Το ερωτηματικό θα μας έδινε την δυνατότητα να ελπίζουμε σε κατάφαση. Η άρνηση δημιουργεί εκτός από ενοχές τραύματα. Η βεβαιότητα της άρνησης είναι κάτι πολύ χειρότερο. Δείχνει να αποτελεί την καταπάτηση της ελευθερίας, αφού η απουσία της ελευθερίας προκαθορίζει τα πράγματα.
Ενδέχεται να μην έχουμε γνώση του Θεού οι χριστιανοί. Δεν γνωρίζουμε τον Θεό μας. Και το έγκλημα είναι να μεταφέρουμε στους ανθρώπους έναν Θεό διαφορετικό από αυτό που ο ίδιος είναι. Αυτό είναι έγκλημα. Αλλά το έγκλημα συντελείται εντός των τειχών της ορθοδοξίας. Δεν είναι οι εχθροί από τους οποίους κινδυνεύει η ορθοδοξία, το πρόσωπο του Θεού. Η θεοκτονία συντελείται από τους φύλακες της πόλης. Και είναι τραγικό αυτό διότι αφενός μεν τόσα χρόνια οι φύλακες δεν κατάφεραν να σχηματίσουν μία ορθή αντίληψη περί Θεού, αφετέρου δε αλλοιώνουν το πρόσωπο του Θεού στους άλλους, στους άγνωστους, στους γνωστούς, σε όσους θέλουν να γνωρίσουν, σε όσους δεν είχαν την δυνατότητα να γνωρίσουν, αλλά κι αυτόν τον Θεό που γνώρισαν, καλύτερα να μην τον είχαν γνωρίσει ποτέ.
Οι περισσότεροι εντός της Εκκλησίας έχουμε δημιουργήσει έναν Θεό στον οποίο έχουμε φορτώσει τα πάθη μας, τις αδυναμίες μας, τα φετίχ μας. Ο Θεός της ορθοδοξίας από τα χέρια ορθόδοξων αιρετικών καθίσταται φετιχιστής. Ξένος Θεός σε γνώριμα πρόσωπα. Φορτωμένος με ό,τι πιο βρώμικο είχαμε να του προσφέρουμε. Κι όλα αυτά σε πρόσωπα που υποτίθεται πως είχαν σχηματίσει την αντίληψη περί του Θεού, μία αντίληψη που δεν συνάδει με την ιδέα. Όμως αυτό εμφανίζεται προς τα έξω. Ένας Θεός ξένος προς τις αποκαλύψεις της Παλαιάς Διαθήκης και την κένωση της Καινής συμφωνίας με τον λαό του.
Είναι φυσικά όλα αυτά, αφού ο χριστιανός από την στιγμή που γεννιέται ενδιαφέρεται μόνο για τον θάνατο και την αιώνια ζωή, αδιαφορώντας για την επίγεια. Έτσι αποστρέφονται την ζωή, όπως πολύ σωστά θα γράψει στον Ζαρατούστρα ο Νίτσε. Ο σύγχρονος χριστιανός κατάντησε να λειτουργεί με όρους μανιχαϊστικούς και μονοφυσιτικούς. Το σώμα είναι αμαρτία, η ψυχή είναι ιερή. Αυτά δεν λένε πολλοί χριστιανοί; Αυτό δεν πιστεύουν; Απόλυτα φανατικοί υποστηρικτές και συνεχιστές της φιλοσοφίας του Πλωτίνου. Ο χριστιανός σήμερα, πολλές φορές, ενεργεί ως μανιχαίος. Καλό – κακό, σώμα – ψυχή, ιερό – βέβηλο. Δεν ενεργεί πέρα από διαχωριστικές γραμμές. Όλη η ζωή του περιστρέφεται γύρω από τον θάνατο, ενώ την ίδια στιγμή δεν έχει ζήσει την ζωή του, σαν η Βασιλεία του Θεού να εγκαθιδρύεται ως πραγματικότητα, αυθεντική εκστατικότητα, μόλις αφήσει το σώμα του στο χώμα. Ενώ η Βασιλεία του Θεού ξεκινάει ως κατάφαση της ζωής αυτής. Δεν μπορεί να υπάρξει Βασιλεία του Θεού χωρίς αυτήν την ζωή. Η αιωνιότητα προϋποθέτει μία αναφορά, ένα σημείο εκκίνησης.
