Γράφει ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΥΡΙΤΣΗΣ, Φιλόλογος
Οι περισσότερες λέξεις της ομιλούμενης, άλλως λεγάμενης νεοελληνικής, γλώσσας έχει ήδη διαπιστωθεί, από το μικρό σχετικά γλωσσολογικό δείγμα που έχουμε σχολιάσει μέχρι τώρα στις ενότητές μας, ότι έλκουν την καταγωγή κατά βάση από την αρχαία Ελληνική Γλώσσα· αρκετών βέβαια λέξεων ο σχηματισμός ανάγεται στη λόγια- καθαρεύουσα γλώσσα, αλλά κι αυτή η μορφή της γλώσσας μας ανάγεται στην αρχαία ελληνική. Για πρδγ. : Η λέξη ὄμμα, τό της αρχαίας δίδει το λόγιο ὀμμάτιον, τό (=μάτι)· κι απ’ αυτό προέκυψε το νεοελληνικό μάτι, το· ωστόσο και στον νεοελληνικό λόγο λέμε ιδίοις όμμασιν (=με τα ίδια μου τα μάτια), που είναι αρχαιοελληνική φράση. Δικαιολογημένα λοιπόν η παλαιότερη μορφή της Γλώσσας μας, η αρχαία Ελληνική, χαρακτηρίζεται ως η «νερομάνα», η αστείρευτη πηγή που τροφοδοτεί την νεοελληνική και την καθιστά εξίσου σφριγηλή και εκφραστική με τη σεβαστή μητέρα της.
Πάμε τώρα στο κύριο θέμα μας, στην ετυμολόγηση και στην, όπου χρειάζεται, σημασιολόγηση νεοελληνικών λέξεων.
1. Καταλαβαίνω: ρήμα μτγν. < αρχ. ρ. καταλαμβάνω < κατά + ρ. λαμβάνω. Σημασία: α) (αρχική σημ.) συλλαμβάνω, κυριεύω (με το νου), β) κατανοώ, γ) αντιλαμβάνομαι κάτι με το δικό μου τρόπο, π.χ. εγώ τον άνθρωπο τον καταλαβαίνω σε ποια θέση βρίσκεται), δ) επικοινωνώ, έχω γνώση, ιδέα (για κάτι).
2. Καταντώ: ρήμα < μτγν. καταντάω-ῶ (=φθάνω, καταλήγω) <αρχ. επίθετο κατάντης, ὁ, ἡ, τό κάταντες (=επικλινής, κατηφορικός) <πρόθ. κατ(ά) +-άντης < προθ. αντί. Σημασία: α) (αρχική σημ.) παίρνω κατηφορικό (κυριολεκτικά και μτφ.) δρόμο, β) φτάνω σε ανεπιθύμητη κατάσταση, χάνω την αξιοπρέπειά μου, εξευτελίζομαι.
3. Περίσταση, η: ουσιαστικό, αρχ. λ. περίστασις, ἡ < ρ. περιίστημι (=περιβάλλω, περικυκλώνω) < πρόθ. περί + ἴστημι (=στήνω). Σημασία: α) (αρχική σημ.) το να στέκεται κανείς γύρω-γύρω, το να περιβάλλει κάτι {κι εδώ φαίνεται η βασική σημασία της πρόθ. περί (=γύρω) είτε στα εμπρόθετα είτε ως πρώτο συνθετικό λέξεων}, β) (μτφ.) κατάσταση πραγμάτων, γ) (συνήθως στον πληθυντικό) οι επικρατούσες συνθήκες.
4. Υπόδημα, το: ουσιαστικό < αρχ. λ. ὑπόδηµα, τό < ρ. ὑποδέω- ῶ < ὑπό + δέω-ῶ (=δένω). Αρχική) (κυριολεκτική) σημασία: το μέσο, προστατευτικό περικάλυμμα, που «δένει», που προστατεύει το πόδι από το κάτω μέρος, το παπούτσι. Κι εδώ είναι εμφανής η σημασία της πρόθεσης ὑπό (=κάτω).
5. Υπηρέτης, ο / υπηρέτρια, η: ουσιαστικό < αρχ. λ. ὑπηρέτης, ὁ (= ο βοηθός του κωπηλάτη) < ὑπ (ο) + -ηρέτης (με προέκταση το αρχικού φωνήεντος -ε- κατά τη σύνθεση) < ἐρέτης, ὁ (= κωπηλάτης) < ἐρέσσω (ἐρέττω, αττικός τύπος) [=κωπηλατώ]. Σημασία: α) ο υπηρέτης: αυτός που εργάζεται σε βοηθητικές εργασίες στην οικία κάποιου έναντι μισθού – η υπηρέτρια: αυτή που εργάζεται, χειρωνακτικά κυρίως, σε σπίτι κάποιου έναντι μισθού, ΣΥΝ. οικιακή βοηθός, β) (μτφ.) το πρόσωπο που εργάζεται με προσήλωση και αυταπάρνηση για την επίτευξη ενός σκοπού. Κι εδώ η πρόθεση υπό (=κάτω) παίζει το βασικό ρόλο της.
