Οι εικόνες της βαρβαρότητας που συνοδεύουν την επανεπικράτηση των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν και ο μικρός χρόνος μέσα στον οποίο αυτή επετεύχθη, τόσο σε απόλυτες τιμές, όσο και συγκριτικά με την εικοσαετή και -εν τέλει- ατελέσφορη πολεμική προσπάθεια των Αμερικανών, φοβάμαι πως επιβεβαιώνουν αυτά που έγραφα ως φοιτητής Ιατρικής του ΑΠΘ, τον Νοέμβριο του 2002, για την τρομοκρατία που το ανάπτυγμα της φρίκης της εκτείνεται από τους Τσετσένους στους Ταλιμπάν και από τη Μόσχα στην Καμπούλ και τη Νέα Υόρκη.
Αυτά που έγραφα για τη θέση της γυναίκας στον σύγχρονο κόσμο και για τον φόβο του ακραίου Ισλαμαπέναντι στην αρχαία πολιτισμική κληρονομιά. Από τους αρχαίους Βούδες που ισοπέδωσαν οι Ταλιμπάν το 2002, στον άτυχο, διαπρεπή αρχαιολόγο που φόνευσαν το 2021 μπροστά στις κάμερες και από τις Τσετσένες«μαύρες χήρες» που κάτω από τις μπούργκες τους κρύβανε τον θάνατο, στις Αφγανές που δίνουν τα μωρά τους στους Αμερικανούς στρατιώτες για να μην πέσουν στα χέρια του νέου καθεστώτος….
Ο ΒΟΥΔΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΖΩΝΕΣ ΑΓΝΟΤΗΤΑΣ
ένας φοιτητής ιατρικής έγραφε…..
“All the world’ s a stage and all the men and womenmerely players: they have their exits and their entrancesand one man in his time plays many parts” ( Όλος ο κόσμος είναι μια σκηνή και όλοι οι άντρες και οι γυναίκες απλοί ηθοποιοί: έχουν τις εξόδους και τις εισόδους τους και κάθε άνθρωπος στον χρόνο του παίζει πολλούς ρόλους) όπως ανέφερε, προφητικά, στο έργο του ο Σαίξπηρ. Προφητικά γιατί, στις μέρες μας, διαπιστώσαμε δραματικά το επίκαιρο της παραπάνω φράσης βλέποντας τις σκηνές που μετέδιδαν τα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία από το καταληφθέν υπό των Τσετσένων τρομοκρατών θέατρο της Μόσχας. Προφητικά γιατί, στους θεατρικά παράλογους καιρούς μας, είδαμε την ‘ποιητική αδεία’ της ελισαβετιανής εποχής να συναντά την κυριολεκτική επαλήθευσή της στη σκηνή ενός θεάτρου της μετακομουνιστικής Ρωσίας.
Είναι πραγματικά οδυνηρές οι εικόνες που έφτασαν στους δέκτες μας. Δεκάδες αθώων θυμάτων που δεν άντεξαν το αναισθητικό αέριο και από ανυποψίαστοι θεατές μιας μουσικοχορευτικής παράστασης μετατράπηκαν σε βουβό, τραγικό χορό των νεκρών ενός παγκόσμιου δράματος· και ανάμεσα σε αυτούς, με τους μαύρους φερετζέδες να καλύπτουν ακόμη τα πρόσωπά τους, οι γυναίκες της τρομοκρατικής ομάδας των Τσετσένων. Ζωσμένες με τα εκρηκτικά που δεν πρόλαβαν να πυροδοτήσουν, ριγμένες στις πορφυρές καρέκλες, με τη στάση των σωμάτων τους παγωμένη στη στιγμή όπου τις βρήκε, ο θάνατος, σαν ύπνος.
