰς τὴν Κρύαν Βρύσιν, καρτέρευαν ἕνα καραβάνι συνοδευμένον ἀπὸ μίαν φρουρὰν Τουρκῶν, τοὺς ἐκτύπησαν, καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδιωξαν, πῆραν φορτωμένα ὅλα τὰ ζῶα ἕως 150, καὶ ἐπέστρεψαν. Τὰ φορτώματα αὐτὰ ἦταν πολύτιμον πρᾶγμα, μεταξωτά, πανικά καὶ χρυσάφι. Οἱ Σουλιῶται, δυστυχισμένοι, ἅμα ἔλαβαν αὐτὰ τὰ λάφυρα, ἄφησαν καὶ τὸν Γρηγόρην καὶ τοὺς ἄλλους, καὶ ὡς ἀγωγιάται συνοδεύοντες τὰ φορτωμένα ζῷα ἐπέστρεψαν εἰς Ἀσπροπόταμον, καὶ τραβοῦσαν διὰ Μεσολόγγι νὰ τὰ πωλήσουν, καὶ ὀπίσω τους τί μέλλουν νὰ κάμουν οἱ Τοῦρκοι μὲ τοὺς λοιπούς, οὔτε ἐρωτοῦσαν οὔτε γύρισαν νὰ ἰδοῦν. Ἀπέρασαν ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὸ λημέρι μας. Ὁ Στορνάρης δὲν ἐδέχθη νὰ τοὺς ἐνοχλήσῃ, νὰ τοὺς τὰ πάρῃ ὀπίσω· τοὺς ἐπέπληξεν ὅμως ὅτι ἐφάνησαν ἄπιστοι, καὶ τοιοῦτοι ὡς τοὺς ὠνόμαζεν καὶ ὁ Καραϊσκάκης. Αὐτοὶ ἐπροφασίσθησαν ὅτι, ἐπειδὴ ἔμαθον ὅτι εἰς τὸν ἀναμεταξύ μας πόλεμον ἐφονεύθησαν συγγενεῖς των, πηγαίνουν νὰ ἰδοῦν ὁποῖοι εἶναι. Ἐπίστευσα καθόλα τὸν Καραϊσκάκην, ὅστις τόσον αὐστηρὰ τοὺς κατέκρινεν, καὶ ἀπὸ ἐκείνην τὴν ὥραν εἶδα ὅτι μήτε αὐτοὶ ἔχουν σκοποὺς φιλελευθέρους, παρὰ εἶναι ἅρπαγες καὶ τυχοδιῶκται. Ὁ Καραϊσκάκης ἔστειλεν δύναμιν νὰ τοὺς προκαταλάβῃ, πλὴν δὲν τοὺς ἐπρόφθασεν. Ὅλοι οἱ στρατιῶται ἀγανάκτησαν ἐναντίον των, διατί, ἐνῷ ὅλοι ἦσαν συγκεντρωμένοι, αὐτοὶ νὰ ἐπιστρέφουν ὡς ἔμποροι φορτωμένοι μὲ λάφυρα.»68
1823.05: Προσωρινή ειρήνη με τους Τούρκους
Τον Μάιο του 1823 εξαιτίας σοβαρής αρρώστιας του Καραϊσκάκη και έλλειψης εφοδίων και πολεμοφοδίων κλείστηκε προσωρινή ειρήνη με τους Τούρκους,69 οι οποίοι μυστικά ετοίμαζαν την εκστρατεία του Σκόδρα πασά που ακολούθησε.70
Πηγές
«(Ὁ Καραϊσκάκης) κοπιάσας παραπολὺ εἰς τὸν πόλεμον, ἀσθένησεν. Λαβὼν τὴν εὐκαιρίαν τοῦ προβλήματος τῆς εἰρήνης ἀπὸ μέρος τῶν Τουρκῶν, ἄφησεν τὸν στρατὸν εἰς τὴν Ὀξιὰν71 καὶ ἐτραβήχθη ἀποκάτω εἰς τὸ μοναστήρι, ἕως νὰ ἀναλάβῃ. Ἀπάντησεν δὲ εἰς τὸν Σιλιχτάρην ὅτι τότε δέχεται εἰρήνην, ὅταν αὐτὸς τραβηχθῇ ὅλως διόλου ἀπὸ τὰ σύνορα, καὶ ἐπιστρέψῃ ὅλους τοὺς αἰχμαλώτους. Ἔστειλεν εὐθὺς πεζὸν εἰς τὸν Στορνάρην παρασταίνων τὴν ἀσθένειάν του καὶ ὅτι νὰ παρευρεθῇ εὐθύς, νὰ συσκεφθοῦν περί γενικῶν πραγμάτων οἱ δύο μαζὶ μὲ τοὺς ὁπλαρχηγοὺς τῶν βοηθητικῶν σωμάτων.»72
«Ηὕραμεν τὸν Καραϊσκάκην ἀσθενῆ καὶ πάσχοντα ἀπὸ ἕναν ξηρόβηχαν.»73 «Εἶναι Τοῦρκοι, εἶναι ἄπιστοι, καὶ ζητοῦν εἰρήνην διὰ ἄλλην καμίαν κωλοσφίξιν ὁποῦ ἔχουν. Τὸ προλέγω ὅτι καὶ τοὺς αἰχμαλώτους θέλει μᾶς τάξουν νὰ μᾶς τοὺς ἐπιστρέψουν καὶ ὅ,τι καὶ ἂν τοὺς εἰποῦμεν, διότι εἶναι ἀδύνατοι· εὐθὺς ὅμως ὁποῦ δυναμώσουν, οὔτε θέλει ἐνθυμηθοῦν ἂν ὑπάρχει συνθήκη.»74
«Ἐν τοσούτῳ ἔκραξαν καὶ τὸν Ταΐραγαν. ―Ἔλα, Σκατότουρκε, τὸν λέγει ὁ Καραϊσκάκης· ἔλα, Ἐβραῖε, ἀπεσταλμένε ἀπὸ τοὺς Γύφτους· ἔλα νὰ ἀκούσῃς τὰ κέρατά σας, γαμῶ τὴν πίστιν σας καὶ τὸν Μωχαμέτη σας! Τί θαρευσέτε, κερατάδες, εἶναι ὁ πόλεμος, καὶ τὸν κινεῖτε χωρίς νὰ τὸ συλλογισθῆτε; Δὲν ἐντρέπεσθε νὰ ζητῆτε ἀπὸ ἡμᾶς συνθήκην μὲ ἕναν κοντζιὰ σκατο–Σουλτὰν Μαχμούτην· νὰ τὸν χέσω καὶ αὐτὸν καὶ τὸν Βεζίρην σας καὶ τὸν Ἐβραῖον τὸν Σιλιχτὰρ Μπόδα τὴν πουτάνα!»75
«Ἡμεῖς, πονοῦντες τὴν πατρίδα μας καὶ τὸν λαόν, πάντοτες ἐνδώσαμεν εἰς τὰς θελήσεις τῶν ἀγάδων ὄχι ἀπὸ ἀδυναμίαν μας, ἀλλὰ ἀπὸ πόνον πρὸς τὴν πατρίδα μας. Τώρα ὅμως, καθὼς τὸ ἔκαμέτε, ὁ πόλεμος θρέφει ἡμᾶς καὶ βλάπτει ὑμᾶς. Τί εἰρήνην ζητοῦν, ἀφοῦ ἔκαυσαν τὰ καλύτερα χωριὰ τοῦ Ἀσπροποτάμου; Δεν εἶδαν ὅτι ὑποχώρησα, διὰ νὰ μὴ λάβουν ἀφορμὴν καὶ πειράξουν τὸν ἀθῶον λαὸν καὶ τὰ σπίτια, ὁποῦ ἦταν κτισμένα πρὸ 300 χρόνια; Τί ἄφησέτε τώρα εἰς τὰς ἐπαρχίας μὲ τὰς λεηλασίας σας καὶ τί ζητεῖτε ἀκόμα ἀπὸ τὸν κόσμον; Ἡμᾶς τοὺς ἀρματολούς, ὁποῦ ἤθελέτε νὰ ἐκδικηθῆτε, τί κακὸ μᾶς ἔκαμέτε; (…) Ἐγὼ ποτὲ δὲν ἤθελα συγκατανεύσει εἰς μίαν τοιαύτην πομπιωμένην εἰρήνην, χωρίς ἐκδίκησιν. Ἡ ἀσθένεια ὅμως τοῦ Καραϊσκάκη μὲ παρακινεῖ νὰ ἐνδώσω καὶ ἐγὼ εἰς τὴν αἴτησίν του· πότε ὅμως; Ὅταν ἐπιστρέψετε τοὺς αἰχμαλωτισμένους ἀθώους, μὲ τὰ εἰδίσματά των ἕως εἰς τὸ βελόνι, καὶ νὰ τραβηχθῆτε ὅλως διόλου ἀπὸ τὰ σύνορα, καὶ δικαίωμα νὰ μὴ ζητήσετε διὰ πέντε χρόνους ἕως νὰ ἀναλάβουν οἱ χαλασθέντες.»76
Επιστροφή στα καμένα χωριά του Ασπροποτάμου
Μετά από την προσωρινή ειρήνευση οι Ασπροποταμίτες επέστρεψαν στα καμένα χωριά τους (Περτούλι, Βετερνίκο, Πίρα κ.λπ.), προσπαθώντας να ξανακτίσουν τα κατεστραμμένα τους σπίτια αλλά και διαμαρτυρόμενοι στον Στορνάρη, ιδίως ο Γούσιος Χατζηπέτρος.77
Πηγές
«Ἀναχωρήσαμεν μετὰ δύο ἡμέρες καὶ ἀπήλθαμεν εἰς Ἀσπροπόταμον. Ἐκεῖ εἰδοποιήθημεν ὅτι ὁ Σελιχτάρης ἀμέσως ἐτραβήχθη, καὶ ἀπῆλθεν εἰς Λάρισα καὶ ὅτι ἡ εἰρήνη ἔμεινεν ἀπάνω εἰς τὸν Σούλτζιαν νὰ τὴν τελειώσῃ. Ὁ λαὸς πάλιν ἔλαβεν τὸ θάρρος καὶ ἐπίστρεψεν νὰ ἰδῇ τὰς καταδαφισμένας ἑστίας του. Ἀπεράσαμεν εἰς τὰ Βλαχοχώρια Περτοῦλι καὶ Βετερνίκο, καὶ δὲν τὰ ἐγνωρίσαμεν· γῆς Μαδιὰμ ἔγιναν ἀπὸ τὴν φωτιάν. Οὔτε ἐγνώριζες ποῦ ἦτον τὰ μεγαλοπρεπῆ τῶν Χατζηπετραίων οἰκήματα καὶ ποῦ τῶν πτωχῶν αἱ καλύβες. Ἐκλαύσαμεν βλέποντες τὸν λαὸν ξαπλωμένον ἔξω εἰς τὸν ἥλιον, προσπαθοῦντα νὰ κάμῃ καμίαν καλύβαν ἀπὸ φλοῦδες ἐλάτων. Εἰς τὴν Πίραν χωρίον ἐστάθημεν. Ἐκεῖ ἐσυναθροίσθησαν ὅλοι οἱ παθόντες· καὶ τί παρηγοριὰν νὰ τοὺς δώσῃ ὁ Καπιτάνος; Ὁ κύριος Γούσιος κατέκρινεν τὸν Καπιτάνον ὡς ἀπρόβλεπτον, ἢ ὅτι ἤθελεν νὰ καταδαφισθοῦν τὰ ὁσπίτιά των ἀπὸ πάθος, καὶ δὲν ἠθέλησεν νὰ στείλῃ νὰ τοὺς πολεμήσῃ. Τὸ ἔλεγεν, τὸ ἐπαναλάμβανεν ὡσὰν ἡ δεκοχτούρα. Πολλάκις μὲ ἐνοχλοῦσεν τόσον, ὥστε ἤθελα ἄφευκτα νὰ εἰπῶ κὶ ἐγὼ ὅτι “ναί, ἠμποροῦσεν νὰ τὰ σώσῃ, πλὴν δὲν ἠθέλησεν”. Αὐτὲς οἱ ἐπαναλήψεις μ’ ἔδωσαν ἀφορμὴν νὰ ἐρωτήσω τὸν Καπιτάνον ἂν εἶχαν οἱ δύο των πάθος παλαιὸν ἀναμεταξύ των, ἢ ἀπὸ τοὺς πατέρας των, καὶ φωνάζει ὁ Γούσιος ὅτι ἀδιαφόρησεν ὁ Καπιτάνος διὰ νὰ ἐκδικηθῇ αὐτὴν τὴν οἰκογένειαν.»78
1823.06: Εκστρατεία του Μουσταφά Ρεσίτ Πασά της Σκόδρας79
Μιρδίτες στα 1890.
Ο Μουσταφά Ρεσίτ Πασάς Μπουσάτλι (Mustafa Reshit pashë Bushatlliu, Pashai i Shkodrës, 1797–27 Μαΐου 1860) ήταν πασάς στο Πασαλίκι της Σκόδρας80 («Σκόδρα πασάς» / Pashallëku i Shkodrës: 1810–1831). Τον Απρίλη του 1823 στρατολόγησε 20.000 περίπου Σκοδριάνους και Μιρδίτες (καθολικούς Αλβανούς) προκειμένου να εκστρατεύσει και καταλάβει το Μεσολόγγι.81
«Μόλις ἀναπνεύσαμεν ἀπολαύσαντες 30 ἡμέρες ἡσυχίαν, καὶ ἡ φήμη μᾶς ἔφερεν ὅτι κατὰ τῆς Ἑλλάδος, καὶ ῥητῶς τοῦ Μισολογγίου ἐδιορίσθη ἀρχηγὸς τῆς ἐκστρατείας ὁ Μαχμοὺτ πασᾶς Σκόδρας μὲ 20 χιλιάδας Σκοδράνους καὶ Λατίνους, καὶ ὅλοι οἱ Ἀλβανοὶ ὑπὸ τὴν ὁδηγίαν του. Νέος ἀγὼν μᾶς περιμένει, καὶ τοῦτος θὰ είναι ὁ δεινότερος ἀπὸ ὅσους ἕως τώρα ἀπεράσαμεν.»82
Οι Ασπροποταμίτες, όταν έμαθαν ότι η επικίνδυνη αυτή στρατιά θα περνούσε από τα μέρη τους, τρόμαξαν και ζήτησαν βοήθεια από την κεντρική κυβέρνηση,83 προκειμένου να τους σταματήσουν κατά την κάθοδό τους ή έστω να τους παρενοχλούν.
«Επειδή δε έκριναν αδύνατο να τα βάλουν με τόσο τούρκικο στρατό, διέταξαν να τραβηχθούν όλες οι οικογένειες από τα χωριά με ό,τι μπορούσαν να πάρουν μαζί τους και να καταφύγουν σε ορεινά και απρόσιτα μέρη.»84
«Ἠξεύροντες ὅλοι τὸ ἀνδρεῖον τοῦτο στράτευμα, ἐκερώσαμεν. Δὲν ἠξεύραμεν πῶς εἴχομεν νὰ ἀποφύγωμεν τὸν κίνδυνον. Εἰδοποιήσαμεν ἀμέσως τὴν ἑτοιμασίαν εἰς τὴν Κυβέρνησιν85 διὰ νὰ προλάβωμε τὰς ἀναγκαίας βοήθειας, πλὴν οὔτε ἀπάντησιν δὲν ἐλάβαμεν. Καὶ ποῖος νὰ ἀπαντήσῃ, εἰς τὴν κατάστασιν ὁποῦ εὑρίσκοντο ἀπὸ τὰς διχονοίας;»86
«Με κοινή τους αναφορά προς την Ελληνική Κυβέρνηση από τα Άγραφα, στις 12 Ιουνίου 1823, Καραϊσκάκης, Στορνάρης, Λιακατάς, Μάνταλος κ.ά., έδωσαν εξηγήσεις και ανέφεραν τους λόγους που τους ανάγκασαν να κάνουν τη συνθήκη.»87
Η Υψηλή Πύλη είχε διατάξει τον Σκόδρα πασά «να μην ακολουθήσει το συνηθισμένο δρόμο των προηγουμένων εκστρατειών»,88 αλλά να περάσει από τον Ασπροπόταμο και τα Άγραφα, υποτάσσοντας τους επικίνδυνους για τους Τούρκους και τα σχέδιά τους εξεγερμένους.
1823.07.05: Δεκαπενθήμερη διορία Σκόδρα προς Στορνάρη και Καραϊσκάκη
Ο Σκόδρας έφτασε στα Τρίκαλα89 και στρατοπέδευσε κοντά στον Πηνειό την 1η Ιουλίου 1823· τέσσερις ημέρες μετά έστειλε μήνυμα σε Στορνάρη και Καραϊσκάκη πως τους χορηγεί αμνηστία για τις προηγούμενες επαναστατικές ενέργειές τους και τους δίνει δεκαπενθήμερη προθεσμία να τον ακολουθήσουν στην εκστρατεία του.
