Γράφει ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΥΡΙΤΣΗΣ, Φιλόλογος
Η σημερινή μου γλωσσική ασχολία έχει αποκλειστική σχέση με λέξεις σύνθετες με πρώτο συνθετικό πρόθεση. Ο ρόλος των προθέσεων στη γλώσσα μας είναι πρωταρχικός στην έκφραση τόσο ως ξεχωριστών λέξεων μπροστά από τις λεγάμενες πλάγιες πτώσεις των ονομάτων (γενική, δοτική, αιτιατική), δημιουργώντας τους εμπρόθετους προσδιορισμούς με τεράστιο εύρος σημασιών (π.χ. προ ημερών, σε τούτο, δια μέσου κ.λπ. ), όσο και ως πρώτων συνθετικών άλλων λέξεων (ρημάτων, ονομάτων και, σπάνια, επιρρημάτων) (π.χ. εκθέτω, προβάλλω, έντιμος, διάσημος, διόλου, έμπροσθεν κ.λπ.).
Το δείγμα των λέξεων που επιλέγω είναι ελάχιστο και πάλι, ενδεικτικό της παρουσίας των σύνθετων στον καθημερινό λόγο. Πρόθεσή μου πάντως είναι να καταδείξω την επίδραση που ασκούν οι προθέσεις, αυτές οι μονοσύλλαβες και δισύλλαβες λεξούλες, στην μεταβολή της σημασίας με τις οποίες συντίθενται, συνενώνονται:
1. Έννοια, η: ουσ.· αρχ. λ. ἔννοια, ἡ < ρ. ἐννοώ (-έω) < ἐν + νοῦς. Σημασία: α) η εικόνα που σχηματίζεται μέσα στο νου μας (εν), η ιδεατή εικόνα για κάποιο συγκεκριμένο ή αφηρημένο πράγμα· εδώ η πρόθεση εν έχει μια από τις πολλές σημασίες της: του εντός, του εντοπισμού, β) το περιεχόμενο, η σημασία, το νόημα.
2. Προίκα, η: ουσ. < αρχ. λ. προιξ, ἡ (γεν. προικός) < πρόθ. προ- + θ. -ικ- + καταλ. -ς (προ-ικ-ς =προίξ)· το θ. ἱκ- απαντά και στα ἱκ-ω, ἀφ-ικ-νοῦμαι, ἱκ-έτης. Η πρόθ. προ εξηγείται από τον λόγο ότι η νύφη ή η οικογένεια της νύφης παλαιότερα έδινε πρώτα (προ) την προίκα στον γαμπρό για να γίνει το μυστήριο του γάμου!
Σημασία: α) τα περιουσιακά στοιχεία που δίνει η νύφη ή οι συγγενείς της νύφης στον μέλλοντα σύζυγο, β) (μτφ.) το ταλέντο, τα χαρίσματα από τη φύση που διαθέτει κάποιος.
3. Εισιτήριο, το: ουσ. < αρχ. επίθ. εἰσιτήριος, -α, -ον (=ο σχετικός με την είσοδο) < πρόθ. εἰσ- (εἰς) + θ. -ι- + επίθημα -τήριος (εἰσ -ι- τήριος) ‘ αξιοπρόσεκτο είναι το θ. -ι- από το ρ. εἶμι (=θα πάω) στην ασθενή μορφή του (θ. ει-, ι-), το οποίο βρίσκουμε και στα ομόρριζα εξ-ι-τήριο, προς-ι-τός, ι-ταμός. Και εδώ η πρόθεση εἰς παίζει τον βασικό ρόλο στη διαμόρφωση της σημασίας της λέξης (εις εντός, αντιθ. το εξ εκτός, πρβλ. εξιτήριο).
4. Συνέντευξη, η: ουσ. < μτγν. συνέντευξις, ἡ (=αρχική σημ. «τυχαία συνάντηση») < πρόθ. σύν + ἔντευξις < ἐντυγχάνω (=συναντώ τυχαία) < ἐν + τυγχάνω (θ. τευχ-, τυχ-). Η πρόθ. συν δηλώνει γενικά το μαζί με, που φαίνεται και στη λέξη συνέντευξη, η οποία σημαίνει: προκαθορισμένη συνάντηση και συνομιλία με ορισμένο πρόσωπο ή πρόσωπα.