Ακόμη και ο πιο αισιόδοξος δεν μπορεί να αμφισβητήσει πως η τρομοκρατία έχει πάρει πια παγκόσμιες διαστάσεις, καθώς αναδεικνύεται εξακολουθητικά η ογκούμενη αντιπαλότητα του Δυτικού με τον Μουσουλμανικό κόσμο. Φανατικοί ισλαμιστές δολοφονούν, σχεδόν καθημερινά, αθώους υπενθυμίζοντας στην περιχαρακωμένη, ομφαλοσκοπική ευημερία του δυτικού μας πολιτισμού πως δεν υπάρχουν πια ασφαλείς τόποι. Από τη μια στιγμή στην άλλη η Νέα Υόρκη μπορεί να μετατραπεί σε Βηρυτό, η Μόσχα σε Ραμάλα και το Μπαλί σε Σεράγεβο. Δίπλα στην χωρίς περιστροφές καταδίκη της τυφλής βίας των τρομοκρατών πιστεύουμε ότι χωρούνε, έστω ως υποσημείωση, κάποιες παρατηρήσεις.
Ας σταθούμε για λίγο στις γυναίκες του θεάτρου της Μόσχας, σ’ αυτό το σαικσπηρικό “and women”, σ’ αυτές τις επονομαζόμενες και ‘ μαύρες χήρες’ που, έχοντας χάσει τους άντρες τους στον πόλεμο της Τσετσενίας, εισέβαλαν στο θέατρο για να σκοτώσουν αθώους, για να εκδικηθούν, για να εκβιάσουν την κατάπαυση του πυρός, για να υπερασπιστούν την ανεξαρτησία της πατρίδας τους. Μιας πατρίδας της οποίας ο ισλαμικός νόμος τις ντύνει με ολόσωμα τσαντόρ, μιας πατρίδας που έχει δικαίωμα στην αυτοδιάθεση, έστω και αν αρνείται, φονταμενταλικά, στις γυναίκες της το δικαίωμα αυτό. Ο αποτροπιασμός μας αναμειγνύεται με έναν ασυνείδητο φόβο, καθώς βλέπουμε την φύσει και θέσει ευαίσθητη θηλυκότητα, την προικισμένη με το δώρο της μητρότητας και την προορισμένη να γεννήσει ζωή, να μετατρέπεται σε δολοφόνο που κρύβει στον κόρφο του εκρηκτικά. Δεν είναι όμως μόνο το μίσος και ο περιθωριακός φανατισμός υπεύθυνοι για αυτήν τη φρικτή μετάλλαξη. Για την πυροδότηση των συμπεριφορών της τυφλής βίας μεγάλο μερίδιο ευθύνης βαρύνει και την αλαζονεία του Δυτικού κόσμου που, είτε πιστεύει πως κατέχει την απόλυτη πολιτισμική αλήθεια και προσπαθεί να την επιβάλλει μονολιθικά στους ‘αδύνατους’ και ‘διαφορετικούς’ (εν προκειμένω μουσουλμανικούς πληθυσμούς), είτε προωθεί βάναυσα και απροκάλυπτα τα γεωπολιτικά και οικονομικά του συμφέροντα εις βάρος των τελευταίων.
Αναμφισβήτητα το Ισλάμ, στις ακραίες θεολογικές μορφές και πολιτικές εφαρμογές του, υποτιμά –κοντά στα άλλα- τη γυναίκα, την απογυμνώνει από κάθε θεμελιακό δικαίωμα, ενώ ταυτόχρονα την υποχρεώνει να καλύπτεται ολόσωμα αφήνοντας το παράπονο και την γοητευτική προσδοκία της θηλυκιάς Ανατολής να ξεχειλίζει απ’ τη γραμμή των ματιών του φερετζέ. Τα παραπάνω τα είδαμε να αποτυπώνονται στις σκηνές που προέβαλλαν, με συνέπεια σχεδόν προπαγανδιστική, τα τηλεοπτικά δίκτυα, καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου στο Αφγανιστάν. Σκηνές απείρου κάλλους όπου οι Ταλιμπάν χτυπούσανε βάναυσα με σιδερόβεργες τις μαντηλοφορεμένες γυναίκες τους επειδή εκείνες διεκδικούσαν το δικαίωμά στην παιδεία.