«Δραστήριος πασᾶς ὁ Σκόδρας μὲ ἀνδρεῖον στράτευμα, ἁρμόδιον διὰ τὰ βουνὰ καὶ διὰ τὲς θέσεις μας, ἐκστράτευσεν ἀμέσως. (…) Ὁ Σκόδρας ἔχρεχεν ὡς ποταμός. Τὴν 1ην Ἰουλίου 1823 τοποθετήθη ἐδῶθεν τοῦ ποταμοῦ Σαλαμπριᾶς δύο ὥρες. Ἁμέσως ἔγραψεν πρὸς τὸν Στορνάρην διαταγὴν ἀμνηστείας τῶν παρελθόντων, καὶ τὸν καλοῦσεν νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ μὲ ὅσους ἔχει ὑπὸ τὴν ὁδηγίαν του.»90
«Εἰς τὸν Καραϊσκάκην ἔγραψεν: “Μὲ λέγουν Μαχμοὺτ πασᾶ Σκόδρα. Εἶμαι πιστός, εἶμαι τίμιος. Τὸ στράτευμά μου τὸ περισσότερον σύγκειται ἀπὸ χριστιανούς. Ἐδιορίσθην ἀπὸ τὸν Σουλτάνον νὰ ἡσυχάσω τοὺς λαούς· δὲν θέλω νὰ χύσω αἷμα· μὴ γένοιτο· ψευτιὲς δὲν ἠξεύρω. Ὅποιος θέλει νὰ εἶναι μὲ ἐμένα, πρέπει νὰ εἶναι πλησίον μου. Ὅποιος δὲν θέλει, ἂς καρτερῇ τὸν πόλεμόν μου. Δεκαπέντε ἡμέρες σᾶς δίδω καιρὸν νὰ σκεφθῆτε.”»91
«Εἴκοσι χιλιάδες ψυχὲς ἐκρέμοντο εἰς αὐτὴν τὴν ἀπόφασιν, ψυχές μὲ ὅλα τὰ ζῷα των καὶ ποίμνιά των, ἀκόμη καὶ εἰδίσματα92 κινητά. Ἑπομένως καὶ ἡ σκέψις ἔπρεπεν νὰ εἶναι ἐμβριθής.»93
Σε σύσκεψη που έγινε κοντά στα Κούτσενα οι περισσότεροι Ασπροποταμίτες πρότειναν να δεχθούν τον λόγο τιμής (μπέσα) του Σκόδρα και να μην του αντισταθούν, αλλά να πάνε μαζί του. Ο Στορνάρης όμως, που πρόσφατα είχε λάβει το επίσημο δίπλωμα στρατηγίας από την ελληνική κυβέρνηση,94 απάντησε με κάποια δόση οίησης πως αποφασίζει και διατάζει να του αντισταθούν. Στη συνέχεια έστειλε επιστολή στον Μάρκο Μπότσαρη ζητώντας του πολεμοφόδια και ενισχύσεις.95 Έγιναν μάλιστα και —άκαρπες— ενέργειες για αντιπερισπασμό στον Σκόδρα προς τον ηγεμόνα–αρχιεπίσκοπο του Μαυροβουνίου Πέτρο Πέτροβιτς.96
«Οι δύο όμως αρχηγοί, νεοδιορισμένοι στρατηγοί από την κυβέρνηση, αποφασίζουν να του αντισταθούν και παραγγέλλουν στους πληθυσμούς των αρματολικιών τους ν’ αποτραβηχτούν σε οχυρούς και ασφαλείς τόπους. Χιλιάδες άνδρες, γυναίκες και παιδιά με τα ζώα τους και την κινητή τους περιουσία σκορπίστηκαν —ευτυχώς ήταν Ιούλιος— στα βουνά και σε απόμερες λαγκαδιές.»97 Η κατάσταση ήταν τραγική.98
Πηγές
«Ὁ Στορνάρης (…) ἐστοχάσθη ὅμως πρῶτον νὰ συσκεφθῇ, νὰ ἰδῇ ὁποίαν προαίρεσιν εἶχαν. Ἔγραψεν πρὸς ὅλους τοὺς ἀδελφούς του καὶ συγγενεῖς νὰ συναχθοῦν εἰς τὴν Φτελιά, ἀποκάτω ἀπὸ τὴν πέτραν99 Κούτζιανα. Ἐσυνάχθησαν ὅλοι, προεστοί, λαὸς καὶ ἀρματολοί. Τοὺς ἔδειξεν τὰ γράμματα τοῦ Σκόδρα, τοὺς ἔδειξεν τοῦ Καραϊσκάκη, καὶ τοὺς ζήτησεν τὴν γνώμην των. Ἁκούσαντες τὰς ἐκφράσεις τοῦ πασᾶ περὶ διδομένης τιμής, ὅλοι ἦσαν πεπεισμένοι ὅτι εὕρισκαν ἀσφάλειαν εἰς τὴν τιμὴν τῶν Σκοδράνων καὶ τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς ἐκστρατείας, πλὴν ἠξεύροντες τὴν διάθεσιν τοῦ Στορνάρη, κανένας δὲν τολμοῦσεν νὰ τοῦ εἰπῇ κατευθεῖαν τὴν γνώμην του.»100
«Μισὴ ὥρα κυρίευσεν ἄκρα σιωπὴ τὴν συνέλευσιν, καὶ ὅλοι κρέμασαν τὰς κεφαλάς των κάτω. (…) Εἴκοσι χιλιάδες ψυχὲς ἐκρέμοντο εἰς αὐτὴν τὴν ἀπόφασιν, ψυχές μὲ ὅλα τὰ ζῷα των καὶ ποίμνιά των, ἀκόμη καὶ εἰδίσματα κινητά. Ἑπομένως καὶ ἡ σκέψις ἔπρεπεν νὰ εἶναι ἐμβριθής. Εἶχαν ὅμως καιρὸν ἔνδεκα ἡμέρες ἀκόμη ἕως ὅτου ἀρχίσῃ τὸ κίνημα τῆς ἐκστρατείας.»101
«Ὁ Στέριος πρῶτος ἔδωσεν ἀφορμὴν εἰς τὴν συζήτησιν. ―Εἶναι ἀληθινὸν ὅτι οἱ Σκοδράνοι εἶναι τίμιοι, ὅτι καμίαν βλάβην δὲν δοκιμάζομεν, ἂν προσκυνήσωμεν τὸν Σκόδρα πασᾶν, πλὴν ἐνῷ εἶναι τόσος λαὸς τὸν κατήφορον, ὁποῦ προσμένει τὸ παράδειγμά μας, δὲν ἠξεύρω τί θὰ μᾶς εἰποῦν ἔπειτα: “Ὁ Στορνάρης ἄφησεν τὸν λαόν, προτιμήσας ὄχι ἄλλους παρὰ ἡμᾶς ὁποῦ φοροῦμεν τὰ ἄρματα”. Εἶμαι γνώμης λοιπόν, οἱ μὲν πολῖται νὰ στείλουν ἐπιτροπὴν πρὸς τὸν πασᾶν καὶ νὰ προσφέρουν τὴν ὑπακοήν των, καὶ ὅλοι ἡμεῖς οἱ ἀρματολοὶ νὰ τραβηχθοῦμεν ἀπὸ τὴν ἐπαρχίαν, νὰ μὴ γίνωμεν αἰτία τῆς αἰχμαλωσίας τοῦ λαοῦ. Μὲ ἕνα στόμα ὅλοι: ―Ἔπειτα, ὅταν μείνῃ ἡ ἐπαρχία μόνη της καὶ ἔρημος, ποῖος μᾶς ἀπαντᾶ ἀπὸ τοὺς Κλέφτας; ―Καὶ τοῦτο κακόν, λέγει ὁ Στέριος. (…) Ἕνας προεστός ἑνὸς χωρίου Τίρνας, Μῆτρος ὀνομαζόμενος, αὐθαδείασεν περισσότερον. ―Ἔ!, λέγει, τὸ ἕνα δὲν τὸ κάμνεις, τὸ ἄλλο ὄχι, δὲν χανόμεθα τόσος λαὸς ἡμεῖς διὰ ἐσένα, ὁποῦ εἶσαι ἕνα μόνος.»102
«―Φλυαρεῖς, γάιδαρε! τὸν λέγει· (ἐβγάζει τὸ δίπλωμα τῆς στρατηγίας) τὸ βλέπεις αὐτό; λέγει· εἶμαι στρατηγὸς τῆς Κυβερνήσεως. Ὅ,τι σημαίνει ὁ Σκόδρας πρὸς τὸν Σουλτάνον σημαίνω κὶ ἐγὼ εἰς τὴν Κυβέρνησίν μου. Ὄχι 20 χιλιάδες λαός, ἀλλὰ 100 χιλιάδες ὡσὰν ἐσᾶς δὲν σημαίνουν τίποτες νὰ χαθοῦν, παρὰ νὰ μὴ χαθῶ ἐγώ! Σκορπήσατε ἀμέσως, κὶ ὅποιος θέλει, ὁ δρόμος εἶναι ἀνοιχτὸς καὶ διὰ τοὺς Τούρκους καὶ διὰ τοὺς Ῥωμαίους! Ἐγὼ τώρα θέλω πολεμήσει, διότι τώρα ἦλθεν ὁ ὅμοιός μου! Ἀρκετὰ σᾶς ὑπέφερα τρία χρόνια τὲς κοπριἐς σας.103 Ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ τζακίσθησαν φεύγοντες, ἀλλὰ καὶ κανένας πρὸς τοὺς Τούρκους δὲν ἐπήγαινεν. Τοὺς ὡδήγησεν ἔπειτα· ὅποιος εἶναι μὲ αὐτὸν νὰ τραβήξῃ εἰς τὸ Μερόκοβον.»104
1823.07: Προετοιμασία για αντιμετώπιση του Σκόδρα πασά
Αφού εκόντες–άκοντες πήραν την απόφαση να αντισταθούν, οι Ασπροποταμίτες έφυγαν από τα χωριά τους και κατέφυγαν στον Αλαμάνο105 και τα υπόλοιπα γύρω από το όρος Χατζή106 βουνά (Στουρνάρι, Μαυροβούνι, Τούρλα κ.λπ.) και στα γύρω από το Μιρόκοβο107 χωριά. «Ἀπὸ ὅλον τὸν λαὸν μόλις 400 λαγαρίσαμεν ἱκανοὺς εἰς τὰ ὅπλα. Οἱ ἄλλοι ὅλοι βαστοῦσαν τὲς γυναῖκες των ἀπὸ τὲς βρακοζῶνες»,108 κατά την έκφραση του Κασομούλη.
Πηγές
«Τί νὰ ἰδῇς; Ἐγέμισεν τὸ βουνὸ Ἀλαμάνος γύρωθεν ἀπὸ τὰ ποίμνια· ἡ Kωθώνη109 καὶ ὅλα τὰ λαγκάδια γεμάτα ἀπὸ φαμελιὲς ἕως εἰς τὸ Μερόκοβον. Ἀμέσως ὁ Στορνάρης εἰδοποίησεν καὶ τὴν ἐδικήν του ἀπόφασιν νὰ πολεμήσῃ εἰς τὸν Καραϊσκάκην καὶ ἔγραψε καὶ εἰς τὸ Μισολόγγι πρὸς τὸν Μᾶρκον Μπότσαρην νὰ ἀφῆσουν ὅλα καὶ νὰ τρέξουν ἐκεῖθεν βοήθεια, πρὶν ὁ ἐχθρὸς σπάσῃ τὰ στενά· καὶ νὰ μᾶς στείλῃ καὶ πολεμοφόδια. Ἀπὸ ὅλον τὸν λαὸν μόλις 400 λαγαρίσαμεν ἱκανοὺς εἰς τὰ ὅπλα. Οἱ ἄλλοι ὅλοι βαστοῦσαν τὲς γυναῖκες των ἀπὸ τὲς βρακοζῶνες.
Ἀφήσαμεν τὸν λαὸν ὀπίσω καὶ ἐπλησιάσαμεν πρὸς τὴν Πόρταν νὰ μάθωμεν τί. Ἐκεῖ εἶχεν φθάσει ὁ χιλίαρχος Λατίνος Τόντος,110 καὶ ζητοῦσεν νὰ ἀνταμωθῇ μυστικὰ μὲ τὸν Στορνάρην. Δὲν ἐπέτυχεν τὴν ἀντάμωσίν των, πλὴν παράγγειλεν νὰ μὴν προσκυνήσωμεν, καὶ μᾶς ἐνθάρρυνεν. Ὁ Στορνάρης τὸν Τόντον τὸν εἶχεν στενὸν φίλον ἀπὸ τὸν καιρὸν τοῦ Ἀλῆ πασᾶ.»111
1823.07.23 κ.ε.: Μάχη στον Κόρμπο
Στις 20 Ιουλίου, αφού πέρασε το δεκαπενθήμερο της προθεσμίας,112 ο Σκόδρας έστειλε το ⅓ περίπου του στρατού του, με αρχηγό τον Σούλτζια Κόρτζια, εναντίον του Στορνάρη , το ⅓ περίπου εναντίον του Καραϊσκάκη στην Οξιά113 και το υπόλοιπο προς τα Καγκέλια114 Καρπενισίου.
Στις 23 Ιουλίου ο Σούλτζιας Κόρτζιας έφτασε στον Κόρμπο, ενώ οι άντρες του Στορνάρη είχαν οχυρωθεί κοντά στα Κούτσενα. Ο Μήτρος και Στέριος Στορνάρης με 30 άνδρες, που πήγαν να κατασκοπεύσουν, ξεκίνησαν τη μάχη, που συνεχίστηκε μέχρι το βράδυ. Σ’ αυτήν115 μετείχαν και οι Γρηγόρης Λιακατάς, Χριστόδουλος Χατζηπέτρος, Νικόλαος Κασομούλης κ.ά. Οι τουρκαλβανικές δυνάμεις έφθασαν μέχρι τα Κούτσενα, την ώρα που τελείωναν τα πολεμοφόδια των Ελλήνων, αναγκάζοντάς τους να υποχωρήσουν προς το Μιρόκοβο, στα σύνορα του αρματολικιού του Ασπροποτάμου με τα αρματολίκια του Ραδοβιζίου και των Αγράφων. Εκεί έλαβαν εφόδια από τον —προσκυνημένο στους Τούρκους— Γώγο Μπακόλα του Ραδοβιζίου και έγραψαν στον Μάρκο Μπότσαρη ότι οι στρατιώτες του Σκόδρα πασά δεν είναι και τόσο τρομεροί, όπως φοβόταν όλοι οι Έλληνες, κι ότι θα μαζευτούν και οι Ασπροποταμίτες στο Μεσολόγγι.
Αρματολίκια περιοχής.
Πηγές
«Ἔφθασαν αἱ 15 ἡμέρες τῆς προθεσμίας· 20 Ἰουλίου 1823. Ὁ Σκόδρας διαίρεσεν τὸν στρατὸν εἰς τρία σώματα· 4½ σχεδὸν 5 χιλιάδες ἔστειλεν καθ’ ἡμῶν ἀπὸ τὴν ὁδηγίαν τοῦ Σούλτζια Κόρτζια. Ἓξ χιλιάδες ἔστειλεν κατὰ τοῦ Καραϊσκάκη διὰ τῆς Ὀξιᾶς. Τὸ δὲ λοιπὸν σῶμα μὲ τὸ ἱππικὸν τὸ ἔστειλεν ἀπὸ τὴν Ῥεντίναν νὰ ἔβγῃ εἰς τὰ Καγκέλια Καρπενισίου. Ὁ Οὐμὲρ πασᾶς ἑτοιμάσθη εἰς Ἄρταν καὶ ἀπέρασεν εἰς τὸν Καρβασαρὰν διὰ θαλάσσης, καὶ τοποθετήθη ἐκεῖ. Οἱ Κουτελιδαῖοι καὶ οἱ Γωγαῖοι ἔμειναν ἀνενόχλητοι. Ἡμεῖς ὠχυρώθημεν εἰς τὴν πέτραν ἀπάνω ἀπὸ τὰ Κούτζιανα, ὁποῦ στένευεν ὁ τόπος.»116
«Εἰς τὰς 23 Ἰουλίου, ἡμέρα Τρίτη πρὸς τὸ μεσημέρι, κινηθέντες οἱ Τοῦρκοι, οἱ μὲν προχώρησαν κατὰ τὴν Ὀξιὰν Ἀγράφων, ὁ δὲ Σούλτζιας ἔφθασεν εἰς Κόρμπου πηγάδι, κὶ ἐκεῖ κατεσκήνωσεν.117
Τὸ μέρος ὅπου τοποθετήθησαν ἦτον κοιλὰς ὡραία· περιστοιχίζετο ἀπὸ ἔλατα καὶ ἀπεῖχεν ἀπὸ ἡμᾶς μία βολὴ κανονιοῦ, πλὴν τοὺς ἔκρυπτεν ὁ τόπος.
Ὁ Μῆτρος καὶ Στέριος ἀδελφοὶ τοῦ Στορνάρη, ἄνδρες γενναῖοι, μὲ ἕως 30 πλησίασαν ἀγάλι–ἀγάλι νὰ κατασκοπεύσουν τὸ ἐχθρικὸν στρατόπεδον.118 Πλησιάσαντες εἰς μίαν βρύσιν, εἶδαν ὅτι πολλοὶ Τοῦρκοι πλύνονται ἐκεῖ καὶ πίνουν νερόν. Δὲν ἐδυνήθησαν νὰ προχωρήσουν περισσότερον· ντουφέκισαν ἐκείνους.119 Ἐκεῖνοι τρομαγμένοι ἔφυγαν πρὸς τὸ στρατόπεδόν των. Ὁ Σούλτζιας ἐννόησεν ὅτι εἴμασθον πλησίον· ἀμέσως φωνάζει πανστρατιὰ νὰ κινηθοῦν. Ἄρχισαν νὰ πολεμοῦν· ἐτρέξαμεν καὶ ἄλλοι εἰς βοήθειάν των, πλὴν ηὕραμεν ὅτι οἱ ἐδικοί μας ὑποχωροῦσαν, οἱ δὲ Τοῦρκοι προχωροῦσαν δρομαίως.
