Μια κριτική ενός δημοφιλούς είδους τέχνης κινείται πολύ συχνά μεταξύ συμπληγάδων. Από την μία, εκφυλίζεται σε μια ακατάσχετη ηθικολογία, η οποία είναι απόλυτη, διχαστική και εν τέλει αντιπαραγωγική, ακόμα και κακόπιστη. Από την άλλη, μπορεί να θεωρηθεί πως είναι απλά μια καταδίκη οτιδήποτε δημοφιλούς και “λαϊκού”, που γράφεται από μια αποκομμένη ελίτ για να διαβάζεται πάλι από την ίδια αυτή αποκομμένη ελίτ.
Με αλλά λόγια, η επισήμανση των παθογενειών ορισμένων τάσεων της σύγχρονης μαζικής μουσικής δεν πρέπει να οδηγήσει στην θεοποίηση του παρελθόντος . Ωστόσο και τότε υπήρχαν οι ίδιες παθογένειες και τα ίδια θετικά πρότυπα, απλά η έκφραση τους γίνονταν διαφορετικά και η μορφή τους, τόσο σε θέμα περιεχομένου όσο και από άποψη μουσικής, προσαρμόζονταν στα εκάστοτε δεδομένα της εποχής και της περιοχής.
Ένα μεγάλο μέρος της μουσικής που ακούει η λεγόμενη νέα γενιά είναι γεμάτο με αναφορές στην βία και στερεοτυπικά, προσβλητικά πορτραίτα πολλών κοινωνικών ομάδων, κατά βάση των πιο αδυνάμων και περιθωριοποιημένων. Η διαπίστωση αυτήν δεν σημαίνει πως οι νέοι έχουν διαφθαρεί από κάποια αόρατα κέντρα, που θέλουν να τους κάνουν βίαιους εγκληματίες. Η μουσική που ακούν τα μεγαλύτερα αδέρφια και οι γονείς τους δεν παρέχει και ριζικά καλύτερα πρότυπα, άσχετα αν η οποία υποτίμηση των γυναικών ή άλλων κοινωνικών ομάδων περνάει πιο ήπια και “ρομαντικά”. Σε κάθε περίπτωση, η μαζική κουλτούρα στον χώρο της μουσικής είναι διαποτισμένη από αναφορές στο αλάνθαστο, δοκιμασμένο στο εξωτερικό πρότυπο “χρήματα και γυναίκες”. Κατά βάση, η επιτυχία σε αυτό επιτυγχάνεται με τρόπους αμφιλεγόμενους στην καλύτερη και παράνομους στην χειρότερη.
Οι (ως επί το πλείστον) άντρες δημιουργοί αντιλαμβάνονται τις γυναίκες με υλικούς όρους. Είναι αντικείμενα, πολύτιμα μεν αλλά και πάλι αντικείμενα. Χρησιμεύουν σαν ένα ακόμα αξεσουάρ, λίγο πιο περίτεχνο και ακριβό από τα υπόλοιπα. Μπορεί να είναι πολύτιμα βραβεία, που ο καλύτερος στο “παιχνίδι” μπορεί να κερδίσει, αρπάζοντας τα πολλές φορές από τον χαμένο της υπόθεσης. Ως αρετή για τις γυναίκες θεωρείται η απόλυτη υποταγή στον αφέντη τους.
Η ίδια μουσική αυτή καταφέρνει και παρουσιάζεται ως ανατρεπτική. Προωθείται κάποιες η ανατροπή της παρούσας τάξης πραγμάτων αλλά ακόμη συχνότερα το απλό, τυποποιημένο μίσος απέναντι στο κράτος και τους φορείς του. Έτσι, ορισμένοι δεν διστάζουν να την χαρακτηρίσουν ως μια ακόμα εκδήλωση της νεανικής επαναστατικότητας. Οι νέοι, λένε, θέλουν μουσική που να αναπαραγάγει τα οράματα τους για μια ριζικά διαφορετική, καλύτερη κοινωνία. Το κύριο πρόβλημα με αυτόν τον συλλογισμό είναι πως η ανατροπή που ευαγγελίζονται οι στίχοι των τραγουδιών αυτών είναι εντελώς επιφανειακή, αν όχι ανύπαρκτη. Εξυπηρετεί απόλυτα προσωπικούς σκοπούς και δεν στοχεύει πάρα στην αντικατάσταση των δομών ακριβώς που καταγγέλλονται ως καταπιεστικές από την κυριαρχία αυτών που μέσω της φυσικής επιλογής κέρδισαν στο “παιχνίδι”. Ακόμα όμως και να προωθούσαν την οποία ριζική αλλαγή, πρέπει να αναρωτηθεί κάνεις αν αυτή μπορεί να έρθει(και βέβαια αν πρέπει να έρθει) με την βία και τον ταυτόχρονο παραγκωνισμό ενός μεγάλου κομματιού της κοινωνίας. Σε όλη την πορεία της ιστορίας δεν πρέπει να οδηγήθηκαν ποτέ οι νέοι σε επανάσταση από ένα τραγούδι που μέσα σε λιγότερο από πέντε λεπτά εκθείαζε την ζωή ενός εμπόρου ναρκωτικών.
Βέβαια, δεν χρειάζεται πανικός. Ούτε και χρειάζεται ποτέ, σε θέματα που αφορούν την τέχνη. Από αυτούς που ακούν τραγούδια με την συγκεκριμένη θεματολογία, ελάχιστοι θα γίνουν έμποροι ναρκωτικών κι ακόμα λιγότεροι θα συγκρουστούν με την αστυνομία. Από αυτούς, σχεδόν κανένας δεν θα το κάνει λόγω της μουσικής που άκουγε όταν ήταν 16. Ακόμα κι αν κάποιος ισχυριστεί πως ήταν η ακρόαση του τάδε ή του δείνα τραγουδιού που τον ώθησε στην παρανομία, είναι εύλογο να υποθέσει κάνεις πως η ζωή του θα είχε την ίδια εξέλιξη άσχετα από το είδος της μουσικής που άκουγε. Ο κίνδυνος βρίσκεται στο ότι μέσω της μουσικής, και γενικά της μαζικής τέχνης, αντανακλάται το σύστημα αξιών, η ιδεολογία μιας κοινωνίας. Δεν είναι δυνατό σε εποχή που η εξάλειψη κάθε μορφής διακρίσεων ειναι καθ’οδόν να κανονικοποιουνται βλαβερές συμπεριφορές κάθε είδους. Δύσκολα θα δελεαστεί να χτυπήσει κάνεις μια γυναίκα ή να πουλήσει ναρκωτικά από ένα τραγούδι, αλλά, όταν η μουσική που ακούει παρουσιάζει τέτοιες δραστηριότητες ως μέσα στα όρια του φυσιολογικού, είναι αναμενόμενο να απευαισθητοποιηθεί και να κανονικοποιησει τέτοιες συμπεριφορές.
Ο Ξενοφών έγραψε πως “τῷ κιθαρίζειν ἡμερωτέρους αὐτοὺς (τους παῖδας) ποιεῖν”. Η παιδαγωγική λειτουργία της μουσικής, λοιπόν, υπήρχε ανέκαθεν. Δεν θα χαθεί τώρα και τα τραγούδια που αξίζουν θα μείνουν μέσα από έναν πακτωλό κακής μουσικής, όπως γίνονταν σε κάθε εποχή. Όλο αυτό όμως, αν συντονιστούμε στην κατάλληλη συχνότητα.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΑΛΛΑ
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!