Πριν όμως αποδώσουμε εύσημα στον φιλελεύθερο Δυτικό μας πολιτισμό που έσπευσε δυναμικά στα ενδότερα της Ασίας για να εγκαταστήσει ένα πιο πολιτισμένο και πιο συμβατό με τα δικά του πρότυπα καθεστώς, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και κάποιες άλλες ειδήσεις που περνούνε στα ‘ψιλά’ της ενημέρωσης. Ειδήσεις που αναφέρουν πως τέσσερις Αμερικανοί στρατιωτικοί που επέστρεψαν από την εκστρατεία του Αφγανιστάν σκότωσαν τις γυναίκες τους πάνω σε ενδοοικογενειακή διαμάχη.
Ίσως προσφέρονται για παραλληλισμούς και για εξαγωγή συμπερασμάτων οι κοινωνιολογικές μελέτες που καταδεικνύουν δραματική αύξηση των κρουσμάτων συζυγικής βίας στα ανδρόγυνα όπου ο σύζυγος μετείχε στα εκστρατευτικά σώματα που οι σύγχρονοι σταυροφόροι έχουν εξαπολύσει ανά την υφήλιο.
Και επειδή εκτός από τους παραλληλισμούς του παρόντος πολύτιμοι είναι και οι παραλληλισμοί της ιστορίας, ας μη διαφεύγουν από την πολιτισμική μας μνήμη οι ‘ζώνες αγνότητας’ που αναγκάζονταν να φορούν οι γυναίκες των σταυροφόρων του Μεσαίωνα για να είναι σίγουροι οι τελευταίοι πως δε θα τους απατήσουν κατά τη διάρκεια της απουσίας τους στην εκστρατεία εναντίον των πολιτισμικά υποδεέστερων, ‘απίστων’ Αράβων.
Φυσικά όταν, σήμερα, βλέπουμε τη Δυτική πολεμική μηχανή να οργανώνει καινούριες σταυροφορίες στο Ιράκ και τον μεγαλομανή Σαντάμ να ταυτίζεται με τον θρυλικό Σαλαντίν – τον Άραβα Σουλτάνο που έδιωξε τους ‘άπιστους’ σταυροφόρους από την Ιερουσαλήμ- βρίσκουμε αμέσως άλλοθι για τους βομβαρδισμούς των αμάχων χαρακτηρίζοντας τον Ιρακινό ηγέτη τρελό.
Και μιας και η κουβέντα έφτασε στα περί διαπολιτισμικής ψυχικής νόσου αξίζει να αναφέρουμε πως το 705 μ.Χ., όταν η Αμερική περίμενε τις καραβέλες του Κολόμβου να την ανακαλύψουν και η Χριστιανική Ευρώπη έκαιγε τους «τρελούς» της στην πυρά επειδή απλώς ήτανε διαφορετικοί, ο Αραβικός πολιτισμός ίδρυε στη Βαγδάτη το πρώτο ψυχιατρείο.
Στη βάση πολλών από τα δεινά που αντιμετωπίζει ο σημερινός δυτικός (ή δυτικοποιημένος) πολιτισμός βρίσκεται η απουσία ανοχής της διαφορετικότητας. Τα δύσκαμπτα και αλαζονικά –πολλές φορές – πολιτιστικά μας πρότυπα αδυνατούν να συνυπάρξουν και να αλληλεπιδράσουν με το διαφορετικό και προτού επιχειρήσουμε να τα επιβάλλουμε αποικιοκρατικά στους ‘απολίτιστους’ μουσουλμάνους που δέρνουν τις γυναίκες τους, πρέπει να αναλογιστούμε το ηθικό περιεχόμενο των δικών μας κοινωνιών που εξευτελίζουν διαφημιστικά το γυναικείο σώμα και εμπορεύονται καταναλωτικά τη γυναικεία αξιοπρέπεια, σε κάθε ευκαιρία και παρά την αδιαμφισβήτητη πρόοδο των κοινωνικών ελευθεριών.