Πώς λοιπόν να γνωρίσει ο χριστιανός τον Θεό όταν παραμερίζει όσα χειροκρότησε η φιλοσοφία ως μεταφυσικά αδιέξοδα; Ας πάρουμε ένα παράδειγμα∙ αυτό της σωματικότητας. Η ανθρώπινη σωματικότητα, ένα ζήτημα ταμπού για τον πλατωνισμό, τον νεοπλατωνισμό, ακόμη και πολλούς χριστιανούς σήμερα. Πώς θα γνωριστεί ο Θεός αν ο άνθρωπος αρνηθεί την σωματικότητα του; Αν ο άνθρωπος πετάξει το σώμα του τελείωσε το θέμα. Δεν υπάρχει αγιοσύνη. Ποιος είπε πως η αγιοσύνη είναι θέμα της ψυχής; Το σώμα δεν μετέχει; Δεν αγιάζεται το σώμα; Δεν είναι ενιαία ψυχοσωματική ύπαρξη ο άνθρωπος κατά Γρηγόριο Νύσσης; Γιατί υπάρχει το σώμα; Για να επιβιώνει το lifestyle; Γιατί να ενανθρωπίσει ο Θεός; Μήπως για τον εαυτό του ενανθρώπισε; Και με την Δ’ Οικουμενική Σύνοδος της Χαλκηδόνας τι διατρανώθηκε; Ότι ο Χριστός είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος; Χωρίς καμία σημασία για την ανθρώπινη σωματικότητα όλα αυτά; Πού είναι η καταξίωση της σωματικότητας;
Δεν είναι εύκολο να αναμετρηθείς με τις αντοχές σου. Σου υπενθυμίζουν πόσο κτιστός και πεπερασμένος εξακολουθείς να παραμένεις απέναντι σε έναν Θεό που κρύβεται και ταυτόχρονα φανερώνεται, όπως θα ‘λεγε ο άγιος Αυγουστίνος. Ο Θεός αυτός συνεχώς αποκαλύπτεται, συνεχώς σαρκώνεται. Η σάρκωση δεν είναι κάτι που έγινε και τελείωσε. Ένας τέτοιος απαθής Θεός δεν ενδιαφέρει και δεν συγκινεί. Το αριστοτελικό ακίνητο κινούν δεν συνάδει με την εκστατικότητα, επομένως και ερωτικότητα του Θεού. Αφήνει παγερά αδιάφορο τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος αναζητά. Ο Θεός του αποκαλύπτεται κι εκείνος επιλέγει τον τρόπο αντίληψης, τον τρόπο με τον οποίο θα ιδωθεί ο Θεός.
Αν ο χριστιανός επιμείνει να γνωρίζει με λάθος, αλλά κι όταν γνωρίζει να οδηγείται στην θεοκτονία, υπάρχει η αίσθηση πως αρνείται την σωτηρία. Εκτός κι αν απαντήσει με σοβαρότητα στο ερώτημα που έθεσε ένας ιερέας στους μαθητές του, στις αρχές του 1849, σε ένα κατηχητικό σχολείο στη Χαϊδελβέργη: ‘’Μπορεί κανείς να πει και να σκεφτεί κάτι διαφορετικό από το ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο;’’. Ο Feuerbach με μία επιστολή προς τη σύζυγο του το ίδιο έτος, μέσα από την αφήγηση του περιστατικού, της έγραψε πως ένα αγόρι απάντησε ‘’Ναι, ο Feuerbach λέει ότι αυτό δεν είναι αλήθεια’’. Και οι χριστιανοί;
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (βαλκανιολόγος, θεολόγος)
Εφημέριος Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Διάβας