Ἐγὼ120 μὲ τὸν Χριστόδουλον Xατζηπέτρον διευθυνόμασθον τὰ ἴσια εἰς τὸν δρόμον· ἀπαντήθημεν εἰς τὸ διάσελον, πυροβολήσθημεν καὶ ὀπισθοδρομήσαμεν καὶ ἡμεῖς τὸν ἀνήφορον. Τρέχοντας κοντὰ νὰ προλάβω πέτραν, ὥστε νὰ μὲ κρύπτῃ, ἐκόπη ἡ βρακοζῶνα μου· μᾶς ἔζωσαν πανταχόθεν. Ἐγώ, μὲ τὰ βρακιὰ εἰς τὰ χέρια, τρόμαξα νὰ καταφθάσω εἰς τὸ ὀχύρωμα. Οἱ Τοῦρκοι πλησίασαν ὑπὸ τὰ ὀχυρωματά μας· ὥρμησαν ἀνδρείως τρὶς καθ’ ἡμῶν, πλὴν ἀπεκρούσθησαν. Οὕτως ἐστάθημεν ἐκεῖ ἀμυνόμενοι, ἕως ὁποῦ νύχτωσεν, ἀμφότερα τὰ μέρη. Οὔτε ἡμεῖς εἴχαμεν εὔκολον θέσιν νὰ τοὺς πάρωμεν τὰ ὄπισθεν, οὔτε αὐτοί. Τοῦτο ἦτον τῆς μεγάλης ἡμέρας ἔργον, νὰ διωχθοῦμεν ἢ ἡμεῖς ἢ ἐκεῖνοι.
Τελειώσαμεν ὅλως διόλου τὰ πολεμοφόδια· καὶ τὸ χειρότερον ὁποῦ ἄλλα δὲν εἶχεν ὁ Στορνάρης παρὰ ὅσα μᾶς ἔμειναν εἰς τὲς παλάσκες. Κανένας δὲν ἐπίστευεν νὰ εἶναι τόσον ἀπρόβλεπτος, ἂν δὲν εἶχεν ἐθνικά,121 κἂν ἐξ ἰδίων του νὰ προμηθεύσῃ.
Ἀποσύρθημεν τὴν νύκτα σιγὰ–σιγά. Οἱ Τοῦρκοι δὲν κατάλαβαν, καὶ ἐστάθημεν νὰ ξεκουρασθοῦμεν εἰς τὸ Εἰκόνισμα. Οἱ Τοῦρκοι τὴν αὐγήν, πυροβολήσαντες τρὶς εἰς σημεῖον χαρᾶς, ἐπέστρεψαν εἰς τὰ Κούτζιανα, καὶ στρατοπέδευσαν·122 καὶ ἔπεμψαν πολλὰ ὀλίγους νὰ ἰδοῦν ποῦ ἐστάθημεν. Ἐν τοσούτῳ πολεμήσαντές τους, ὀπισθοδρόμησαν καὶ αὐτοί. Οἱ Τοῦρκοι, ὡς ἐφάνη ἔπειτα, δοκίμασαν μεγάλην ζημίαν. Εἶδαν ὅτι δὲν παίζουν οἱ Ἕλληνες, καὶ οἱ Σκοδράνοι ἄρχισαν νὰ μουδιάζουν καὶ διὰ τοὺς ἄνδρας καὶ διὰ τὲς στενὲς θέσεις καὶ δυνατές.123»124
Μετά από την μάχη
«Εἰδοποίησαν τὸν Σκόδραν τὸν περίφημον πόλεμον, καὶ τοῦ ἔβαλαν τὰς δυσκολίας ὑπ’ ὄψιν.
Ἀπὸ τὸν Καραϊσκάκην οὔτε φωνή, οὔτε λόγος περὶ πολέμου· οὔτε ἀπέρασεν κανένας ἐδῶθεν νὰ μᾶς ἀναγγείλῃ τίποτε.
Ἐτοποθετήθημεν εἰς τὸ στενὸν Ἀλαμάνου, καὶ προκατάλαβεν καὶ τὴν σκάλαν τῆς Κωθώνης125 ὁ Στορνάρης. Ξανάγραψεν πάλιν εἰς τὸν Ἔπαρχον Κωνσταντῖνον Μεταξᾶν καὶ εἰς τὸν Μᾶρκον Μπότσαρην, ἀναφέρων τὸ ὄνομα τοῦ θεοῦ, νὰ μᾶς προφθάσουν μὲ πολεμοφόδια. Ἐγράψαμεν καὶ εἰς τοὺς Γωγαίους νὰ μᾶς στείλουν, καὶ μᾶς ἔστειλαν τέσσαρα φορτώματα. Εἰς τὸ γράμμα του ὁ Στορνάρης ἐνθάῤῥυνεν τὸν Μᾶρκον ὅτι δὲν εἶναι τοιοῦτοι καθὼς φημίζονται οἱ Σκοδράνοι, περιγράφων λεπτομερῶς τὸν πόλεμον. Πρόσθετεν δὲ ὅτι, ἂν δὲν μᾶς καταφθάσουν τὰ πολεμοφόδια, κατὰ χρέος ἔπρεπεν νὰ πολεμήσωμεν καὶ μὲ τὲς πέτρες, ὁποῦ εἶχαμεν πολλές, καὶ ἔπειτα ὅλοι μαζὶ θέλομεν συσσωρευθῇ εἰς Μισολόγγι, μόνον, τὸ ὀγληγορώτερον νὰ ἔβγουν, καὶ τὰ λοιπά. Μᾶς ἀποκρίθη ὁ Μᾶρκος ὅτι, κατόπιν τοῦ γράμματός του, προφθαίνουν, καὶ ὅτι ἐβγαίνουν καὶ αὐτοί.»126
1823.07.23–30: Ενέργειες Ασπροποταμιτών να εκπέσει ο Νικολός Στορνάρης από Καπετάνιος
Εντωμεταξύ, ο Γούσιος Χατζηπέτρος και άλλοι πρόκριτοι έκαναν ενέργειες να εκπέσει ο Νικολός Στορνάρης από αρματολός και στη θέση του να μπει ο μετριοπαθέστερος αδερφός του Στέριος.
«Ὁ Σούλτζιας περίμενεν νέας ὁδηγίας ἀπὸ τὸν Σκόδραν καὶ ἔλαβεν ὅτι, ἐπειδὴ τὸ ἄλλο σῶμα ἐκεῖνο ἐδίωξεν τὸν Καραϊσκάκην, νὰ κινηθῇ καὶ αὐτὸς νὰ διώξῃ ἡμᾶς. Εἰς τὰς 30 Ἰουλίου 1823 ἐκινήθησαν ἅπαξ.»127
«Αὐτὲς τὲς ὀκτὼ ἡμέρες ὁ κύριος Γούσιος μαζὶ μὲ τοὺς λοιπούς, συμφωνήσαντες, διεπραγματεύοντο μέσῳ τῶν συμπεθέρων Γωγαίων νὰ προσκυνήσουν εἰς τὸν Οὐμὲρ πασᾶν, καὶ νὰ γίνῃ αὐτὸς ἐγγυητής, τὸ δὲ Καπιτανάτον νὰ δοθῇ εἰς τὸν Στέριον Στορνάρην.»128
Συνέχιση πορείας Ασπροποταμιτών προς νότον
Με άσπρο χρώμα η πορεία των Ασπροποταμιτών προς τον νότο.
Κι ενώ πιέζονταν από τους Τουρκαλβανούς και από ληστές πολλοί Ασπροποταμίτες129 με επικεφαλής τον Νικολό Στορνάρη και τον Γρηγόρη Λιακατά συνέχισαν την πορεία προς τον νότο, παράλληλα με τον Ασπροπόταμο. Πέρασαν από την Μεσούντα,130 την Αγία Παρασκευή131 (μπαίνοντας έτσι στο αρματολίκι του Ραδοβιζίου των Γωγαίων), το γεφύρι του Κοράκου.132
«Μπερδευμένοι λαός, ζῷα, πρόβατα, βόιδια· θεέ μου, ἐβγῆκεν μία φωνὴ κλαύματος γενικοῦ, ὁποῦ τρόμαζεν ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ὅσον σκληρὴ καὶ ἂν ἦτον. Ἀπέρασεν τὸ κακόν, δὲν ἦτον τίποτες. Καὶ ἂν ἦτον, ποῦ τάξις, ποῦ ὑπακοή, ποῦ στρατιώτης, ποῦ ἠθικὸν στρατιώτου πλέον. Ὅλοι γυναῖκες ἔγιναν.
Διακόσιοι Βλάχοι, σύντροφοι στρατιῶται τοῦ Καπεταν–Γρηγόρη Λιακατᾶ καὶ ἕως διακόσιοι ἐλεύθεροι, ὁποῦ τοὺς εἶχεν ὁ Στορνάρης, αὐτοὶ μόνοι ἦτον ἡ ψυχὴ ὅλων· οἱ μισοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἦτον ἐμπροσθοφυλακὴ καὶ οἱ μισοὶ ὀπισθοφυλακή. Ἐν τοσούτῳ αἰχμάλωτον δὲν ἔλαβαν κανέναν οἱ Τοῦρκοι, παρὰ μόνον ἕναν γέροντα παράλυτον, καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν.»133
Στις 2 Αυγούστου 1823 πέρασαν από το στενό του Γαβρόβου134 και το Μιλογκίζι (Σακαρέτζι).135 «Οἱ Γωγαῖοι, εἰς αὐτὴν τὴν περίστασιν, ἅρπαξαν ἕως τρεῖς χιλιάδας πρόβατα τοῦ μοναστηριοῦ Μεροκόβου, τοῦ Χριστοδούλου Χατζηπέτρου καὶ μερικὰ τοῦ Στορνάρη. (…) Ἐξαπλώθη ὁ λαὸς εἰς ὅλην αὐτὴν τὴν κοιλάδα, τὰ ζῷα παντὸς εἴδους καὶ τὰ ποίμνια. Ὁ Στορνάρης, βλέποντας τὴν κατάστασιν, ἐνθυμήθη τὸν Μωυσήν, καὶ μὲ λέγει: “Δὲν ὁμοιάζομεν τώρα, παιδί μου, μὲ τὸν Μωυσέαν ὅστις ἔφευγεν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον μὲ ὅλον τὸν λαόν, χωρίς νὰ βλαφθῇ ψυχή; Τί 20 χιλιάδας λαός, τί 60. Τὰ δεινὰ ὅλα τὰ ὑποφέραμεν καὶ ἡμεῖς, καθὼς καὶ ἐκεῖνοι, καὶ ἐλευθερώθημεν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ λύκου. Ὅ,τι ὅμως καὶ ἂν ἐπάθαμεν, εὐχαριστῶ τὸν θεὸν ὁποῦ δὲν αἰχμαλωτίσθη οὔτε ψυχή. Ἐγὼ τοὺς ἔφερα ἕως ἐδῶ, καὶ ἀπ’ ἐδῶ κὶ ἐκεῖθεν καθεὶς δύναται νὰ ἐκλέξῃ δι’ ἑαυτὸν τόπον τοὐλάχιστον καὶ ἥσυχον καὶ ἐλεύθερον.” Ὁ Νικολὸς Στορνάρης εὕρισκεν τὴν μεγαλυτέραν εὐχαρίστησιν, διότι δὲν αἰχμαλωτίσθησαν, ἐνῷ ὅλοι ἐγόγγυζαν καὶ ἔκλαιγαν πικρῶς κατ’ αὐτοῦ, ὁποῦ ἄφησαν τὰς ἑστίας των· καὶ Κύριος ἤξευρεν τὸ μέλλον.»136
Στις 5 Αυγούστου του 1823 βρέθηκαν στην Μηλιά137 του Βάλτου, όπου όχι μόνο δεν βρήκαν περιποίηση από τους αντίθετους με την Επανάσταση Βαλτινούς, όχι μόνο τους εκμεταλλεύτηκαν οικονομικά και τους λήστεψαν, αλλά στο τέλος «διέφθειραν» πολλές Ασπροποταμίτισσες.
Πηγές
«5 Αὐγούστου 1823 εὑρέθημεν ὅλοι εἰς τὴν Μηλιὰν οἱ ἐξ Ἀσπροποτάμου κατατρεγμένοι. Ἀρχηγοὶ ἡμῶν ἦσαν μόνον ὁ Στορνάρης καὶ Γρηγόρης Λιακατᾶς. Τὴν μόνην περιποίησιν ὁποῦ ἐλάβαμεν ἀπὸ τοὺς Βαλτινοὺς ἦτον μία κουλούρα ψωμί, ὁποῦ μᾶς ἔστειλεν ὁ Οἰκονόμος, ἄνθρωπος ὁπωσοῦν πολιτισμένος, διὰ τὸ τραπέζι μας.»138
«Τὲς φαμιλιὲς ὅλες, ὁποῦ ἐμπιστεύθημεν εἰς τὴν φιλανθρωπίαν τῶν Βαλτινῶν, κακοὶ ἄνθρωποι, σκληρὲς καρδιές, ἀπάνθρωποι, τέρατα τῆς φύσεως, μερικοὶ Βαλτινοὶ τῆς φαμελιᾶς τῶν Ρομποταίων ἀπὸ Σακαρέτζι ἔκαμαν ἀρχὴν καὶ ἐγύμνωσαν μερικὲς γυναῖκες, καὶ ἀφοῦ τὲς λεηλάτησαν, τὲς ξέσχισαν καὶ τὲς διέφθειραν· διὰ νὰ μὴ μείνουν ὀπίσω καὶ οἱ ἄλλοι, ἔτρεξαν ὅλοι εἰς τοὺς λοιποὺς ἀόπλους πρόσφυγας καὶ τοὺς ἅρπαξαν ὅ,τι καὶ ἂν εἶχαν· τοὺς ἐγύμνωσαν ὅλους ἀπὸ ἕναν–ἕναν· καὶ αἱ γυναῖκές των ἀκόμη, ὡσὰν σκύλες, ἔτρεξαν καὶ ἅρπαζαν καὶ γύμνωναν καὶ αὐτές. Ἑξακόσια ζῷα, μουλάρια μόνον, ἐπαριθμοῦσαν ὅ,τι πῆραν, καὶ χωριστὰ τὰ λοιπὰ ζῷα καὶ κινητά των πράγματα, καὶ χρήματα ὅσα ἔφεραν ἀπάνω των, καὶ γυναῖκες εἴδη τῆς στολῆς των καὶ ὅσα εἶχεν κάθε ἄνδρας νὰ ζήσῃ. Ἐκτρώματα τῆς φύσεως, ἀνθρωπόμορφα θηρία, ἐγύμνωσαν καὶ τὸν ἔπαρχον Πράσινον καὶ ἅρπαξαν καὶ τὰ πολεμοφόδια. Προδόται τῆς πατρίδος καὶ τῆς ἀνθρωπότητος, ἀφοῦ τοὺς ἐγύμνωσαν, τὴν ἄλλην ἡμέραν καταδίκαζεν ἕνας τὸν ἄλλον, καὶ τὸ σφάλμα τὸ ἀπέδιδαν εἰς ἐκείνους ὁποῦ ἔκαμαν τὴν ἀρχὴν αὐτήν, καὶ ὄχι εἰς ἑαυτούς, ὁποῦ κατακρατοῦσαν τὰ πράγματα, σωρούς.»139
«Οἱ λησταὶ διαβαίνοντες τὸν ποταμὸν ἅρπαζαν ὅτι ἠμποροῦσαν ἀπὸ τὸν κατατρεγμένον λαόν καὶ γύμνωναν ὅποιον ἐδύναντο. Ἔγραψεν, ξανάγραψεν ὁ Στορνάρης εἰς τὸν Κοτελίδα Μῆτρον, τίποτες δὲν ἔγινεν. Ἀγανάκτησεν ὁ ἄνδρας διὰ αὐτὴν τὴν ἀπανθρωπίαν τῶν Τζιομερκιωτῶν καὶ παρακαλοῦσε τὸν θεὸν ἐκδίκησιν.
Ἐνῷ ἦτον ἀσθενής, καὶ ἄρχισεν ἡ φιλονικία περὶ τῆς προσκυνήσεως, παρακινοῦντες πολλοὶ τὸν Καπιτάνον νὰ ἐνδώσῃ, αἱ ἐμπροσθοφυλακαὶ πυροβόλησαν κατὰ τὸ σύνθημα. Ἀκούσας ὁ λαὸς τὸ σύνθημα, ὅτι ἐκίνησαν οἱ Τοῦρκοι, ὥρμησεν πρὸς τὸν πόρον τοῦ ποταμοῦ νὰ διαβῇ τὸ ἐκεῖθεν μέρος. Οἱ Γωγαῖοι τοὺς ἐμπόδιζαν. Πῆγεν ὁ Στέριος Στορνάρης καὶ ἄνοιξεν τὸν τόπον. Ἄρχισεν ὁ λαὸς νὰ διαβαίνῃ εἰς τὴν Μσιοῦντα καὶ Ἁγίαν Παρασκευήν. Εἰς μάτην ἐφώναζεν ὁ Μῆτρος Στορνάρης νὰ τρέξουν να προκαταλάβουν τὰ στενὰ τοῦ Ἀλαμάνου καὶ Κωθώνης. Ὁ λαός, οἱ ἀρματολοί, ὅλοι φορτωμένοι κότες, γάτες, σκύλους, ζῷα, πρόβατα, ἐπόρευαν καὶ οὔτε γύριζαν ὀπίσω νὰ ἰδοῦν. Ἐπρόλαβεν ὁ Στορνάρης καὶ ἔπεμψεν ἐμπροστὰ ἓν σῶμα νὰ βλέπῃ μήπως τὸ τουρκικὸν σῶμα, ὁποῦ κινήθη διὰ Ἄγραφα, διέβη τοῦ Κοράκου τὸ γεφύρι.
