Της Βασιλικής Πάλλα
Η είδηση του θανάτου του 19χρονου Άλκη έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία. Δεν είναι η πρώτη φορά που ένα περιστατικό ομαδικής βίας φτάνει να γίνει πρωτοσέλιδο. Ειδικά στην Θεσσαλονίκη, μια πόλη που φαίνεται να κατέχει τα πρωτεία σε αυτόν τον τομέα, μια διάκριση αμφιβόλου αξίας.
Η πρόσφατη δολοφονική επίθεση όμως δεν ήταν απλά ένα ακόμη θέμα που θα αναλύονταν στα μεσημεριανά δελτία ειδήσεων ή σε κάποια βραδινή αθλητική εκπομπή, για να ξεχαστεί αμέσως μετά. Το κοινό έχει συνηθίσει σε εικόνες οπαδών να συμπλέκονται σε γήπεδα, ανταλλάσσοντας μαχαιριές μερικά μέτρα πάνω από το έδαφος.
Δύσκολα κάποιος μένει ασυγκίνητος σε ένα τόσο βάρβαρο θέαμα, αλλά η οργή που δημιουργείται στο ευρύ κοινό είναι νοερά αυτοπεριοριζομενη. Έχει γίνει αποδεκτό σαν ρόλος αυτών των ανθρώπων να γίνονται βίαιοι, να συμπεριφέρονται σαν παραστρατιωτικές μονάδες σε αντίπαλο έδαφος και να μην δείχνουν έλεος στους αντίπαλους τους.
Είναι χαμένη υπόθεση, σκέφτονται πολλοί, απαριθμώντας τις συμπλοκές φανατικών οπαδών αντιπάλων ομάδων. Ακόμα κι όταν θύματα είναι οπαδοί και φίλαθλοι που δέχτηκαν απρόκλητη επίθεση (όπως ο 28χρονος Τοσκο Μποζατζισκι), ακόμα κι αν τα συναισθήματα είναι πιο έντονα, το σκεπτικό είναι ίδιο. Αυτοί ήταν που επέλεξαν έναν επικίνδυνο τρόπο ζωής και αντιμετώπισαν τις συνέπειες του. Ήταν μοιραία η επικράτηση των ισχυρότερων. Άλλωστε κι εκείνοι δεν θα έδειχναν κάποιο έλεος, αν αντιστρέφονταν οι ρόλοι.
Στην περίπτωση του Άλκη όμως τα πράγματα άλλαξαν. Δεν ήταν κάποιος από αυτούς που αναμένονταν να δεχτεί βία. Ήταν κάτι το εντελώς απροσδόκητο και τυχαίο, κάτι που θα μπορούσε να συμβεί στον κάθε νέο της ηλικίας του. Δεν ανήκε σε κάποια περιθωριακή ομάδα. Ήταν φοιτητής, που απολάμβανε την φοιτητική του ζωή, αγχώνονταν για την εξεταστική του και έβγαινε με την παρέα του. Θα μπορούσε να είναι ο αγαπημένος γιος της μέσης ελληνικής οικογένειας. Ο θάνατος του, με τόσο βίαιο, μεθοδικό και ανηλεή τρόπο, ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Η κοινή γνώμη διέγνωσε μια ιεροσυλία, μια παραβίαση των καθιερωμένων. Ζητάει λοιπόν επιτακτικά διόρθωση της κατάστασης.
Σχεδόν κανείς δεν θα τολμήσει να ομολογήσει φωναχτά αυτές τις σκέψεις. Έτσι, οι εκάστοτε νεκροί γίνονται μάρτυρες για τις ομάδες τους, με κάποια κακογραμμένα συνθήματα και φτηνά πλαστικά καντήλια να θυμίζουν στους περαστικούς το σημείο που άφησαν την τελευταία τους πνοή μερικά νέα παιδιά.
Όλα αυτά βέβαια δεν πρέπει να γίνουν αντιληπτά σαν μια προσπάθεια να υποτιμηθεί ο θάνατος του Αλκη, γιατί ο τάδε ή ο δεινά νεκρός οπαδός δεν τιμήθηκε το ίδιο, ή να κατηγορηθεί για υποκρισία η κοινή γνώμη. Κάθε τέτοιος θάνατος είναι αποτέλεσμα της συσσώρευσης πολλών λανθασμένων αποφάσεων και κοινωνικών παθογενειών. Κάθε τέτοιος θάνατος, άσχετα από τους θύτες και τα θύματα, είναι μια φοβερή αδικία.
Ο θρήνος όμως δεν έχει νόημα, αν δεν γίνουν άμεσα διορθωτικά βήματα. Οίαρχαίοι Αθηναίοι το ήξεραν αυτό καλύτερα από τον καθέναν. Μετά την καταστροφή στους Αιγός Ποταμούς, όπου ολόκληρος ο στόλος τους χάθηκε, ολόκληρη η πόλη άρχισε να θρηνεί, μιας και όλοι είχαν χάσει κάποιον συγγενή τους. Το επόμενο πρωί ωστόσο, η αθηναϊκή δημοκρατία είχε την νηφαλιότητα να λάβει έκτακτα μέτρα για την προετοιμασία της πόλης για πολιορκία.
Ένας πολύ κοινός αφορισμός αναφέρει πως δεν υπάρχει πολιτική βούληση για την πάταξη της ομαδικής βίας. Αυτό μπορεί να ισχύει, αλλά υποδηλώνει κάτι εξίσου σοβαρό: ότι δεν υπάρχει θέληση από μεριάς των ψηφοφόρων να πιέσουν τους αντιπροσώπους τους σε αυτό το θέμα. Ολοκληρώνεται έτσι ένας κύκλος, που θέλει την ομαδική βία να είναι ένα ενδημικό φαινόμενο σε ορισμένες ομάδες ανθρώπων, σοβαρό μεν, ανίκανο να εξαλειφθεί δε.
Η αντίληψη αυτήν είναι που έχει παραδώσει ένα σημαντικό τμήμα της νεολαίας στον φανατισμό-κι όχι μόνο τον αθλητικό. Με την σιωπηρή αποδοχή διαφόρων ακραίων συμπεριφορών ως επώδυνου αλλά αναποσπάστου τμήματος της ζωής, βρέθηκαν μαθητές να χαιρετούν ναζιστικά στην Σταυρούπολη, να οδηγούν στην αυτοκτονία συμμαθητές τους. Φοιτητές κακοποίησαν τον πρύτανη της ΑΣΣΟΕ και συνομήλικοι τους σκότωσαν τον Αλκη.
Προφανώς και χρειάζεται να περιθωριοποιηθούν οι δράστες αυτών των εγκλημάτων. Όμως, το λάθος είναι η περιθωριοποίηση να γίνεται αυτοσκοπός και να επιτρέπει την άνθηση “ασφαλών χωρών”, όπου τα μη αποδεκτά αυτά φαινόμενα διαιωνίζονται. Η κοινωνία σαν σύνολο πρέπει να κινητοποιηθεί, ώστε να συντρίψει τις ακραία αντικοινωνικές αυτές τάσεις, επαναφέροντας στις τάξεις της τους παραπλανημενους και τιμωρώντας τους αυτουργούς.
Μπορεί αυτή η διαπίστωση να ακούγεται υπερβολικά αόριστη ή ανούσια. Στην πραγματικότητα, η όποια αοριστία οφείλεται στην πολύ πλατιά φύση των μέτρων που πρέπει να ληφθούν. Κι αυτή πρέπει να ξεκινάει από την καθημερινότητα και την προσωπική ζωή του καθενός και της καθεμίας.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!