Του ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΑΥΛΩΝΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Mr. Th.
Χωρίς καμμιά ἀμφιβολία ἡ Πάτμος εἶναι τόπος ἱερός. Εἶναι δεύτερη μετά τά Ἱεροσόλυμα. Τόπος Θεοβάδιστος ὁ ἕνας. Θεοφάνειας ὁ ἄλλος. Γιατί ἄραγε ἡ Πάτμος μας εἶναι ἱερός τόπος; Τό γράφει καθαρά ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης στήν Ἀποκάλυψη: «Ἐγώ Ἰωάννης… ἐγενόμην ἐν τῇ νήσῳ τῇ καλουμένῃ Πάτμῳ διά τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί διά τήν μαρτυρίαν Ἰησοῦ Χριστοῦ… ὅ βλέπεις, γράψον εἰς βιβλίον καί πέμψον ταῖς ἑπτά ἐκκλησίας…» (Ἀποκάλ. 1, 9-11).
Ναί. Ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ, πού ἔσκισε στά τρία τό βράχο, σ’ ἔνδειξη τῆς τριαδικότητάς Του, μαλάκωσε τήν ἁλυσίδα τῆς φυλακῆς καί τόν κάνει ἕτοιμο νά δεχτεῖ τό μεγάλο μά δυσερμήνευτο ἀκόμα μήνυμά Του. Γιά μᾶς σήμερα μένει χωρίς ἑρμηνεία, λέμε ὅλοι μας ἡ Ἀποκάλυψη. Δέν ἀκριβολογοῦμε ὅμως. Γιατί τό ὅραμα τοῦ Ἰωάννη εἶναι πέρα ἀπό τόν ἀνθρώπινο λόγο. Εἶναι ἄρρητο μήνυμα καί σάν τέτοιο πού εἶναι ἀποκαλύπτεται μόνον στόν καθρέπτη τοῦ ἀνθρώπινου μυστηρίου. Γι’ αὐτό, λοιπόν, ἡ ἱερή προσταγή εἶναι κατηγορηματική: «λῦσαι τό ὑπόδημα ἐκ τῶν ποδῶν σου• ὁ γάρ τόπος, ἐν ᾧ ἕστηκας, γῆ ἁγία ἐστίν» (Ἐξόδ. 3,5).
Ὁ Ἰωάννης βρέθηκε φυλακισμένος στό σπήλαιο τῆς Πάτμου γιά τόν «λόγον καί τήν μαρτυρίαν Ἰησοῦ Χριστοῦ». Ἀλλά αὐτό τό ρῆμα «μαρτυρία Ἰησοῦ Χριστοῦ» λέει πολλά. Ἐκφράζει πρῶτα-πρῶτα ὅλο τό μυστήριο καί τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἀκόμα ἡ οὐσία τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.
Στό 1,10 τῆς Ἀποκάλυψης βλέπουμε τή κλήση τοῦ Εὐαγγελιστῆ-προφήτη πού εἶναι ἀνάλογη μέ τήν κλήση τῶν προφητῶν τῆς Π. Δ. καί συγκεκριμένα τοῦ Ἰεζεκιήλ. Ἀκολουθεῖ ἡ ἔκφραση τῆς κρίσεως τοῦ Θεοῦ, γιά τήν Ἐκκλησία (7 λυχνίες), γιά τά ἔθνη καί τέλος φαίνεται καθαρά ἡ νέα ζωή, ὁ ἀναγεννημένος λαός τοῦ Θεοῦ.