Εἰδοποιήθη ὁ Μῆτρος Γώγου ὅτι ὁ λαὸς ἐμβῆκεν εἰς τὸ Ῥαδοβίζι· ἔτρεξεν εἰς τὴν Ἁγίαν Παρασκευὴν νὰ προλάβῃ.140
Ὅλην τὴν ἡμέραν καὶ νύκτα ὁ λαὸς ἐτραβήχθη· μερικὰ ποίμνια μόνον εἶχαν μείνει πλησίον. Πρόφθασαν οἱ Τοῦρκοι, ἀπέρασαν μερικοὶ ἐδῶθεν, πλὴν τοὺς ἐβάσταξαν οἱ Γωγαῖοι, ὡς προσκυνημένοι, μὲ πόλεμον ἕως ὅτου γροικήθησαν141 καὶ ἐστάθησαν.»142
«Τὴν ἄλλην, καταβαίνοντες ἀπὸ τὲς Καταβόθρες εἰς τοῦ Μάλιου τὸ τζιφλίκι μερικοὶ πλιασκατζῆδες Γωγαῖοι γύμνωσαν μερικούς· αὐτοὶ ἀντιστάθηκαν· ἔπεσαν πέντε–δέκα ντουφέκια, «Τοῦρκοι», ἠκούσθη,«ἔφθασαν ἀπὸ ὄπισθεν», «Τοῦρκοι!», ἄλλος, «ἀπὸ ἔμπροσθεν»· μπερδευμένοι λαός, ζῷα, πρόβατα, βόιδια· θεέ μου, ἐβγῆκεν μία φωνὴ κλαύματος γενικοῦ, ὁποῦ τρόμαζεν ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ὅσον σκληρὴ καὶ ἂν ἦτον. Ἀπέρασεν τὸ κακόν, δὲν ἦτον τίποτες. Καὶ ἂν ἦτον, ποῦ τάξις, ποῦ ὑπακοή, ποῦ στρατιώτης, ποῦ ἠθικὸν στρατιώτου πλέον. Ὅλοι γυναῖκες ἔγιναν.
Διακόσιοι Βλάχοι, σύντροφοι στρατιῶται τοῦ Καπεταν–Γρηγόρη Λιακατᾶ καὶ ἕως διακόσιοι ἐλεύθεροι, ὁποῦ τοὺς εἶχεν ὁ Στορνάρης, αὐτοὶ μόνοι ἦτον ἡ ψυχὴ ὅλων· οἱ μισοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἦτον ἐμπροσθοφυλακὴ καὶ οἱ μισοὶ ὀπισθοφυλακή. Ἐν τοσούτῳ αἰχμάλωτον δὲν ἔλαβαν κανέναν οἱ Τοῦρκοι, παρὰ μόνον ἕναν γέροντα παράλυτον, καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν.»143
«Εἰς τὰς 2 Αὐγούστου 1823 ἀπεράσαμεν τὸ στενὸν Γκάμπροβον καὶ τὰ Κανάλια, καὶ κλίναμεν πορεύοντες ἀριστερά, ὁποῦ ὁ δρόμος ἔβγαινεν εἰς τὸ Μιλογκίζι (Σακαρέτζι) διὰ τῶν κοιλάδων τῶν βουνῶν Γκάμπροβου.
Οἱ Γωγαῖοι, εἰς αὐτὴν τὴν περίστασιν, ἅρπαξαν ἕως τρεῖς χιλιάδας πρόβατα τοῦ μοναστηριοῦ Μεροκόβου, τοῦ Χριστοδούλου Χατζηπέτρου καὶ μερικὰ τοῦ Στορνάρη. Ἅπαξ ἀκούσθη φωνή: “Τοῦρκοι!”. Τότε εἶδα Ἕλληνας ἀγριωμένους· ὅλοι ἄφησαν τὲς φαμελιές των, καὶ ἔτρεξαν ὀπίσω· τί νὰ ἰδῇς; Ἕως 5 χιλιάδες ἄνδρας, οἵτινες, ἂν μὲ αὐτὸν τὸν ἐνθουσιασμὸν ἔτρεχαν, ὅταν εὑρίσκοντο εἰς τὸ Ἀσπροπόταμον, χαλούσαμεν τὸν Σκόδραν ὁλόκληρον.
Ἐμάθαμεν ὅτι τὸ σῶμα ἐκεῖνο τὸ κατὰ τοῦ Καραϊσκάκη, προχωρῆσαν ἕως εἰς τὴν Βαλαώραν, ἀποσύρθη εἰς Καρπενίσι.
Τὸ ἑσπέρας ἐφθάσαμεν εἰς Μιλογκίζι Σακαρετζιοῦ, πεδιάδα ἔχουσα ἓξ πηγάδια περιστοιχισμένα ἀπὸ τὰ ὑψηλὰ βουνά, καὶ εἰς τὴν ὁποίαν βόσκουν τὰ ζῶα των οἱ Σακαρετζιάνοι.
Ἀπάνω εἰς τὸ διάσελον, ὁποῦ κατηφοροῦσεν ὁ λαός ἐκεῖ νὰ κατασκηνωθῇ, ἐμείναμεν ὀπίσω οἱ δύο μὲ τὸν Στορνάρην, καὶ ἐπροσμέναμεν ἕως νὰ διαβοῦν ὅλοι σχεδόν, καὶ τότες νὰ καταβοῦμεν καὶ ἡμεῖς.
Ἐξαπλώθη ὁ λαὸς εἰς ὅλην αὐτὴν τὴν κοιλάδα, τὰ ζῷα παντὸς εἴδους καὶ τὰ ποίμνια. Ὁ Στορνάρης, βλέποντας τὴν κατάστασιν, ἐνθυμήθη τὸν Μωυσήν, καὶ μὲ λέγει: “Δὲν ὁμοιάζομεν τώρα, παιδί μου, μὲ τὸν Μωυσέαν ὅστις ἔφευγεν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον μὲ ὅλον τὸν λαόν, χωρίς νὰ βλαφθῇ ψυχή; Τί 20 χιλιάδας λαός, τί 60. Τὰ δεινὰ ὅλα τὰ ὑποφέραμεν καὶ ἡμεῖς, καθὼς καὶ ἐκεῖνοι, καὶ ἐλευθερώθημεν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ λύκου. Ὅ,τι ὅμως καὶ ἂν ἐπάθαμεν, εὐχαριστῶ τὸν θεὸν ὁποῦ δὲν αἰχμαλωτίσθη οὔτε ψυχή. Ἐγὼ τοὺς ἔφερα ἕως ἐδῶ, καὶ ἀπ’ ἐδῶ κὶ ἐκεῖθεν καθεὶς δύναται νὰ ἐκλέξῃ δι’ ἑαυτὸν τόπον τοὐλάχιστον καὶ ἥσυχον καὶ ἐλεύθερον.”
Ὁ Νικολὸς Στορνάρης εὕρισκεν τὴν μεγαλυτέραν εὐχαρίστησιν, διότι δὲν αἰχμαλωτίσθησαν, ἐνῷ ὅλοι ἐγόγγυζαν καὶ ἔκλαιγαν πικρῶς κατ’ αὐτοῦ, ὁποῦ ἄφησαν τὰς ἑστίας των· καὶ Κύριος ἥξευρεν τὸ μέλλον.
Ὁ λαὸς ἐκοιμήθη μὲ ὅλην τὴν ἡσυχίαν αὐτοῦ. Τὴν αὐγὴν ἐκινήσαμεν, καὶ ἀπάνω ἀπὸ τὸ Σακαρέτζι διαβάντες, μετέβημεν εἰς τὰ Ρεσιόρια πεδιάδαν, ὁποῦ ηὕραμεν καὶ τὸν Ῥάγκον ἐκεῖ.»144
Συγκέντρωση οικογενειών στη Μηλιά
«Ὁ Ῥάγκος ἔδιδεν γνώμην ὅλες τὲς φαμελιὲς νὰ τὲς συνάξωμεν εἰς τὴν Μηλιάν, ὁποῦ ἦτον καὶ ὅλων τῶν ἄλλων Βαλτινῶν, καὶ ἑνωμένοι μὲ τοὺς Βαλτινοὺς ὅλοι εἰς τὸ γελέκι νὰ βαστάξωμεν τὴν θέσιν, ἂν κινηθοῦν οἱ Τοῦρκοι κατὰ τῆς θέσεως αὐτῆς· εἰδὲ τοὐναντίον καὶ δὲν κινηθοῦν, νὰ βοηθήσωμεν τὸ στρατόπεδον Καρπενισίου.145
Οἱ Βλάχοι τοῦ Γρηγόρη Λιακατᾶ ἀναχώρησαν, ἀφοῦ ἔλαβαν τὴν συμφωνημένην δωρεάν, οἱ περισσότεροι ὅμως ἔμειναν μὲ τὸν Γρηγόρην Λιακατᾶν. Ὁ Νικολὸς Στορνάρης πλέον στρατιώτας ἐλευθέρους δὲν εἶχεν παρὰ 50 ἢ 60· οἱ ἄλλοι ἦτον ὅλοι ὑπανδρευμένοι. Ἔγινεν δευτέρα συνέλευσις ὅλων πάλιν αὐτοῦ· τοὺς ἐπρόβαλεν ὡς συμφέρον νὰ μὴ χωρισθοῦν, παρὰ ὅλες τὲς φαμελιὲς νὰ τὲς ἀσφαλίσουν εἰς τὸ πλέον ἄσυλον μέρος, νὰ ἀφήσουν ἐκεῖ τοὺς ἀδυνάτους ἄνδρας μὲ τὰς οἰκογενείας των καὶ ζῷα, καὶ οἱ ἄλλοι ὡπλισμένοι νὰ τρέξουν ὅπου εἶναι ἡ ἀνάγκη.»146
«Τὰ ἀδέλφια του, τὰ ἐξαδέλφια του καὶ ὅλοι οἱ συγγενεῖς του, καὶ οἱ περισσότεροι τῶν ἐπισήμων πολιτικῶν καὶ ἀρματολῶν ἀποφάσισαν νὰ μεταβοῦν σπεύδοντες νύκτα–μέρα εἰς Πελοπόννησον, κὶ ἐκεῖ πλέον ἀφοῦ ἀσφαλίσουν τὲς φαμελιές, αὐτοὶ νὰ ἔβγουν ἔξω, εἰς τὴν Ῥουμελην. Ἕνα μέρος πτωχῶν πολιτῶν, διὰ νὰ εὑρίσκεται πλησίον εἰς τὴν ἐπαρχίαν των, ἀποφάσισαν νὰ μείνουν εἰς τὴν Μηλιάν, ὅπου καὶ τῶν Βαλτινῶν αἱ φαμελιές, ἕως 500–600 οἰκογένειες, τεχνῖται καὶ ποιμένες. Οὕτως λοιπόν, εἰς τὰς 4 Αὐγούστου 1823 ἐχωρίσαμεν· οἱ μὲν ἀπῆλθον πρὸς τὸ Μισολόγγι, οἱ δὲ ἐπίστρεψαν εἰς τοὺς ἀδελφούς των καὶ ἀδελφάς των Βαλτινοὺς νὰ εὕρουν ἀνάπαυσιν καὶ περίθαλψιν τῶν κόπων των, τῆς γυμνώσεώς των ἀπὸ τοὺς φιλανθρώπους147 Βαλτινούς.»148
«5 Αὐγούστου 1823 εὑρέθημεν ὅλοι εἰς τὴν Μηλιὰν οἱ ἐξ Ἀσπροποτάμου κατατρεγμένοι. Ἀρχηγοὶ ἡμῶν ἦσαν μόνον ὁ Στορνάρης καὶ Γρηγόρης Λιακατᾶς. Τὴν μόνην περιποίησιν ὁποῦ ἐλάβαμεν ἀπὸ τοὺς Βαλτινοὺς ἦτον μία κουλούρα ψωμί, ὁποῦ μᾶς ἔστειλεν ὁ Οἰκονόμος,149 ἄνθρωπος ὁπωσοῦν πολιτισμένος, διὰ τὸ τραπέζι μας. Ηὕραμεν καὶ τὸν Γεώργιον τὸν Πράσινον150 αὐτοῦ, σταλμένον ἀπὸ τὴν Κυβέρνησιν, ἔπαρχον Ἀσπροποτάμου, μὲ ὀκτὼ φορτώματα πολεμοφόδια.
Οἱ στρατιῶται ἀπέρασαν μὲ ὅ,τι εἶχεν ὁ καθεὶς εἰς τὸν τροβάν του, καὶ οἱ πολῖται, ἂν εἶχεν εἰς τὸ σακί του τίποτε κανείς.
Οἱ Βαλτινοὶ τραβηγμένοι πρὸ καιροῦ ἐκεῖ, εἶχαν ὅλοι τὰ ἀναγκαῖα των, καθὼς καὶ τὰ καλύβια των ἀπὸ λάφυρα(;) τοῦ Ἀσπροποτάμου. Ὁ λαός μας ἔμεινεν ἔξω, καὶ ἄρχισεν νὰ τοποθετῆται καὶ παρηγορῆται εἰς τὸ ἄσυλον τῶν συναδελφῶν. Ἐμείναμεν ἐκεῖ ὅλην τὴν ἡμέραν παρηγορῶντες τους.»151
Κακώς έγινε η επανάσταση!
«Οὶ Βαλτινοί, συνηθισμένοι νὰ ἀσμενίζωνται πειράζοντας τοὺς ἄλλους τῶν ἐπαρχιῶν, ἄρχισαν νὰ τοὺς φαρμακώνουν μὲ τὰ ψυχρά των λόγια, μὲ τὸ “ἤθελέτε ἐλευθερία” καὶ μὲ ἄλλα τὰ ὁποῖα ἀκούσαμεν πολλούς νὰ μᾶς κεντοῦν, καὶ εὐθὺς ὁ Στορνάρης μετανόησεν, ὁποῦ δὲν τοὺς συμβούλευσεν νὰ πηγαίνουν μὲ τοὺς ἄλλους εἰς Μεσολόγγι. Δὲν ἦτον καιρὸς πλέον. Πλὴν δὲν ἤλπιζεν νὰ ἀκούσῃ ἔπειτα τόσην ἀπανθρωπίαν, καὶ ἐστοχάσθη· εἴθε μόνον τὴν χλεύασίν των νὰ ὑποφέρουν οἱ πολῖται καὶ ὄχι τίποτε χειρότερον.»152
Οικονομική εκμετάλλευση
«Ὁ Στορνάρης ἐφρόντιζεν διὰ τὸν λαὸν καὶ ζήτησεν ἀπὸ τὸν Ἀνδρέαν Ἴσκον τροφήν. Ὁ Ἀνδρέας εἶδεν τὴν καταπείγουσαν ἀνάγκην, καὶ ἀμέσως διώρισεν νὰ δώσουν ἀπὸ τὰ σιτοδοχεῖα του, καὶ νὰ τὸ πληρώνουν πέντε παράδες παρακάτω (20 παράδες τὴν ὀκὰ) ἀπὸ ὅ,τι ἔτρεχεν. Δὲν ἠμποροῦσεν νὰ κάμῃ κανένας τότες φιλανθρωπότερον ἔργον ἀπὸ αὐτό. Καὶ ὅμως, ἐνῷ λίμαζεν ὁ κόσμος, τὸν Αὔγουστον μῆνα, διὰ ψωμί, καὶ αὐτὸς δὲν τὰ ἄνοιγεν οὔτε διὰ ἀνάγκας πολεμικάς.153»154
Τρέφονται με καλαμπόκι, ετοιμάζονται να επιστρέψουν στο Ασπροπόταμο
«Μὴ δυνάμενοι νὰ προμηθευθοῦμεν ἀπὸ τροφήν, μαζὶ μὲ τὸν ἀρχηγὸν Γιαννάκην Ῥάγκον, μετέβημεν πέραν τοῦ ποταμοῦ εἰς τὰ Τοπόλιανα155 καὶ ἐσυνάζαμεν ῥόκες καλαμπόκι, τὸ ἐψήναμεν καὶ μὲ αὐτὸ ἐζήσαμεν τρεῖς ἡμέρες. Ὁ Ῥάγκος, διὰ νὰ εἰσχωρήσωμεν ὀλίγον εἰς τὰ Ἄγραφα, τὰ ὁποῖα ὑπερεπιθυμοῦσεν, ἐγνωμοδότησεν νὰ μεταβοῦμεν εἰς τὴν Βούλπην156 ἀπάνω, ἀπ’ ἐκεῖ νὰ γράψωμεν εἰς τὸ στρατόπεδον Καρπενισίου νὰ μᾶς φανερώσουν τὴν κατάστασίν των καὶ νὰ μᾶς ὁδηγήσουν πῶς ἠμπορούσαμεν νὰ τοὺς φανῶμεν ὠφέλιμοι.»157
1823.08: Περιπέτειες οικογενειών αρματολών
«Δέκα πολῖται ἐξ Ἀσπροποτάμου γυμνωμένοι, ξυπόλυτοι, ξεσκούφωτοι ἔτρεξαν πρὸς ἡμᾶς ζητοῦντες θεραπείαν εἰς τὰ παράπονά των. Κλαίγοντες, ἰδοὺ τί θλιβερὰν ἀγγελίαν ἔφερον. Τὲς φαμιλιὲς ὅλες, ὁποῦ ἐμπιστεύθημεν εἰς τὴν φιλανθρωπίαν τῶν Βαλτινῶν, κακοὶ ἄνθρωποι, σκληρὲς καρδιές, ἀπάνθρωποι, τέρατα τῆς φύσεως, μερικοὶ Βαλτινοὶ τῆς φαμελιᾶς τῶν Ρομποταίων ἀπὸ Σακαρέτζι ἔκαμαν ἀρχὴν καὶ ἐγύμνωσαν μερικὲς γυναῖκες, καὶ ἀφοῦ τὲς λεηλάτησαν, τὲς ξέσχισαν καὶ τὲς διέφθειραν, διὰ νὰ μὴ μείνουν ὀπίσω καὶ οἱ ἄλλοι, ἔτρεξαν ὅλοι εἰς τοὺς λοιποὺς ἀόπλους πρόσφυγας καὶ τοὺς ἅρπαξαν ὅ,τι καὶ ἂν εἶχαν· τοὺς ἐγύμνωσαν ὅλους ἀπὸ ἕναν–ἕναν· καὶ αἱ γυναῖκές των ἀκόμη, ὡσὰν σκύλες, ἔτρεξαν καὶ ἅρπαζαν καὶ γύμνωναν καὶ αὐτές. Ἑξακόσια ζῷα, μουλάρια μόνον, ἐπαριθμοῦσαν ὅ,τι πῆραν, καὶ χωριστὰ τὰ λοιπὰ ζῷα καὶ κινητά των πράγματα, καὶ χρήματα ὅσα ἔφεραν ἀπάνω των, καὶ γυναῖκες εἴδη τῆς στολῆς των καὶ ὅσα εἶχεν κάθε ἄνδρας νὰ ζήσῃ. Ἐκτρώματα τῆς φύσεως, ἀνθρωπόμορφα θηρία, ἐγύμνωσαν καὶ τὸν ἔπαρχον Πράσινον καὶ ἅρπαξαν καὶ τὰ πολεμοφόδια. Προδόται τῆς πατρίδος καὶ τῆς ἀνθρωπότητος, ἀφοῦ τοὺς ἐγύμνωσαν, τὴν ἄλλην ἡμέραν καταδίκαζεν ἕνας τὸν ἄλλον, καὶ τὸ σφάλμα τὸ ἀπέδιδαν εἰς ἐκείνους ὁποῦ ἔκαμαν τὴν ἀρχὴν αὐτήν, καὶ ὄχι εἰς ἑαυτούς, ὁποῦ κατακρατοῦσαν τὰ πράγματα, σωρούς.