6. Φθινόπωρο, το: ουσιαστικό < αρχ. λ. φθινόπωρον, τό < ρ. φθίνω ( =ελαττώνομαι, ολιγοστεύω) + ὀπώρα, ἡ (=φρούτο). Σημασία: α) Η τρίτη εποχή του έτους, που ονομάστηκε ήδη από την αρχαιότητα Φθινόπωρο, επειδή κατά το χρονικό αυτό διάστημα έχουμε γενικά σταδιακή ελάττωση τῶν ὀπωρῶν των φρούτων, β) (μτφ.) η ηλικία των ανθρώπων που προσεγγίζει τα γηρατειά, η ωριμότητα.
7. Δεινός, -ή, -ό: επίθετο < αρχ. λ. δεινός, -ή, -όν < ρ. δεί-δω (=φοβούμαι) ή δέος, τό (=φόβος). Σημασία: α) (αρχική σημ.) αυτός που εμπνέει στους άλλους φόβο, ο φοβερός, β) ο δυσάρεστος· π.χ. δεινή θέση, γ) ο πολύ ισχυρός, ο εξαιρετικά ικανός, ο επιδέξιος, π.χ. δεινός ρήτορας, κολυμβητής, δ) (ως ουσ.) τα δεινά: «τα πολλά και μεγάλα βάσανα, οι δυστυχίες, οι συμφορές».
8. Δειλός, -ή, -ό: επίθετο < αρχ. λ. δεινός, -ή, -όν < ρ. δεί-δω (=φοβούμαι) ή δέος, το (=φόβος). Σημασία: α) (αρχική σημ.) αυτός που εμπνέεται από φόβο, ο φοβητσιάρης, αυτός που στερείται θάρρους και γενναιότητας.
Σημείωση: Οι παραπάνω λέξεις δεινός και δειλός αποτελούν παραδείγματα πως από την ίδια ρίζα, στη προκειμένη περίπτωση τη ρίζα δει- «φοβούμαι, φόβος», εξελίχθηκαν δυο διαφορετικές σημασίες: αυτού που προκαλεί φόβο (δεινός) και αυτού που αισθάνεται φόβο (δειλός), δηλ. με ενεργητική και παθητική σημασία αντίστοιχα.
9. Γρήγορος, -η, -ο: επίθετο < μτγν. ἐγρήγορος (- ο ξάγρυπνος) < ρ. ἐγείρομαι (σηκώνομαι), πρκ. ἐγρήγορα (=έχω εγερθεί, είμαι ξύπνιος, κυριολεκτικά και μεταφορικά). Σημασία: α) « αυτός που κινείται ή ενεργεί με μεγάλη ταχύτητα, ο ευκίνητος», β) αυτός που γίνεται με συντομότερο τρόπο και σε συντομότερο χρόνο, π.χ. γρήγορες ενέργειες».
10. Επίσης: επίρρημα τροπικό ή τοπικό, λ. μεσν. «προέρχεται από την αρχ. φράση ἐπ’ ἴσης (ενν. μοίρας) [=(κυριολ.) σε ίση μοίρα, με ίσο μερίδιο]. Παρόμοια σχηματίστηκε και το συνώνυμο επίρρημα εξίσου < ἐξ’ ἴσου (ενν. μέρους), με την ίδια σημασία.
11. Πιάνω: ρήμα μεσν. από τον αόριστο ἐπίασα του αρχ. ρ. πιάζω, που είναι δωρικός τύπος του αττικού πιέζω, αβέβαιου ετύμου.
Η αρχική, και σήμερα ισχύουσα, σημασία του είναι: «παίρνω κάτι κρατώντας το στο χέρι, βαστώ κάτι». Ωστόσο το ρ. στη νεοελληνική έχει αρκετές μτφ. σημασίες, όπως: α) αγγίζω, ακουμπώ (κάτι) με τα δάχτυλά μου, π.χ. «έπιασα τον τοίχο», β) σταματώ κάποιον για να του μιλήσω, «τον έπιασα και του μίλησα», γ) κυριεύω, κατέχω, π.χ. «με έπιασε ζαλάδα», δ) επιδρώ, επενεργώ, π.χ. «τον έπιασε το φάρμακο, ε) επιχειρώ, αρχίζω, π.χ. «πιάνω δουλειά», στ) προσεγγίζω, π.χ. «το καράβι έπιασε λιμάνι» κ, ά.
Συντμήσεις: αρχ. = αρχαία(ο), ενν. = εννοείται, λ. = λέξη, μεσν. = μεσαιωνικό, μτγν. = μεταγενέστερα, μτφ. = μεταφορικά, ουσ. = ουσιαστικό, πρδγ. = παράδειγμα, πρόθ. = πρόθεση, πρκ. = παρακείμενος, ρ. = ρήμα, σημ. = σημασία, συν. = συνώνυμο.