Τό 1,12 «βλέπειν τήν φωνήν» εἶναι μία παραδοξολογία τοῦ συγγραφέα πού δείχνει τή θεολογική διάσταση τῆς προφητείας. Στή συνέχεια 1,13 καί 1,18 τό κείμενο μιλάει γιά τόν Ἰησοῦ. Ἡ Βίβλος ὅταν μιλάει γιά τό Θεό τόν ἀναφέρει μέ ὅρους ἱστορικούς, πάντως ὄχι φιλοσοφικές (ὤν, ὄντος ὄν κλπ.). Ὁ ἱστορικός Ἰησοῦς εἶναι Ἐκεῖνος πού σαρκώθηκε, σταυρώθηκε καί ἀναστήθηκε. Εἶναι «ὁ πρῶτος καί ὁ ἔσχατος» τῆς Ἀποκάλυψης.
ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΦΕΣΟΥ (2,1 – 7).
Εἶναι Ἐκκλησία πιστή. Τελευταῖα, ὅμως, τήν χαρακτηρίζει μιά ψυχρότητα. Τρεῖς προστακτικές στή σειρά (μνημόνευε, μετανόησον-ποίησον) τήν ἀνακαλοῦν στήν πρώτη της θέση καί ἄϊγλη. Ὑπομένει τήν καταπίεση καί διέρχεται μεγάλη θλίψη. Στό 2,3 στή λέξη «ὄνομα» πρέπει νά δοῦμε ἕνα εἶδος μεσσιακοῦ στρατοῦ σχετικό μέ τόν Ρωμαϊκό στρατό. Τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ τονίζεται ἐδῶ σέ ἀντίθεση μέ τό ὄνομα τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς ἄλλης παρατάξεως.
ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ (2,8 – 11).
Εἶναι Ἐκκλησία τῆς ἀρετῆς, τῆς ὑπομονῆς καί τῆς θλίψεως. Ἡ ἀρετή της θά δοκιμαστεῖ. Πάντως θά μείνει ἀμόλυντη.
ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΓΑΜΟΥ (2,12 – 17).
Εἶναι Ἐκκλησία τῆς πίστεως, ἄν καί στήν περιφέρειά της βρίσκεται «ὁ θρόνος τοῦ Σατανᾶ», τό περίφημο εἰδωλολατρικό ἱερό τοῦ Δία.
ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΩΝ ΘΥΓΑΤΕΙΡΩΝ (2,18 – 29).
Ἐκκλησία πίστεως, ὑπομονῆς, ἀγάπης καί διακονίας. Πλήν ὅμως ἄφησε ἐλεύθερη τήν Ἰεζάβελ νά «διδάσκει καί πλανᾶ τούς ἐμούς δούλους πορνεῦσαι…» (2,20). Ἀσφαλῶς δέν πρόκειται περί πορνείας μέ τή σεξουαλική σημασία, ἀλλά πρόκειται περί τῆς θρησκευτικῆς ἀποστασίας.
ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΑΡΔΕΩΝ (3,1 – 6).
Ἐκκλησία νεκρή. Ἰσχνή καί ἀποδυναμωμένη ἀπό τίς πολλές της ἁμαρτίες, «οἶδά σου τά ἔργα, ὅτι ὄνομα ἔχεις, ὅτι ζεῖς, καί νεκρός εἴ».
ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑΣ (3,7 – 13).
Ἐκκλησία ἱεραποστολῆς. Μέ τό λόγο τῆς ὑπομονῆς θά ἀντισταθεῖ στόν πειρασμό τῆς κρίσεως πού πρόκειται νἄρθει στόν κόσμο. Ἀλλά ποιός εἶναι ὁ πειρασμός; Πολλές φορές λέμε, πώς ὁ κόσμος συνεχῶς προόδευε καί προοδεύει. Σταματᾶμε, ὅμως, στά τελευταῖα χρόνια, γιατί παρατηροῦμε ἕναν κλονισμό στήν πρόοδο, γενικά, σέ ὅλους τούς τομεῖς τῆς ἀνθρώπινης δραστηριότητας. Ὁ Ἰωάννης ἐδῶ μιλάει σάν Ἑβραῖος. Πρίν ἔρθει τό τελικό καλό, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὁ κόσμος θά περάσει ἀπό τή μεγαλύτερη κρίση. Δηλαδή, ὅλες οἱ δυνάμεις τοῦ Κακοῦ θά συσπειρωθοῦν ἐναντίον αὐτοῦ τοῦ Καλοῦ, χωρίς φυσικά νά πετύχουν κάτι ἐναντίον του. Γι’ αὐτό ἡ βασική προσευχή τοῦ χριστιανοῦ τελειώνει μέ τή φράση: «ἀλλά ρῦσαι ὑμᾶς, ἀπό τοῦ πονηροῦ».
ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΛΑΟΔΙΚΕΙΑΣ (3,14 – 22).
Ἐδῶ μιλάει ὁ ἀποκαλυφθείς Θεός πού ἔχει μπεῖ στήν ἱστορία τοῦ λαοῦ του. «Ὁ Ἀμήν» πού πάει νά πεῖ ὁ γνήσιος, ὁ ἀληθινός. Ἡ λαοδίκεια εἶναι ὁ τύπος τῆς χλιαρῆς Ἐκκλησίας, πού προκαλεῖ τήν ἀηδία. Σάν πόλη φημιζόταν γιά τήν περίφημη ὀφθαλμολογική της σχολή.
Σχολιάζοντας συμπερασματικά τά τρία πρῶτα κεφάλαια τῆς Ἀποκάλυψης δέν θά πρέπει ἀσφαλῶς νά μᾶς ξεφύγει ἡ ἔννοια, σάν βίωμα καί πράξη, τοῦ συμβιβασμοῦ. Ὁ χριστιανισμός δέν συμβιβάζεται οὔτε δέχεται κάτι πού εἶναι ξένο πρός τήν οὐσία του, δηλαδή τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκόμα φανερή εἶναι ἡ ἰδεολογία τῆς ἀναγκαιότητας τοῦ «κοινοῦ οὐρανοῦ» καί τῆς «καινῆς γῆς», ἐνῶ ἡ δική μας ἀναγκαιότητα σήμερα δέν εἶναι παρά οἰκονομική καί κοινωνική. Στόν ἄγγελο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Φιλαδελφείας ὁ Ἰησοῦς παράγγειλε: «τηρήσω σε ἐκ τῆς ὥρας τοῦ πειρασμοῦ». Φαίνεται καθαρά ἐδῶ ἡ ἔναρξη τῆς κυριαρχίας τοῦ Κακοῦ, πού μέσα σ’ ἕνα ἐπικάλυμμα πνευματικῆς ἐμπειρίας παρουσιάζεται σάν Καλό. Γι αὐτό τονίζει ἐδῶ ὁ ἱερός συγγραφέας τό ρόλο τοῦ χριστιανισμοῦ, πού δέν μπορεῖ νά εἶναι ἄλλος ἀπό ἕνα χριστιανισμό ἀντιστάσεως. Καί ἡ διακριτικότητα τοῦ Θεοῦ εἶναι τό σημαντικότερο σημερῖο τῆς προσοχῆς μας. «Στέκομαι στή πόρτα καί κρούω. Δέν μπαίνω στό σπίτι τῆς ψυχῆς σας. Περιμένω νά μοῦ ἀνοίξετε. Ἀλλά γιατί δέν μοῦ ἀνοίγετε; Ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται, διστάζει ν’ ἀνοίξει. Αὐτά σέ γενικές γραμμές εἶναι τά μηνύματα πού μᾶς ἔρχονται ἀπ’ τοῦ γαλάζιου μας Αἰγαίου τό Ἱερονήσι. Μηνύματα μέ παλμούς ζωῆς, μέ πίστη, μέ ἐλπίδα. Καί ὅλα αὐτά ἀπό ἕνα τόσο μικρό, σκοτεινό κι ἀπόμερο σπήλαιο τῆς μεγάλης σέ παράδοση Πάτμου μας.