(…) Τὰ ἴδια ἔκαμαν καὶ εἰς τοὺς Ἀρτινούς, ὅταν ἐξ ἐφόδου ἐμβῆκαν εἰς Ἄρταν (…) κατὰ τὸ 1821, οἱ Βαλτινοὶ ὡδήγησαν τοὺς φεύγοντας χριστιανοὺς Ἀρτινοὺς νὰ τραβηχθοῦν εἰς τὸν Βάλτον, μετακομίσαντες ὅλα τὰ πράγματά των εἰς τὰς οἰκίας των. (…) Ηὔχοντο καὶ τότες “καὶ τοῦ χρόνου τὸ ἴδιο πανηγῦρι”.»158
«Ὁ στρατηγὸς Ῥάγκος , καὶ ώς πατριώτης Βαλτινὸς καὶ ὡς ἀπὸ οἰκογένειαν καλαναθρεμμένην, ἀκούσας ταύτην τὴν ἀπανθρωπίαν, ἔπεσεν νὰ πεθάνῃ ἀπὸ τὴν λύπην του, ὁποῦ ἔγινεν αὐτὸς αἰτία νὰ σταθῇ ὁ λαὸς ἐκεῖνος τοῦ Ἀσπροποτάμου ἐκεῖ, ὅλα δὲ τοῦτα τὰ ἀπέδιδεν εἰς τὴν ἀδιαφορίαν τοῦ Ἀνδρέα Ἴσκου καὶ τῶν λοιπῶν, ὁποῦ εἶχαν ἐπιρροὴν εἰς ἐκείνους.»159
1823.08.09: Θάνατος Μάρκου Μπότσαρη στη (νικηφόρα για τους Έλληνες) Μάχη του Κεφαλόβρυσου
Ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη. Πίνακας του Λουδοβίκου Λιπαρίνι.
Εντωμεταξύ, «ἐμάθαμεν ὅτι ὁ Μᾶρκος160 (Μπότσαρης) ἐκστράτευσεν διὰ τὸ Καρπενίσι, καθὼς καὶ ὁ Κίτσος Τζιαβέλας καὶ λοιποὶ ὁπλαρχηγοὶ τῶν ἐπαρχιῶν, καὶ προκατάλαβαν τὰς θέσεις Καλιακοῦδαν,161 Μικρὸ Χωριὸ162 καὶ Χελιδόνα,163 ὁποῦ ἦτον καὶ ὁ Καραϊσκάκης, καὶ ὅτι ὁ Οὐμὲρ πασᾶς (Ομέρ Βριόνης) ἔπεμψεν τὸν Στράτον εἰς τοὺς Βαλτινοὺς παραγγέλλων νὰ προσκυνήσουν, καὶ αὐτὸς εἰσέτι δὲν ἐκινήθη, παρὰ περιμένει τὸν Σκόδραν νὰ σπάσῃ, καὶ ἔπειτα νὰ ἑνωθοῦν εἰς τὸ Βραχόρι.»164
Τον Δεκαπενταύγουστο όμως ο Στορνάρης και οι περί αυτόν έμαθαν τη θλιβερή είδηση του θανάτου του Μάρκου Μπότσαρη165 έξι ημέρες πριν, «εἰς μίαν ἔφοδον νυκτικὴν».
Πηγές
«Σταθέντες ἕως εἰς τὰς 15 Αὐγούστου 1823 ἐκεῖ καὶ προμηθευόμενοι μὲ καλαμπόκι ξηρὸν καὶ κρέας ἀπὸ τὰ ζῶα τῶν πολιτῶν, ὁποῦ περιφέροντο ἔρημα εἰς τοὺς λόγγους, ἦλθεν ἕνας καὶ μᾶς εἰδοποίησεν ὅτι ὁ Μᾶρκος Μπότζιαρης εἰς μίαν ἔφοδον νυκτικὴν ἐφονεύθη· δὲν τὸ ἐπιστεύσαμεν. Ἔπειτα ἀπὸ δύο ἡμέρες ἐλάβαμεν γράμματα ἀπὸ τὸν Καραϊσκάκην καὶ λοιπούς, καὶ μᾶς βεβαίωναν τὸν θάνατον τοῦ Μάρκου· μᾶς ἐνθάρρυναν ὅμως ὅτι μὲ τὴν ἔλλειψίν του τὸ στρατόπεδον δὲν ἐσείσθη· ὅτι μ’ ὅλον τὸν θάνατον τοῦ Μάρκου, ἡ νίκη ἦτον τῶν Ἑλλήνων, ὅτι ἐλπίζουν εἰς τὸν θεὸν καὶ εἰς τὴν προθυμίαν τοῦ στρατεύματος νὰ μὴν τὸν ἀφήσουν τὸν Σκόδραν νὰ σπαράξῃ ἀπὸ τὸ Καρπενίσι παρακεῖθεν, καὶ προσέτι ὅτι ἐκεῖ δὲν ἀναγκαιοῦσαν οἱ περὶ τὸν Στορνάρην παρὰ νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὰς ἐπαρχίας ἐκείνας, νὰ φανοῦν, νὰ ἐνθαρρύνουν τὸν λαὸν καὶ νὰ βλάψουν ἀπὸ τὲς πλάτες τὸν ἐχθρόν.»166
1823.08.26: Επιστροφή στον Ασπροπόταμο
Στις 26 Αυγούστου όσοι Ασπροποταμίτες επέζησαν, σε άθλια κατάσταση επέστρεψαν στον Ασπροπόταμο από τον δρόμο στη δυτική πλευρά του Αχελώου, ενώ οι Στορνάρης και Λιακατάς επέστρεψαν από την ανατολική αγραφιώτικη πλευρά, καθώς δεν ήθελαν να ακούν τις κατάρες που εκτόξευαν εναντίον τους οι εκπατρισμένοι. «Ἕως νὰ φθάσωμεν ἡμεῖς, ὁ λαὸς εἶχεν φθάσει· ἦτο χωρὶς ὑποκάμισα, καὶ ἔτρεχεν νὰ σκεπασθῇ ἄλλος ἐδῶ καὶ ἄλλος ἐκεῖ, ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ ἐνδύματα ὁποῦ εἶχεν κρυμμένα ὁ καθεὶς εἰς τὲς σπηλιές. Τί νὰ ἔβλεπα; Καὶ τὸ πλέον ἀνήμερον θηρίον ἔπρεπεν νὰ κινηθῇ εἰς συμπάθειαν, βλέπων γέροντας, παιδία, γυναῖκες γραῖες καὶ νέες ξυπόλυτες, ἐνῷ ἦτον φορτωμένος ἀπὸ εἰδίσματα ὁ καθεὶς εἰς τὴν πρὸς τὸν Βάλτον φυγήν μας, καὶ αὐτὸς καὶ τὰ ζῷα του.»167
Πληροφορήθηκαν μάλιστα ότι οι Βαλτινοί σκόπευαν να σκοτώσουν και τους αρχηγούς Στορνάρη και Λιακατά —σαν εκδίκηση για το γεγονός ότι οι πρόγονοι του Στορνάρη (Ευθύμιος και Νικόλαος (;) γερο–Στορνάρης) δεν είχαν επιτρέψει στους προγόνους των Βαλτινών να ληστέψουν περιοχές του Ασπροποτάμου—, αλλά φοβήθηκαν.
Πηγές
«Προχωρήσαντες ἀπήλθομεν διὰ τοῦ δρόμου Ραπτόπουλου – Βραγκιανά – διάσελον Πέντε Ἀδελφῶν – Λιασκόβου – Μαρτενσκόν εἰς τὰ σύνορα Ἀσπροποτάμου, εἰς τὰς 26 Αὐγούστου 1823. Ἕως νὰ φθάσωμεν ἡμεῖς, ὁ λαὸς εἶχεν φθάσει· ἦτο χωρὶς ὑποκάμισα, καὶ ἔτρεχεν νὰ σκεπασθῇ ἄλλος ἐδῶ καὶ ἄλλος ἐκεῖ, ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ ἐνδύματα ὁποῦ εἶχεν κρυμμένα ὁ καθεὶς εἰς τὲς σπηλιές. Τί νὰ ἔβλεπα; Καὶ τὸ πλέον ἀνήμερον θηρίον ἔπρεπεν νὰ κινηθῇ εἰς συμπάθειαν, βλέπων γέροντας, παιδία, γυναῖκες γραῖες καὶ νέες ξυπόλυτες, ἐνῷ ἦτον φορτωμένος ἀπὸ εἰδίσματα ὁ καθεὶς εἰς τὴν πρὸς τὸν Βάλτον φυγήν μας, καὶ αὐτὸς καὶ τὰ ζῷα του.
Αὐτὴ ἡ πρᾶξις τῶν Βαλτινῶν ἐψύχρανεν τόσον τὸν Στορνάρην, ὥστε ἀναθεμάτισεν τὴν ὥραν ὁποῦ ἠθέλησεν νὰ μετατοπίσῃ τὸν λαόν.
―Ἰδού, μ’ ἔλεγεν, ἀδελφέ, ἰδού, παιδί μου. ἰδοὺ μὲ ποίους βοηθοὺς ζητοῦμεν ἐλευθερίαν, ἰδοὺ τί σύντροφοι μὲ περιστοιχοῦν. Μ’ ὅλον τοῦτο, ὁ θεὸς θέλει μὲ ἀξιώσει νὰ τοὺς ἐκδικηθῶ ὀγλήγορα.
Ἀπὸ τοὺς στρατιώτας μας ἐβεβαιώθημεν ἔπειτα ὅτι ἐνῷ εὑρισκόμασθον εἰσέτι ἐκεῖ, μελέτησαν οἱ Βαλτινοὶ νὰ μᾶς δολοφονήσουν καὶ τοὺς δύο καὶ νὰ κάμουν ἀκόμη ὅ,τι δύνωνται ἔχοντες τὸ παλαιὸν πάθος, ὁποῦ τοὺ κυνήγησεν, Κλέπτες ὄντες εἰς Ἀσπροπόταμον, ὁ πατήρ του Εὐθύμιος καὶ ὁ πάππος του Στορνάρης, καὶ τοὺς σκότωσαν. Πλὴν δὲν τοὺς ἔδωσεν χέρι ἀπὸ φόβον μὴν ἀνακατωθοῦν, καὶ ἦτον αἱ φαμελιές των πλησίον, καὶ πάθουν αὐτοὶ ὅ,τι μελετοῦσαν νὰ κάμουν, ἀπὸ ἡμᾶς.»168
1823.08.28: Ήττα των Ελλήνων στη μάχη της Καλιακούδας
Δύο ημέρες αργότερα οι Έλληνες, καθώς μάλιστα εξέλιπε και ο Μάρκος Μπότσαρης, έχασαν στη μάχη της Καλιακούδας. «Πριν όμως ο Σκόδρα προχωρήσει προς νότον, αποφάσισε ν’ απαλλάξει τα νώτα του από τις εχθρικές εστίες και προπάντων να διαλύσει το μεγάλο στρατόπεδο της Καλιακούδας, όπου το ηθικό των Ελλήνων ήταν πεσμένο εξαιτίας των αιώνιων φατριασμών.»169
«Ἐμάθαμεν μὲ θλῖψιν μας τὸν πόλεμον τοῦ Σκόδρα εἰς τὴν Καλιακοῦδα καὶ τὸν χαλασμὸν τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ, πλὴν λεπτομερῶς δὲν ἠξευραμε πῶς καὶ τί.»170
Ο Βελιάγας Γρεβενίτης δερβέναγας Τρικάλων
Την περίοδο αυτή ο στρατιωτικός διοικητής στα Τρίκαλα171 («διωρισμένος ἀρχηγὸς τῶν δερβενιῶν») Veli Ağa από τα Γρεβενά (Βελιάγας Γρεβενίτης) , ο οποίος είχε φιλικές οικογενειακές σχέσεις με τον Στορνάρη από την εποχή του Αλή πασά,172 έγραψε μια επιστολή στον —ανίσχυρο τώρα αλλά πάντα ικανό— Στορνάρη, εκθειάζοντας τις επιτυχίες του Σκόδρα πασά και ζητώντας από τον Στορνάρη να μείνει άπραγος περί τα πολεμικά.173
Πηγές
«Ὁ Βελιάγας Γρεβενίτης ἦτον διωρισμένος ἀρχηγὸς τῶν δερβενιῶν εἰς Τρίκαλα· εἶχεν μάθει τὴν εἰσβολήν μας, καὶ ὅλο ὑπώπτευεν ἀπὸ ἐχθροπραξίας ἐκ μέρους μας. Ἡμεῖς περιφερόμασθον προφυλαγμένοι ἀπὸ τόπον εἰς τόπον, διότι οὔτε δύναμιν ἱκανὴν πλέον εἴχαμεν νὰ ἀντιπαραταχθοῦμεν οὔτε τὰ ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου.»174
«Ἀδελφὲ Καπταν–Νικολό, ἔμαθα ὅτι ἐπίστρεψες πάλιν ὀπίσω· ἔγινες ἐσὺ αἰτία, καὶ πῆρες τόσον κόσμον εἰς τὸν λαιμόν σου. Δὲν ἠξεύρω μὲ τί σκοπὸν ἦλθες, πλὴν ἐγὼ ὡς φίλος τοῦ σπιτιοῦ σου θὰ σὲ συμβουλεύσω νὰ ἀφήσῃς τὲς παλιές σου γνώμες, καὶ νὰ στρωθῇς εἰς τὸν τόπον σου· νὰ εἶσαι καθὼς ἦσουν, καὶ καλύτερα.»175
«Ἔλαβεν πάλιν γράμματα ἀπὸ τὸν Βελιάγαν νὰ ἐξακολουθήσῃ νὰ συνάζῃ τὸν λαόν, καὶ νὰ ἡσυχάσῃ.»176
1823.09: Επιστροφή άλλων Ασπροποταμιτών από την Πελοπόννησο, έρανος
Τον Σεπτέμβριο του 1823 επέστρεψαν στο Ασπροπόταμο και όσοι Ασπροποταμίτες βρισκόταν στην Πελοπόννησο ή το Λιδορίκι. Ο Στορνάρης επέβαλε έναν αναγκαστικό έρανο, μαζεύοντας περίπου 40 χιλιάδες γρόσια, για τους αναξιοπαθούντες του αρματολικιού του. Οι αδερφοί του δυσαρεστήθηκαν απ’ αυτό, και για να τον ενοχοποιήσουν στον Βελιάγα, έκλεψαν πέντε χιλιάδες τουρκικά πρόβατα, και μάλιστα έβγαλαν μερίδιο και στον ίδιο τον Νικολό.177
Πηγές
«Οἱ Ἀσπροποταμῖται, καὶ ὅσοι εἶχαν μεταβῇ εἰς τὰ λοιπὰ μέρη τοῦ Μορέως καὶ Λιδορικιοῦ, ἅμα ἔμαθον τὴν συγκέντρωσιν τοῦ Σκόδρα εἰς τὸ Ἀνατολικὸν καὶ τὴν δίοδον ἐλευθέραν διὰ τὸ Ἀσπροπόταμον, οὔτε ψυχὴ δὲν ἔμεινεν εἰς Πελοπόννησον καὶ εἰς τὰς λοιπὰς ἐπαρχίας. Ἐτοῦτοι ὅμως ὅλοι μόνον ἐκοπίασαν, πλὴν ὅλα των τὰ πράγματα τὰ ἔφεραν ὀπίσω. Συναχθέντες ὅλοι οὗτοι ἐντὸς τοῦ Σεπτεμβρίου μηνός, ὁ Στορνάρης ἐπέβαλεν εἰς ὅλους ἕνα μικρὸν ἔρανον, πρὸς ἐξοικονόμησιν τῶν στρατιωτῶν, ἕως 40 χιλιάδες γρόσια, τὰ ὁποῖα ἐντός 15 ἡμέρας τὰ ἐσύναξεν.