5. Υπερασπίζω: ρήμα < μτγν. ὑπερασπίζω < πρόθ. ὑπέρ + ἀσπίζω (=προστατεύω) < ἀσπίς, ἡ (-ίδος). Η πρόθ. υπέρ σημαίνει: i) το επάνω και ii) (μτφρ.) υπεράσπιση ή σκοπό. Η σημερινή σημ. φαίνεται καθαρά στο νεοελληνικό μας ρήμα: α) προστατεύω κάποιον, υποστηρίζω κάποιον με θέρμη, β) (Νομ.) συνηγορώ για κάποιον στο δικαστήριο.
6. Περιουσία, η: ουσ. < αρχ. λ. περιουσία, ἡ (=αρχική σημ.: «ό,τι περιβάλλει κάποιον, τα αποκτήματά του) < ρ. περίειμι < πρόθ. περί + εἰμί (=είμαι). Η πρόθ. περί έχει πολλές σημασίες, μεταξύ των οποίων συχνότερη στη νεοελληνική γλώσσα είναι του πέριξ, γύρω από.
Σημασία: α) τα υπάρχοντα υλικά αγαθά ενός προσώπου, β) μεγάλο χρηματικό ποσό, τα πολλά λεφτά, γ) (μτφ.) ό,τι αξιόλογο διαθέτει κανείς.
7. Εξοχή, η: ουσ. < αρχ. λ. ἐξοχή, ἡ (=αρχική σημ.: «εξόγκωμα, προεξοχή» < ρ. ἐξέχω < πρόθ. ἐξ- + ἔχω (με ετεροίωση του -ε- σε -ο-). Σημασία: α) κάτι που εξέχει αναφορικά με μια επιφάνεια, β) ύπαιθρος, περιοχή έξω από τις πόλεις, κατάλληλη για παραθερισμό· στη σημ. αυτή φαίνεται και η βασική έννοια της πρόθ. εξ (εκτός, έξω) // Φρ. κατ’ εξοχήν / κατεξοχήν (=κατά κύριο λόγο, κυρίως)
8. Πρόσωπο, το: ουσ. < αρχ. λ. πρόσωπον, τό < πρόθ. προς + ὤψ, ἡ (γεν. ὠπός) (=οφθαλμός, όψη). Η πρόθ. προς έχει τη σημασία του μπροστά, κοντά· επομένως η λ. πρόσωπον αρχικά σήμαινε: «το μέρος του κεφαλιού που βρίσκεται μπροστά, κοντά στην πλευρά των ματιών». Στη νεοελληνική εκτός από τη βασική σημασία: «το μπροστινό μέρος της κεφαλής του ανθρώπου, η όψη, το μούτρο» η λ. απόκτησε ποικιλία άλλων σημασιών.
9. Ξύπνιος, -ια, -ιο: επίθετο < μσν. ξυπνός< μτγν. ἔξυπνος, ο, η, ον < πρόθ. ἐξ + ὕπνος. Η σημ. της πρόθεσης εκ ως πρώτου συνθετικού είναι πολλαπλή: ί) προσπάθεια που οδηγεί σε μια κατάσταση· π.χ. εκ-δημοκρατισμός, ii) έμφαση· π.χ. εκ-πεσμός, iii) αφαίρεση· π.χ. εκ- θεμελίωση, ίν) κατεύθυνση προς τα έξω· π.χ. εκ-βάλλω. Με την τελευταία σημ. απαντά στη λέξη μας. Σημασία: α) αυτός που δεν κοιμάται, β) (μτφ.) αυτός που έχει οξεία αντίληψη, ο έξυπνος, γ) (ειρων.) αυτός που προσποιείται τον έξυπνο.
Συντμήσεις: αντίθ. = αντίθετο, αρχ. = αρχαίο (-ο), γεν. = γενική, ειρων. = ειρωνικά, επίθ. = επίθετο, θ. = θέμα, κ.ά. = και άλλα, λ. = λέξη, μεσν. = μεσαιωνική (-ή), μτγν. = μεταγενέστερο, μτφ = μεταφορικά, Νομ. = Νομικός όρος, ουσ. = ουσιαστικό, πρβλ. = παράβαλε, πρόθ. = πρόθεση, ρ. = ρήμα, σημ. = σημασία.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!