Αρκετό καιρό πριν από την τρομοκρατική επίθεση στο Μανχάταν και τον πόλεμο στο Αφγανιστάν οι Ταλιμπάν είχανε καταστρέψει δυο μεγάλα αγάλματα, με τη μορφή του Βούδα, που βρίσκονταν -από την αρχαιότητα- στην επαρχία Μπαμπιγιάν του Αφγανιστάν. Επιτέθηκαν, λοιπόν, οι μουλάδες, με πυρά βαρέως πυροβολικού στα γιγαντιαία γλυπτά και τα κονιορτοποίησαν, θέλοντας να εξαφανίσουν τα ίχνη του βουδιστικού πολιτισμού από τη χώρα τους. Όπως ακριβώς ισοπέδωσαν και τους ουρανοξύστες που υψώνονταν ως φαραωνικά μνημεία της ματαιοδοξίας του Δυτικού μας πολιτισμού.
Οι δίδυμοι πύργοι, που ατένιζαν ως σύγχρονοι υπερμεγέθεις Βούδες την τεχνοκρατική νιρβάνα του νεοϋορκέζικου ορίζοντα επλήγησαν από τον ίδιο τυφλό φανατισμό που γκρέμισε και τα αγάλματα του Μπαμπιγιάν. Έπεσαν θύματα του μίσους για το διαφορετικό, για το «άλλο». Την ίδια όμως άρνηση της πολιτισμικής διαφορετικότητας εμφανίζει και η Δύση, όταν επιχειρεί να επιβάλλει αδιακρίτως την πολιτιστική ομογενοποίηση, όταν αντιλαμβάνεται την ιστορία ως μια διαδικασία μονόδρομης σύγκρουσης και όχι πολύτροπης σύνθεσης των διαφορετικών πολιτισμών. Το ‘σωστό’ και το ‘λάθος δεν αποτελούν αποκλειστικότητα κανενός πολιτισμού και κάθε λαός καλείται να διαδραματίσει τον ιστορικό του ρόλο όχι μέσα από την επιβολή αλλά μέσα από την συνθετική προσαρμογή στις μεταβαλλόμενες απαιτήσεις της σκηνής του θεάτρου της παγκόσμιας ιστορίας.
Οι κατεστραμμένοι Βούδες του Αφγανιστάν θα βρούνε τη θέση της δικαίωσής τους στον ιστορικό χρόνο δίπλα στα ακρωτηριασμένα και ανεπίστρεπτα –ακόμη- ελγίνεια της αποικιοκρατίας των ‘πολιτισμένων’ Δυτικών. Καθώς οι ζώνες αγνότητας της καταναλωτικής ευημερίας αδυνατούν να προφυλάξουν τη διερρηγμένη αθωότητα του δυτικού μας πολιτισμού, ίσως έχουμε να διδαχτούμε κάτι από τα λόγια του στρατηγού Μακρυγιάννη: «βρήκα δυο αγάλματα περίφημα, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, ως και οι φλέβες φαίνονταν………γιατί γι’ αυτά πολεμήσαμε». Ίσως σε μια τέτοια προσέγγιση των συγκρούσεων, της ιστορίας και της διαφορετικότητας, τόσο στο επίπεδο των δύο φύλων όσο και στο επίπεδο των λαών, να εμπεριέχεται η δυνατότητα της ισόρροπης, ειρηνικής και δημιουργικής συμμετοχής όλων των ανθρώπων στο διαπολιτισμικό κεκτημένο.
Xρίστος Χ. Λιάπης MD, MSc,PhD
Ψυχίατρος – Διδάκτωρ Παν/μίου Αθηνών
Πρόεδρος ΔΣ ΚΕΘΕΑ