Οἱ ἀδελφοί του, δυσαρεστηθέντες δι’ αὐτό, διὰ νὰ τὸν ἐνοχοποιήσουν περισσότερον εἰς τοὺς Τούρκους ἐκατέβηκαν εἰς τὸν κάμπον τὸν θεσσαλικόν, ἅρπαξαν ἕως πέντε χιλιάδες πρόβατα τουρκικά —ὁλόκληρα ποίμνια— καὶ τὰ ἐμοίρασαν μεταξύ των. Ἀπὸ αὐτὰ ἔλαβεν καὶ ὁ Νικολὸς Στορνάρης τὸ μερίδιόν του, διότι ἔμελλεν νὰ φύγῃ ἐκεῖνες τὲς ἡμέρες.»178
1823.11: Αποτυχία Μαχμούτ πασά Σκόδρα στο Μεσολόγγι
Τελικά, ο Σκόδρας πασάς, εξαιτίας και μεγάλων λαθών τακτικής του,179 απέτυχε να καταλάβει το Μεσολόγγι και έφυγε για την Αλβανία. «Μᾶς ἦλθεν ἡ χαροποιὰ εἴδησις ὅτι ὁ Σκόδρας ἀπεσύρθη ὅλως διόλου ἀπὸ τὸ Ἀνατολικόν, ὅτι ἀπέρασεν τὸν ποταμὸν Ἄσπρον τὴν 19ην Νοεμβρίου 1823, ὅτι οὐδένας ἔμεινεν ὀπίσω καὶ ὅτι φεύγει μὲ μεγάλην βίαν.»180
«Και ο Σούλτσε Κόρτζια γύρισε στην έδρα του στα Τρίκαλα και στην επιστροφή λεηλάτησε το μεγάλο μοναστήρι του Ντούσκου και έσφαξε τότε αρκετούς καλογήρους.»181 Με την επιστροφή του στα Τρίκαλα ο Σούλτζιας Κόρτζιας έγινε ξανά δερβέναγας στη θέση του Βελιάγα,182 πιθανόν τον Σεπτέμβριο ή Οκτώβριο του 1823.183
Πηγές
«Ὁ Σκόδρας προχώρησεν ἄνευ πολέμου εἰς Βραχόρι· ἀφοῦ εἶδεν δύσκολον τὴν ἅλωσιν τοῦ Μεσολογγίου, στρατοπέδευσεν εἰς τὸ Ἀνατολικὸν τὴν 27ην Σεπτεμβρίου· ἀφήσας δὲ μίαν φρουρὰν μόνον εἰς τὸ Καρπενίσι, ἐστοχάσθη ὅτι καταδάμασεν τὸ πᾶν, διότι διέβη ἀνενόχλητος τὰ στενὰ τοῦ Κραβάρεως καὶ λοιπὰ ἕως εἰς τὸ Βραχόρι. Ἀφιχθεὶς τὴν 27ην Σεπτεμβρίου 1823 εἰς Ἀνατολικόν, μέχρι τῶν 17 Ὀκτωβρίου κουβαλῶν τὰ πολεμοφόδια, τὰ ὁποῖα μετεκόμιζεν ὁ καπουδᾶν πασᾶς,184 ἄρχισεν τὴν 17ην νὰ τὸ βομβοβολῇ.
Ο καπουδάν πασάς (1823–1827) Κοτζά Μεχμέτ Χιουσρέφ Πασάς (Koca Hüsrev Mehmed Paşa).
Οἱ Ἕλληνες ἀμέσως ἔκοψαν τὴν ἀνταπόκρισίν του ἀπὸ τὸ μέρος ἐτοῦτο. Ὁ Οὐμὲρ πασᾶς ἑνώθη καὶ αὐτὸς εἰς τὴν πολιορκίαν τοῦ Ἀνατολικοῦ. Ἔστησαν τὰ κανονιοστάσιά των καὶ πολεμοῦσαν ἀκαταπαύστως μὲ τοὺς πολιορκημένους. Ἄλλος, ὅστις ἦτο παρών, ἂς εἰπῇ τὰ τῆς πολιορκίας λεπτομερέστερα.185
Τὸ λάθος τούτου τοῦ ἐπισήμου ἀρχηγοῦ, προερχόμενον ἢ ἀπὸ ἄγνοιαν ἢ ἀπὸ ἀντενεργείας τῶν λοιπῶν ἀρχηγῶν διὰ νὰ ἀποτύχῃ, ἐστάθη μέγα· διότι ἐσυγκέντρωσε τὸ στρατόπεδόν του ὅλον πέραν τοῦ Ἀνατολικοῦ, ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, ὁ δὲ δρόμος ἀπὸ Ἀνατολικὸν εἰς Μισολόγγι ἔμεινεν ἐλεύθερος, ἀλλὰ καὶ τὸ Μισολόγγι ὅλως διόλου ἐλεύθερον, ἐνῷ ἠμποροῦσεν μὲ τὸ στράτευμά του νὰ πολιορκήσῃ καὶ τὰς δύο πόλεις ὁμοῦ.
Αὐτὸ τὸ ἀνόητον σχέδιον τοῦ Σκόδρα ἐνθάρρυνεν ὅλας τὰς ἐπαρχίας, προβλεπούσας ὅτι τὸν χειμῶνα θέλει χαλασθῇ ἀπὸ τὰς ἐλλείψεις. Ἐκτὸς τοῦ στρατοπέδου του εἰς κανὲν ἄλλον μέρος στρατιωτικὸν σῶμα δὲν εἶχεν τοποθετημένον ὁ Σκόδρας, ὥστε αἱ ἐπαρχίαι ὅλαι ἦτον ἐλεύθεραι.»186
«Μᾶς ἦλθεν ἡ χαροποιὰ εἴδησις ὅτι ὁ Σκόδρας ἀπεσύρθη ὅλως διόλου ἀπὸ τὸ Ἀνατολικόν, ὅτι ἀπέρασεν τὸν ποταμὸν Ἄσπρον τὴν 19ην Νοεμβρίου 1823, ὅτι οὐδένας ἔμεινεν ὀπίσω καὶ ὅτι φεύγει μὲ μεγάλην βίαν.»187
«Τέλος ο Σκόδρα πασά βλέποντας ότι ο χειμώνας προχωρούσε, χωρίς να επιτύχει τίποτε, απελπίστηκε, καί όπως λέγει ο λαϊκός ποιητής: “έμασε τα τζατίργια του, σήκωσε τα κανόνια, / τέτοια ντροπή δεν έπαθεν, εις όλα του τα χρόνια, / έκαψε τα λαντζόνια του, χάλασε και τ’ αμπέλια, / έκοψε και πολλές ελιές, σχεδόν και περιβόλια”, και τη νύχτα της 1ης / 13ης Νοεμβρίου έφυγε σαν κυνηγημένος.»188
1823.11: Ο Σούλτζιας Κόρτζιας εκδιώκει Καραϊσκάκη, Στορνάρη και Λιακατά
Μόλις ξαναέγινε δερβέναγας, ο Σούλτζιας Κόρτζιας προσπάθησε να αντικαταστήσει τον —ήδη βαριά άρρωστο και εκτοπισμένο σε Κάλαμο και Αργοστόλι189— Καραϊσκάκη καθώς και τους Στορνάρη και Λιακατά. Οι δύο τελευταίοι άφησαν στο πόδι τους ως αντικαταστάτες τ’ αδέρφια τους Στέριο και Μήτρο αντίστοιχα και παίρνοντας μαζί τους τα κοπάδια τους και κάποιους πιστούς τους Ασπροποταμίτες, κίνησαν προς το Μεσολόγγι.
Εκτός από την απειλή του Σούλτζια Κόρτζια, τρεις ήταν οι λόγοι που τους ώθησαν: 1)να ωφελήσουν την εθνική απελευθερωτική προσπάθεια·190 2)να βρεθούν πιο κοντά στις ήδη εκτοπισμένες οικογένειές τους στον Κάλαμο· και 3)επειδή το κλίμα πλέον στον Ασποπόταμο ήταν εχθρικό γι’ αυτούς, εξαιτίας όσων είχαν περάσει οι υπόλοιποι Ασπροποταμίτες.
Από το Μεσολόγγι τελικά δεν επρόκειτο να επιστρέψουν οριστικά στις πατρογονικές τους εστίες —παρά μόνο προσωρινά— ούτε ο Νικολός Στορνάρης ούτε ο Γρηγόρης Λιακατάς, καθώς άφησαν την τελική τους πνοή υπερασπιζόμενοι την ηρωική αυτή πόλη…
Πηγές
«Ὁ Σούλτζιας, δυσαρεστημένος ἀπὸ τὸν Καραϊσκάκην, μὴ ὑποφέρων νὰ βλέπῃ ἕναν δυνατὸν Ἕλληνα ἀντικρύ του, ἔδωσεν βοήθειαν εἰς τὸν Σταμούλην μυστικήν, εἰς δὲ τὸν Ἀντώνην Ζαραλήν, πρωτοπαλίκαρον τοῦ Καραϊσκάκη, διὰ νὰ τὸν ἀποκοιμίσῃ, τοῦ ἔγραφε (…).»191
«Ἡ καταδρομὴ αὐτὴ τῶν Καραϊσκαίων ἀκολουθοῦσεν ἔπειτα καὶ εἰς ἡμᾶς. Ὁ Στορνάρης καὶ Γρηγόρης Λιακακᾶς, προβλέποντες αὐτά, ἄφησαν τοὺς αὐταδέλφους των, ὁ μὲν τὸν Στέριον Στορνάρην, ὁ δὲ τὸν Μῆτρον Λιακατᾶν νὰ ἐνεργοῦν ἐξ ὀνόματός των καὶ ἀναχώρησαν (εννοείται για το Μεσολόγγι και Αιτωλικό). (…) Ἀναχωρήσαμεν μὲ κοπάδια πρόβατα, μὲ ἀγέλες, βόιδια ἀγοραστὰ κατάλληλα διὰ ζευγάρια. (…) Δύο λόγοι παρακίνησαν τὸν Στορνάρην καὶ Γρηγόρην Λιακατᾶν νὰ τραβηχθοῦν ἀπὸ Ἀσπροπόταμον ἅπαξ· ὁ ἕνας, διὰ νὰ φανοῦν βοηθοὶ εἰς τὸ Ἕθνος κατὰ τοῦ πολιορκητοῦ Σκόδρα, καὶ ὁ ἄλλος, νὰ πλησιάσουν καὶ εἰς τὲς φαμελιές των, ὁποῦ τὰς ὑπερεπιθυμοῦσαν.»192
Υποσημειώσεις
- Γιαννούλης 1981 (Στορναραίοι), 53. ↩
- Ή Πορτί, στη θέση 39°25’22.0″N 21°37’36.4″E και σε υψόμετρο 600 μ. Η Πορτή βρίσκεται 11,5 χιλιόμετρα νοτιότερα της Πόρτας (ή 4 χιλιόμετρα σε ευθεία γραμμή). ↩
- Το σημερινό Μορφοβούνι στη θέση 39°21’12.4″N 21°44’56.1″E και σε υψόμετρο 800 μ. ↩
- Κασομούλης Α, 256. ↩
- Κασομούλης Α, 256–257. ↩
- Κασομούλης Α, 255. ↩
- «Τη νίκη του Σουβουλάκου.» ↩
- Κασομούλης Α, 284. ↩
- «Οι αρβανίτικες χρεωστικές ομολογίες ήταν μια από τις μεγάλες πληγές του σκλαβωμένου λαού. Ένας Αρβανίτης σούμπασης (επιστάτης Τούρκου σπαχή) δάνειζε υποχρεωτικά με τόκο 40% και περισσότερο, και άμα έληγε η προθεσμία, έπαιρνε από τον χωριάτη ή τον καρπό του στ’ αλώνι, ή σκλάβωνε τα παιδιά του, και τον ίδιον ακόμα και τους πουλούσε σε άλλον Αρβανίτη. Η τυραννία αυτή του παραδόπιστου Αρβανίτη βασάνισε σκληρά το λαό του Μοριά. Τώρα πρώτη φορά βλέπουμε πως το ίδιο αυτό κακό κρατούσε και στη βόρεια Ελλάδα.» Σημείωση Γιάννη Βλαχογιάννη. ↩
- Κασομούλης Α, 256. ↩
- Κασομούλης Α, 263. ↩
- «Οι αρματολοί της Βέροιας Αναστάσιος Καρατάσος, Διαμαντής Νικολάου, Νάουσας (…), Έδεσσας (…), Σερβίων (…), Ελασσόνας (…) έστελναν στις 29 Νοεμβρίου γράμμα προς τον αρματολό του Ασπροποτάμου Νικολό Στορνάρη, με τον οποίο ζητούσαν να τους συμβουλεύσει πώς και αν πρέπει και πότε πρέπει να κινηθούν. Και ο Στορνάρης τούς απαντούσε να πιάσουν το Μέτσοβο, για να διευκολύνουν τη μεταξύ τους επικοινωνία.» Βακαλόπουλος Ϛ 1982, 128. ↩
- Βακαλόπουλος Ϛ 1982, 125 κ.ε., Παπαδημητρίου 2014β (Γρεβενά), 14–19. ↩
- Ιστορία ΙΒ 1975, 233, Βακαλόπουλος Ϛ 1982, 128–129. ↩
- Ιστορία ΙΒ 1975, 234. ↩
- Σπανός Β. 2000 (Οικισμοί), 294–295. Στη θέση 39°29’00.4″N 21°31’32.2″E και σε υψόμετρο 720 μ. ↩
- Βακαλόπουλος Ϛ 1982, 134–135. ↩
- Νικόλαος Κασομούλης. ↩
- Βακαλόπουλος Ϛ 1982, 135. ↩
- Το σημερινό Μυρόφυλλο (Σπανός Β. 2000 (Οικισμοί), 404–408) στη θέση 39°22’01.2″N 21°19’33.0″E και σε υψόμετρο 700 μ. ↩
- Κασομούλης Α, 263. ↩
- Κασομούλης Α, 264. ↩
- Κασομούλης Α, 270. ↩
- Στις 16–17.01.1823. Το Σοβολάκο ή Σουβουλάκο βρίσκεται στη θέση 39°17’21.6″N 21°34’50.3″E και σε υψόμετρο 1060 μ. ↩
- Ιστορία ΙΒ 1975, 291· βλ. και Κασομούλης Α, 270–273. ↩
- Γιαννούλης 1981 (Στορναραίοι), 55–56. ↩
- Κασομούλης Α, 273. ↩
- Κασομούλης Α, 274. ↩
- Κασομούλης Α, 274. ↩
- Με συνοδεία του θείου του γερο–Ζαρκαλή Στορνάρη και έπειτα από συμβουλή του Ρουμελιώτη οπλαρχηγού Γεωργίου Βαρνακιώτη, με τον οποίο ο Στορνάρης αλληλογραφούσε. ↩
- Επτανησιακή νησίδα (38°37’19.8″N 20°54’37.1″E) στην οποία πολλοί Έλληνες αγωνιστές έστελναν τις οικογένειές τους για προστασία, καθώς οι Τούρκοι δεν είχαν δικαιοδοσία εκεί, γιατί ανήκε —όπως και όλα τα Επτάνησα— κατά καιρούς σε Ρωσία, Γαλλία και Αγγλία. ↩
- Γιαννούλης 1981 (Στορναραίοι), 55. ↩
- «Ως αρχηγός των επαρχιακών αρμάτων Ασπροποτάμου πια, όχι ως αρματολός.» ↩
- Κασομούλης Α, 91. ↩
- Γιαννούλης 1981 (Στορναραίοι), 55. ↩
- «Η οικογενειακή κατάσταση, τ’ αμέτρητα συγγενολόγια, ο αποχτημένος παλιός πλούτος και η πολοχρόνια καθιστική ευμάρεια έβαναν το Νικολό Στορνάρη και τον πατριωτισμό του σε τραγικό δίλημμα.» Σημείωση Γιάννη Βλαχογιάννη. ↩
- Κασομούλης Α, 275. ↩
- Κασομούλης Α, 277. ↩
- «Είχε τα οικονομικά μέσα.» Σημείωση Γιάννη Βλαχογιάννη. ↩
- Κασομούλης Α, 278. ↩
- Κασομούλης Α, 279. ↩
- «Τούρκους του Κάστρου (πρωτεύουσας) των Τρικάλων.» Σημείωση Γιάννη Βλαχογιάννη. ↩
- Κασομούλης Α, 280. ↩
- Κασομούλης Α, 286, Γιαννούλης 1981 (Στορναραίοι), 56. ↩
- Κασομούλης Α, 277. ↩
- Γιαννούλης 1981 (Στορναραίοι), 56–57. ↩
- Κασομούλης Α, 284–285. ↩
- Κασομούλης Α, 285. ↩
- Επικεφαλής (βαλής) του Εγιαλετίου της Ρούμελης. ↩
- «Η κατάχρηση των μισθών (λουφέδων) είχε καταντήσει από παλιά χρόνια νόμος άγραφος στα σουλτανικά στρατεύματα, όχι μοναχά τ’ αρβανίτικα. Κάθε πασάς ή κατώτερος αρχηγός έπαιρνε π.χ. 30 χιλιάδες «χάρτσια» (το αντίτιμο της στρατολογίας 30 χιλιάδων αντρών), και στρατολογούσε πολύ λιγότερο αριθμό. Η εκστρατεία πάλι, άμα τελείωνε η ρητή προθεσμία της, έπρεπε χωρίς άλλο να τελειώσει. Οι “λουφετζήδες”, με το έτσι–θέλω, φεύγαν από το στρατόπεδο για τα σπίτια τους, και στο δρόμο πέφτανε στην αρπαγή. Αυτές οι καταχρήσεις ήτανε πολύ μεγαλύτερες στ’ αρβανίτικα σώματα. Κάθε εκστρατεία άρχιζε τέλη του Απρίλη και τελείωνε τέλη του Οκτώβρη.» Κασομούλης Α, 291, υποσημείωση 2 (του Γιάννη Βλαχογιάννη). ↩
- Κασομούλης Α, 291. ↩
- «Σιλιχτάρης: τακτικός φρουρός, σωματοφύλακας, αυτός που φέρει τα όπλα υψηλόβαθμου αξιωματούχου.» Αρχείο Δ 2009, 271 (< τουρκική silâhtar < αραβική سلاح (silaːħ: όπλο) + περσική دار: -dâr: έχω) ↩
- Χατζηγάκης 1961 (Ασπροπόταμος), 191–192. ↩
- «Περὶ τὰ μέσα τοῦ Ἀπριλίου 1823 ὁ Σιλιχτὰρ Μπόδας ἔφθασεν καὶ ἐτοποθετήθη εἰς τὰ Τρίκαλα, ἀρχηγὸς τῆς ἐκστρατείας ἐκείνων τῶν μερῶν, μὲ ἕως πέντε χιλιάδες.» Κασομούλης Α, 291. ↩
- Κασομούλης Α, 291, Ιστορία ΙΒ 1975, 292. ↩
- Κασομούλης Α, 293. ↩
- Βακαλόπουλος Ϛ 1982, 552. ↩
- Σκαφιδάς 1958, 95. ↩
- Βακαλόπουλος Ϛ 1982, 553. ↩
- «Οι περισσότεροι κάτοικοι, αντί ν’ αντιμετωπίσουν τον εχθρό, έσπευσαν να μεταφέρουν τα γυναικόπαιδα σε ασφαλισμένα μέρη.» Βακαλόπουλος Ϛ 1982, 553. ↩
- «Είναι όμως λυπηρό το ότι όλοι αυτοί οι ηρωικοί και πρωτόγονοι πολέμαρχοι και καταδρομείς, που θα μπορούσαν ν’ αποτελέσουν μια φοβερή δύναμη κρούσης κάτω από ένα στρατηγικό άνδρα, όπως τον Καραϊσκάκη, έμειναν αναξιοποίητοι.» Βακαλόπουλος Ϛ 1982, 553. Ή τον Στορνάρη, θα προσθέταμε εμείς… ↩
- «Το μεγαλύτερο όμως στρατιωτικό σώμα του Σελιχτάρ ρίχτηκε στ’ Άγραφα και στρατοπέδευσε στην Νεβρόπολη, σ’ ένα κτήμα του Τσολάκογλου (“Τουρκόφιλος κοτζαμπάσης από τη Ρεντίνα Αγράφων. Το κτήμα του ονομαζόταν Στούγκου.”), που ήταν θέση οχυρή, αφού προηγουμένως αιχμαλώτισε και λεηλάτησε τους περισσότερους κατοίκους στα ριζά των Αγράφων, που τον προσκύνησαν κιόλας.» Γιαννούλης 1981 (Στορναραίοι), 59. Βλ. Κασομούλης Α, 303 κ.ε. ↩
- «Οἱ Στορναραῖοι, ἀφοῦ ἀσφάλισαν τὲς φαμιλιές των, καὶ εἶδεν ὅτι ὁ Νικολὸς Στορνάρης ὅτι οἱ Τοῦρκοι συγκεντρώθησαν εἰς τὴν Εὐρούπολιν, ἔπεμψεν βοήθειαν τὸν ἀδελφόν του Στέριον καὶ τὸν Ἀναγνώστην Ζαρκαλήν, ἐξάδελφόν του μὲ ἕως 300.» Κασομούλης Α, 304. ↩
- Κασομούλης Α, 303. ↩
- Τα Βανακούλια (Σπανός Β. 2000 (Οικισμοί), 192–193) στη θέση 39.689605 21.551904 και σε υψόμετρο 500 μ. ↩
- Βακαλόπουλος Ϛ 1982, 553–554, Σκαφιδάς 1958, 95, Γιαννούλης 1993 (Λιακατάς), 133–134, Γιαννούλης 1981 (Στορναραίοι), 58–59. ↩
- Κασομούλης Α, 303. ↩
- Κασομούλης Α, 305–306. ↩
- Ιστορία ΙΒ 1975, 292. «Την εποχή αυτή ο Καραϊσκάκης, που μόλις είχε εδραιωθεί στο αρματολίκι των Αγράφων, κατάκοιτος μ’ ένα επίμονο ξερόβηχα και σε κατάσταση καταθλίψεως, όπως τουλάχιστο φαίνεται από τις μαρτυρίες του Κασομούλη και του Στορνάρη, περνούσε μια εσωτερική κρίση που τον έκανε καχύποπτο και οργίλο απέναντι και αυτών ακόμη των φίλων, των ανδρών του, και των κατοίκων του αρματολικιού του, δέχτηκε τις προτάσεις του Σελιχτάρ Μπόδα και Σούλτζε Κόρτζα —μαζί του και ο Στορνάρης, μόνοι από τους οπλαρχηγούς— και υπέγραψαν τη συνθήκη ειρήνης (Μάιος 1823). Έκπληκτοι οι γύρω του από τη στάση του και απογοητευμένοι από τη διάψευση των προσδοκιών τους ψυχράθηκαν μαζί του και άρχισαν να τον κατηγορούν “ὡς ἄπιστον, ὡς θρασύδειλον, ὡς ἀδύνατον νὰ διοικῇ ἀξίους ἄνδρας καὶ ἐπισήμους”. (Κασομούλης Α, 311–312) (…). Ο καπετάνιος όμως προσπαθούσε να βάλει σε τάξη τα πράγματα και έστελνε τον ταμία του Αναγνώστη Ζωρογιαννόπουλο πληρεξούσιό του στη συνέλευση του Άστρους.» Βακαλόπουλος Ϛ 1982, 554. ↩
- «Στη Λάρισα και το Μοναστήρι συναζόταν με μεγάλη μυστικότητα η εκστρατεία του Σκόντρα πασά· άμα λοιπόν ο Καραϊσκάκης, με απίστευτη ταχύτητα, σύναξε σημαντικό στρατόπεδο πολύ σιμά στο μεγάλο δρόμο, απ’ όπου θα περνούσε η εκστρατεία (αυλώνας της Νεβρόπολης), τότε είδαν οι Τούρκοι ότι η εισβολή θα ’βρισκε μεγάλο πρόσκομμα. Λοιπόν με τις προτάσεις περί φιλίας που κάμανε στον Καραϊσκάκη ελπίζανε να διαλύσουν εκείνο το στρατόπεδο, σαν περιττό που θα ’τανε πια. Στο σκοπό τους βοήθησε η αρρώστια του Καραϊσκάκη.» Κασομούλης Α, 308, υποσημείωση 2 (Γιάννης Βλαχογιάννης). ↩
- Στη θέση 39°21’27.0″N 21°35’44.9″E και σε υψόμετρο 900 μ. ↩
- Κασομούλης Α, 305. ↩
- Κασομούλης Α, 306. ↩
- Κασομούλης Α, 308. ↩
- Κασομούλης Α, 308. ↩
- Κασομούλης Α, 309–310. ↩
- Βακαλόπουλος Ϛ 1982, 554–555. ↩
- Κασομούλης Α, 312. ↩
- Κασομούλης Α, 323 κ.ε. ↩
- Η Σκόδρα (αλβανικά Shkodra / Shkodër) είναι πόλη της βορειοδυτικής Αλβανίας και βρίσκεται στη θέση 42°04’05.3″N 19°30’43.7″E. ↩
- «Ταυτόχρονα, δεν είχε περάσει ούτε ένας μήνας από τη συνθηκολόγηση του Σούλτζε Κόρτζα με τον Καραϊσκάκη και τον Στορνάρη, όταν διασαλπίστηκε σε όλη την ευρωπαϊκή Τουρκία ότι εναντίον του Μεσολογγίου κατεβαίνει ο Μουσταφά ή Μουσταή πασάς της Σκόδρας με 20.000 Σκοδριάνους και Μιρδίτες (καθολικούς Αλβανούς), που ήλπιζαν ότι ο θρυλικός αρχηγός τους θα εκμηδένιζε τους Έλληνες. Ευτυχώς γι’ αυτούς η ανώμαλη κατάσταση στην Αρβανιτιά, οι διχόνοιες μεταξύ των Αλβανών αρχηγών, καθυστερούσαν την κάθοδό τους, αλλ’ αυτή δεν θ’ αργούσε βέβαια και πολύ. Στο μεταξύ οι Μεσολογγίτες, τρομοκρατημένοι, εργάζονταν δραστήρια, «διὰ νὰ φθάσῃ ἡ ὀχύρωσις εἰς κατάστασιν διαφεντεύσεως», ώστε να μη βρει ο εχθρός την πόλη ανέτοιμη.» Βακαλόπουλος Ϛ 1982, 556–557. ↩
- Κασομούλης Α, 323. ↩
- «Γενικός Ἔπαρχος τῆς Δυτικῆς Ἑλλάδος ἦτον ὁ Κωνσταντῖνος Μεταξᾶς.» Κασομούλης Α, 324. ↩
- Σκαφιδάς 1958, 96. ↩
- «Η Ελληνική Διοίκηση είχε λάβει κι αυτή τις πρώτες ειδήσεις για την εκστρατεία από τα τέλη Μαΐου, όμως στις 4 Ιουλίου 1823 αποφασίστηκε να σταλούν, μαζί με τον Γεώργιο Αινιάνα “διευθυντὴν Ἀγράφων καὶ Ἀσπροποτάμου”, 15 χιλιάδες δεκάρια φουσέκια και 200 λεπίδες σπαθιών, κανείς όμως δεν ξέρει αν έγινε αυτή η αποστολή. Πάντως ο Γεώργιος Αινιάν ποτέ δεν έφτασε στα Άγραφα και το Ασπροπόταμο.» Κασομούλης Α, 324, υποσημείωση 2, Γιαννούλης 1981 (Στορναραίοι), 62–63. ↩
- Κασομούλης Α, 324. ↩
- Γιαννούλης 1981 (Στορναραίοι), 61. ↩
- Γιαννούλης 1981 (Στορναραίοι), 62. ↩
- «Ἀπερασε καὶ ὁ Σκόταρης (Σκόδρας) καὶ ἦρθι εἰς τὰ Τρίκαλα. Πῆραν καὶ τὰ χωριανά μας τὰ πρόβατα δυὸ χιλιάδες καὶ τετρακόσια.» Σπανός Κ. 2014β (Ενθυμήσεις), 138. ↩
- Κασομούλης Α, 324, Γιαννούλης 1981 (Στορναραίοι), 63. ↩
- Κασομούλης Α, 325. ↩
- Αντικείμενο, σκεύος, κινητό περιουσιακό στοιχείο. ↩
- Κασομούλης Α, 326. ↩
- «Ὁ Ῥάγκος, ἐπιστρέψας ἀπὸ Πελοπόννησον ὅπου μετέβη διὰ νὰ ῥίψῃ τὴν ἐπίρροιαν τοῦ Μάρκου, ὅστις εἶχεν μόνος τὸν βαθμὸν τῆς στρατηγίας εἰς τὴν Δυτικήν Ἑλλάδα, ἔβγαλεν ὅλων τῶν Καπιταναίων διπλώματα στρατηγίας καὶ τὸ ἐδικόν του, καὶ γράφων πρὸς τὸν Στορνάρην τὸ τέλος τῆς Συνελεύσεως περιέκλειεν καὶ τὸ δίπλωμα τῆς στρατηγίας ἀπὸ τὸ Ἐκτελεστικόν.» Κασομούλης Α, 324. ↩
- Βακαλόπουλος Ϛ 1982, 557–558. ↩
- «Τότε με πρόταση του γενικού γραμματέα του παλιού εκτελεστικού Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, για να δημιουργηθεί αντιπερισπασμός στον πασά της Σκόδρας από τον ηγεμόνα–αρχιεπίσκοπο του Μαυροβουνίου Πέτρο Πέτροβιτς (1782–1830) εναντίον του πασαλικίου του, εφόσον μάλιστα εκείνος θα βρισκόταν μακριά από την έδρα του, αποφασίστηκε να σταλεί στη μακρινή ηγεμονία παλιός φιλικός και Έλληνας μεγαλέμπορος στη Ρωσία, ο Αναστάσιος Παπουτζάλοφ ή Παπάζογλου, ο οποίος ύστερ’ από πολλούς μήνες και περιπέτειες, μόλις μπόρεσε να συναντήσει εκπρόσωπο του ηγεμόνα στο αυστριακό Κάταρο, ν’ ανταλλάξει μαζί του ορισμένες σκέψεις και ν’ ακούσει απ’ αυτόν ότι, για να κινηθεί εναντίον των Σκοδριάνων, έπρεπε ο Έλληνας να έχει έγγραφα πληρεξουσιότητας και να κομίσει σε ορισμένο χρόνο μέτρια ποσότητα πολεμοφοδίων.» Βακαλόπουλος Ϛ 1982, 558. ↩
- Βακαλόπουλος Ϛ 1982, 557. ↩
- «Στο μεταξύ είχε φθάσει στο Μεσολόγγι ο έπαρχος Αιτωλίας και Ακαρνανίας (σε αντικατάσταση των γενικών αρμοστών και διευθυντών), ο Κωνσταντίνος Μεταξάς, ο οποίος, εντυπωσιασμένος από την κακή κατασταση, τόσο απελπίστηκε, ώστε στην αρχή σκέφθηκε να φύγει. Σταθμίζοντας όμως τις φοβερές συνέπειες της πράξης του, τον αναπόφευκτο εμφύλιο πόλεμο και την ανεμπόδιστη προέλαση των εχθρών, αποφάσισε να μείνει, να προσπαθήσει να βελτιώσει τα πράγματα, και ν’ απομακρύνει τους κινδύνους.» Βακαλόπουλος Ϛ 1982, 560–561. ↩
- «Τον ψηλό βράχο, όπου είναι χτισμένα τα Κούτζιανα.» Σημείωση Γιάννη Βλαχογιάννη. ↩
- Κασομούλης Α, 325. ↩
- Κασομούλης Α, 326. ↩
- Κασομούλης Α, 326. ↩
- «Ο λόγος αυτός ο γεμάτος καύχηση φανερώνει τον αδύνατο χαρακτήρα του Στορνάρη· ήτανε και πολύ απλός, να καμαρώνει με το δίπλωμα της στρατηγίας, δίπλωμα που δεν το ακολουθούσε καμία άλλη βοήθεια, και να φοβερίζει τους χωριάτες με τον πόλεμο. Αν ήταν εκείνοι τόσο ταπεινά δεμένοι με τους Τούρκους, ποιος άλλος ήταν ο ένοχος, παρά αυτός ο ίδιος; Τους βρίζει τώρα, αφού τους παραχάιδεψε σε όλη τη ζωή του.» Υποσημείωση Γιάννη Βλαχογιάννη. ↩
- Κασομούλης Α, 327. ↩
- Στη θέση 39°23’51.1″N 21°19’16.6″E, με υψόμετρο 1850 μ. ↩
- Στη θέση 39°24’36.1″N 21°19’29.0″E, με υψόμετρο 2038 μ. ↩
- Το σημερινό Μυρόφυλλο (Σπανός Β. 2000 (Οικισμοί), 404–408) στη θέση 39°22’01.2″N 21°19’33.0″E και σε υψόμετρο 700 μ. ↩
- Κασομούλης Α, 327. ↩
- Το χωριό Κωθώνι (σημερινό Πολυνέρι· Σπανός Β. 2000 (Οικισμοί), 326–328), στη θέση 39°23’37.8″N 21°21’54.6″E και σε υψόμετρο 800 μ. ↩
- «Ντόντος, από τους καθολικούς Μιρντίτες.» ↩
- Κασομούλης Α, 327–328. ↩
- Βακαλόπουλος Ϛ 1982, 563, Γιαννούλης 1981 (Στορναραίοι), 65. ↩
- 39°21’27.0″N 21°35’44.9″E, 900 μ. υψόμετρο. Στα νοτιοδυτικά της Οξιάς βρίσκεται η Καράβα, η υψηλότερη κορυφή των Αγράφων (2184 μ.). «Είναι η λεγόμενη Καράβα, βουνό προς τα σύνορα του θεσσαλικού κάμπου, που φυλάει δεξιά το πέρασμα της Νεβρόπολης κι αριστερά την Πόρτα, τη διάβαση προς Ασπροπόταμο. Ονομάστηκε Καράβα, ίσως, επειδή από μακριά φαίνεται σαν καράβι, που κατά την ντόπια παράδοση δένανε, στα παλιά, τα καράβια, όταν ακόμα η Θεσσαλία ήτανε λίμνη.» Γιαννούλης 1981 (Στορναραίοι), 64. Βλ. και Γιώργος Θωμάς, «Η Καράβα των θεσσαλικών Αγράφων», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 1 (1980) 77–81. ↩
- Όρος στη θέση 39°06’21.1″N 21°36’37.7″E και με υψόμετρο 800 μ. ↩
- «Εις τας 23 Ιουλίου του 1823 ξεκίνησαν οι Τούρκοι από τα Τρίκαλα και προχώρησαν άλλοι προς την Οξιά των Αγράφων και άλλοι με τον περιβόητο Σούλτσε Κόρτζια προήλασαν στο Κόρμπου πηγάδι και κατασκήνωσαν. Πάρα πέρα ήσαν ο Στορνάρης, ο Λιακατάς και ο Χατζηπέτρος με τα παλικάρια των και υποδέχθηκαν με πυροβολισμούς τους Τούρκους. Επακολούθησε σκληρή μάχη, στην οποία οι Τούρκοι αποκρούσθησαν με πολλές ζημίες και αναγκάσθηκαν να γυρίσουν στα Κούτσενα, χωρίς να τολμήσουν νέα επίθεση. Στην αιματηρή αυτή μάχη διακρίθηκαν διακόσιοι Βλάχοι του Λιακατά και άλλοι τόσοι του Στορνάρη. Από τον Κόρμπο οι αρματολοί προχώρησαν προς τον Βάλτο και ύστερα από μεγάλες και εξαντλητικές πορείες έφθασαν στο Βραχόρι (Αγρίνιο) και απο κει στο Μεσολόγγι, όπου έφθασε και ο διευθυντής της Δυτικής Ελλάδος Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο οποίος κάλεσε όλους τους αρματολούς σε συνέλευση.» Σκαφιδάς 1958, 96. ↩
- Κασομούλης Α, 328. ↩
- «Λοιπόν, και το σώμα που τραβούσε για τον Καραϊσκάκη μπήκε από τον αυλώνα των Πορτών και έστριβε ανατολικά κατά το βουνό Καράβα (Οξιά), συνηθισμένο κατάμερο του Καραϊσκάκη. Δεν ξέρουμε αν άλλο μέρος του στρατού είχε μπει από τη Νεβρόπολη.» Σημείωση Γιάννη Βλαχογιάννη. ↩
- Φαίνεται ότι έπιασαν θέση στο όρος Μαυροπούλι (39°28’39.6″N 21°29’23.8″E, με υψόμετρο 1721 μ.), που δεσπόζει νότια του Κόρμπου. ↩
- «Το ντουφέκισμα δείχνει την απειρία τους, γιατί τούς πρόδωσε.» Σημείωση Γιάννη Βλαχογιάννη. ↩
- Ο Νικόλαος Κασομούλης. ↩
- «Και τότε, τι λόγο είχαν οι διακηρύξεις του στον λαό πως θα πολεμήσει πόλεμο άξιον του Σκόντρα πασά, σα στρατηγός ισότιμος μ’ εκείνον;» Σημείωση Γιάννη Βλαχογιάννη. ↩
- «Λοιπόν, τους είχαν κυνηγήσει προς το δρόμο που φέρνει κατά του Κοράκου το γεφύρι, τον ίδιο δρόμο που πηγαίνανε, μπροστινοί, οι κακόμοιροι πληθυσμοί.» Σημείωση Γιάννη Βλαχογιάννη. ↩
- «Ο συγγραφέας, ενώ θέλει να παραστήσει τη μάχη σημαντική, λησμονάει να ορίσει τον αριθμό των Ελλήνων, αν όχι και των εχθρών. Λησμονάει ακόμα να σημειώσει και τις ζημιές. Οι Σκοντριάνοι ήτανε πολύ δυνατοί πολεμιστάδες, καθώς θα φανεί από τις μάχες που δώσανε γύρω στο Καρπενίσι. Τα παρακάτω που γράφει ο συγγραφέας για τον “περίφημον” πόλεμο τα συμπέρανε από την ανεξήγητη γι’ αυτόν διακοπή του πολέμου από το μέρος των Αρβανιτάδων, καθώς θα φανεί πιο κάτω. Η εισβολή του Σούλτσε Γκόρτσα στον Ασπροπόταμο δεν ήταν τίποτε άλλο παρά “αντιπερισπασμός”. Έπειτα, αν προχωρούσανε λίγο ακόμα, θα μπαίνανε σε προσκυνημένα αρματολίκια, Τζουμέρκα, Ραδοβίτσι, Βάλτο και θα τ’ αναγκάζανε να σηκωθούνε πιάνοντας τ’ άρματα. Για τον ίδιο λόγο και ο Ομέρ Βριόνης δεν πέρασε από το Βάλτο, και στάθηκε έπειτα στον Καρβασαρά φοβερίζοντας πως θα προχωρήσει.» Σημείωση Γιάννη Βλαχογιάννη. ↩
- Κασομούλης Α, 328–329. ↩
- Το σημερινό Πολυνέρι (Σπανός Β. 2000 (Οικισμοί), 326–328), στη θέση 39°23’37.8″N 21°21’54.6″E και σε υψόμετρο 800 μ. ↩
- Κασομούλης Α, 330. ↩
- Κασομούλης Α, 331. ↩
- Κασομούλης Α, 331. ↩
- «Ὁ λαός, οἱ ἀρματολοί, ὅλοι φορτωμένοι κότες, γάτες, σκύλους, ζῷα, πρόβατα, ἐπόρευαν καὶ οὔτε γύριζαν ὀπίσω νὰ ἰδοῦν. Ἐπρόλαβεν ὁ Στορνάρης καὶ ἔπεμψεν ἐμπροστὰ ἓν σῶμα νὰ βλέπῃ μήπως τὸ τουρκικὸν σῶμα, ὁποῦ κινήθη διὰ Ἄγραφα, διέβη τοῦ Κοράκου τὸ γεφύρι. Εἰδοποιήθη ὁ Μῆτρος Γώγου ὅτι ὁ λαὸς ἐμβῆκεν εἰς τὸ Ῥαδοβίζι· ἔτρεξεν εἰς τὴν Ἁγίαν Παρασκευὴν νὰ προλάβῃ.» Κασομούλης Α, 331–332. ↩
- 39°20’34.9″N 21°20’00.6″E, σε υψόμετρο 750 μ. ↩
- 39°19’02.6″N 21°20’09.6″E, σε υψόμετρο 1200 μ. ↩
- 39°17’51.4″N 21°25’33.1″E, σε υψόμετρο 400 μ. ↩
- Κασομούλης Α, 332. ↩
- 39°08’31.0″N 21°20’04.9″E, με υψόμετρο 1781 μ. ↩
- 39°02’56.5″N 21°21’43.4″E, σε υψόμετρο 750 μ. ↩
- Κασομούλης Α, 332–333. ↩
- Στη θέση 39°00’04.8″N 21°23’11.2″E και σε υψόμετρο 600 μ. Και η Μηλιά του Ασπροποτάμου και η Μηλιά του Βάλτου και άλλες Μηλιές ανά την Ελλάδα δεν είναι καθόλου σίγουρο πως έλαβαν την ονομασία τους από το δέντρο μηλιά (φυτωνύμιο). Το τοπωνύμιο θα μπορούσε να έχει προκύψει από το σλαβικό мил (miɫ < πρωτοσλαβικό *milъ), που σημαίνει «αγαπητός, ήπιος, ευχάριστος, εύκρατος» τόπος, κι έτσι θα πρέπει να ορθογραφούνται με –ι–: Μιλιά! (Η σλαβική λέξη мил έχει και μια δεύτερη σημασία: «απόθεση άμμου», που έχει να κάνει με την άμμο που μεταφέρεται από ποταμούς, καθώς και οι δύο Μηλιές που αναφέραμε βρίσκονται δίπλα στον Ασπροπόταμο / Αχελώο.) ↩
- Κασομούλης Α, 335. ↩
- Κασομούλης Α, 342–343, Γιαννούλης 1981 (Στορναραίοι), 67. ↩
- «Να τους εμποδίσει να μπούνε στο προσκυνημένο αρματολίκι.» ↩
- «Αφού οι Γωγαίοι εξήγησαν στους Τούρκους ότι ήτανε φίλοι και όχι εχθροί.» ↩
- Κασομούλης Α, 331–332. ↩
- Κασομούλης Α, 332. ↩
- Κασομούλης Α, 332–333. ↩
- «Φαίνεται ο λαός του Βάλτου ήτανε τραβηγμένος και περνούσε το καλοκαίρι άφοβα στα οροπέδια της Μηλιάς, με τον Άσπρο ανατολικά προστάτη του. Λοιπόν ο Ράγκος κάνει αβάσιμες υποθέσεις, πως τάχα οι Τούρκοι μπορεί να τρέχανε να κυνηγάνε τους φοβισμένους πληθυσμούς στα κατσάβραχα, για να δικαιολογήσει την αποχή του από τον πόλεμο που έβραζε πέρα και ανατολικά από τα σύνορα του Βάλτου. Η λογική του να περιμένει τους Τούρκους να κινηθούν κατά το Βάλτο, ειδεμή να κινηθούν αυτοί κατά των Τούρκων ήταν απλό σόφισμα. Ο Γιαννάκης Ράγκος θα περιμένει να περάσει το μεγάλο το κακό του Σκόντρα, και τότε θα πάει στ’ Άγραφα, έρημα από τον Καραϊσκάκη.» Σημείωση Γιάννη Βλαχογιάννη. ↩
- Κασομούλης Α, 334. ↩
- Ειρωνικά! ↩
- Κασομούλης Α, 335. ↩
- «Ο παπάς που είχε τον βαθμό του οικονόμου.» ↩
- «Είχε διοριστεί στα μέσα Ιουνίου 1823.» ↩
- Κασομούλης Α, 335. ↩
- Κασομούλης Α, 336. ↩
- «Φιλανθρωπότερο έργο δεν ήτανε παρά να δώσει κανείς λίγο σιτάρι σε πεινασμένο λαό. Και όμως ο Ανδρέας Ίσκος, φιλάργυρος όπως όλοι οι παλαιοί στρατιωτικοί, αλλά και πολύ πλούσιος σε κτήματα και ποίμνια, δεν αποφάσισε να δώσει χάρισμα λίγο σιτάρι. Και όμως βρέθηκε φτωχός μετά τον Αγώνα.» Σημείωση Γιάννη Βλαχογιάννη. ↩
- Κασομούλης Α, 336. ↩
- 39°04’07.2″N 21°26’42.0″E, σε υψόμετρο 480 μ. ↩
- 39°02’34.9″N 21°32’21.5″E, σε υψόμετρο 680 μ. ↩
- Κασομούλης Α, 339. ↩
- Κασομούλης Α, 340–341. ↩
- Κασομούλης Α, 342–343, Γιαννούλης 1981 (Στορναραίοι), 67. ↩
- «Ο Μάρκος Μπότσαρης μας δίνει την εικόνα της καταστάσεως σε σύντομη επιστολή του γραμμένη στις 3 Αυγούστου, πραγματικό πολεμικό ανακοινωθέν: “Οἱ ἐχθροὶ ἐπροχώρησαν εἰς τὴν Δυτικὴν Ἑλλάδα, καθυπέταξαν τὸν Ἀσπροπόταμο καὶ Ἄγραφα, ᾐχμαλώτισαν καὶ κατέστρεψαν πολλοὺς τῶν ἐγκατοίκων. Ὅσοι ἐξέφυγαν ἀπὸ τὴν ὀργήν των κατέφυγον εἰς τὰ ἐνδότερα μέρη Σοβολάκου, εἰς τὸν Ζυγὸν καὶ εἰς τὰς χώρας. Ἡμεῖς ἐξήλθομεν εἰς ἀπάντησίν των καὶ εὑρισκόμεθα στρατοπεδευμένοι εἰς τὸ μέρος τοῦ Καρπενισίου. Τὰς ἀναγκαίας θέσεις τοῦ Καρλελίου τὰς ἔχουν πιασμένας οἱ ἐντόπιοι. Ἀρχηγὸς τοῦ στρατεύματος, ὁποῦ ἔρχεται ἀπὸ τὸ μέρος τοῦτο εἶναι ὁ Σκόνδρα πασᾶς. Εἴθε ἡ Θεία Δύναμη νὰ μᾶς δώσῃ θάρρος πρὸς ἀντίστασιν τῶν ἐχθρῶν καὶ νὰ ἐξοικονομήσῃ τὰ πάντα.”» Βακαλόπουλος Ϛ 1982, 564. ↩
- Στη θέση 38°47’45.2″N 21°45’34.8″E, με υψόμετρο 2099 μ. ↩
- Στη θέση 38°49’45.3″N 21°43’14.3″E και σε υψόμετρο 900 μ. ↩
- Στη θέση 38°49’29.0″N 21°41’09.4″E, με υψόμετρο 1974 μ. ↩
- Κασομούλης Α, 334. ↩
- Γιαννούλης 1981 (Στορναραίοι), 66. ↩
- Κασομούλης Α, 340. ↩
- Κασομούλης Α, 343, Γιαννούλης 1981 (Στορναραίοι), 67. ↩
- Κασομούλης Α, 343, Γιαννούλης 1981 (Στορναραίοι), 67. ↩
- Βακαλόπουλος Ϛ 1982, 569. ↩
- Κασομούλης Α, 343, Γιαννούλης 1981 (Στορναραίοι), 68. ↩
- Στη θέση του Σούλτζια Κόρτζια που συνόδευε τον Σκόδρα πασά. ↩
- «Ὁ Βελιάγας, Γραικὸς σχεδόν, ὡς μετὰ Γραικῶν ἀναθρεμμένος, ἡμέρα–νύκτα μὲ τοὺς Ἕλληνας, ἂν καὶ Τοῦρκος εἰς τὴν θρησκείαν, δὲν ἦτο τόσον φανατικός, καὶ μάλιστα πολλὰ συγκαταβατικός. Φίλος παλαιὸς τοῦ Στορνάρη ἀπὸ τὴν αὐλὴν τοῦ Ἀλῆ πασᾶ, ἐγνώριζεν καλὰ καὶ τὴν οἰκογένειάν του καὶ τὰ αἰσθήματά του. Ἅμα ἄκουσεν τὴν πρόοδον τοῦ Σκόδρα καὶ τὸν χαλασμὸν τῶν Ἑλλήνων, πρόλαβεν νὰ εἰδοποίησῃ ὅλα αὐτὰ τὸν Στορνάρην μὲ σκοπὸν νὰ τὸν φοβίσῃ.» Κασομούλης Α, 344. ↩
- Γιαννούλης 1981 (Στορναραίοι), 68–69. ↩
- Κασομούλης Α, 343. ↩
- Κασομούλης Α, 344. ↩
- Κασομούλης Α, 345. ↩
- Μάλιστα, από συμπάθεια προς την οικογένεια του Στορνάρη ο Κασομούλης στ’ απομνημονεύματά του «την περικοπή αυτή, πολύ προσβλητική για τους Στορναραίους, αφού περιγράφει πράξη τους ληστρική, την έσβησε με μια βιαστική μονοκοντυλιά.» Κασομούλης Α, 348 (υποσημείωση Γιάννη Βλαχογιάννη). ↩
- Κασομούλης Α, 348, Γιαννούλης 1981 (Στορναραίοι), 70. ↩
- Βακαλόπουλος Ϛ 1982, 571 κ.ε. ↩
- Κασομούλης Α, 350. ↩
- Σκαφιδάς 1958, 96. ↩
- «Ὁ Βελιάγας ἐξώσθη ἀπὸ δερβέναγας, καὶ πάλιν ἐδιωρίσθη ὁ Σούλτζιας Κόρτζιας.» Κασομούλης Α, 348, Γιαννούλης 1981 (Στορναραίοι), 71. ↩
- Γιατί κατά τον Οκτώβριο μήνα που αναχώρησαν Στορνάρης και Λιακατάς για το Μεσολόγγι (Κασομούλης Α, 349), ο Σούλτζιας Κόρτζιας ήταν ήδη δερβέναγας. ↩
- Καπουδάν πασάς ήταν τότε ο Κοτζά Μεχμέτ Χιουσρέφ Πασάς (Koca Hüsrev Mehmed Paşa). ↩
- Είναι προς τιμήν του Κασομούλη ότι δεν αναπτύσσει πράγματα που δεν τα έζησε ο ίδιος και δεν τα γνωρίζει από πρώτο χέρι! ↩
- Κασομούλης Α, 347, Γιαννούλης 1981 (Στορναραίοι), 70. ↩
- Κασομούλης Α, 350. ↩
- Βακαλόπουλος Ϛ 1982, 573. ↩
- «Ὁ Καραϊσκάκης τοὺς Τούρκους τοὺς ἄφησεν εἰς Ρεντίναν. Ἀντιπρόσωπόν του ἄφησεν τὸν Ἀντώνην Ζαραλὴν εἰς τὰ Ἄγραφα, καὶ ὁ ἴδιος μετέβη εἰς τὰ Ἑπτὰ Νησιὰ πρὸς τὴν φαμελιάν του νὰ ἰατρευθῇ· ἐσύσταινεν δὲ τὸν Ἀντώνην ἀντιπρόσωπόν του, ὅστις ὑπὸ τὴν ὑπεράσπισιν τοῦ Στορνάρη νὰ κυριαρχῇ τὰ Ἄγραφα, μετὰ τὴν μάχην καὶ νίκην τῆς Καλιακούδας.» Κασομούλης Α, 346. ↩
- «Ο Μαυροκορδάτος μόλις έφτασε στο Μεσολόγγι και βρήκε τις πόλεις της Δυτικής Ελλάδας ελεύθερες από τουρκικό στρατό, ύστερα από την αποτυχία της εκστρατείας του Σκόντρα, με εγκύκλιό του προσκάλεσε όλους τους Καπεταναίους της Δυτικής Ελλάδας να μαζευτούν στο Μεσολόγγι για σύσκεψη.» Γιαννούλης 1993 (Λιακατάς), 134. ↩
- Κασομούλης Α, 348. ↩
- Κασομούλης Α, 348–349. ↩