ΗΛΙΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ,
ΦΙΛΟΛΟΓΟΥ
«Άδηλα γαρ τα των πολέμων, και εξ ολίγου τα πολλά και δι’ οργής αι επιχειρήσεις γίγνονται»
Ο Θουκυδίδης στοχεύοντας να μείνει το έργο του «κτήμα ες αεί» (αιώνιο απόκτημα) δηλώνει απερίφραστα πως ό,τι σχετίζεται με τον πόλεμο είναι αφανέρωτο, αβέβαιο και απρόβλεπτο. Αυτό το θεμελιώνει πάνω στο γεγονός πως ένα μικρό γεγονός μπορεί να γίνει η αιτία μεγάλων γεγονότων, αλλά και εκ του ότι κάποιες επιχειρήσεις γίνονται πάνω σε μία έξαψη του πάθους.
Κάποιοι αναλυτές του Ουκρανικού πολέμου διαβλέπουν μία δικαίωση – επιβεβαίωση του ιστορικού, αφού οι ρωσικές προβλέψεις για μία εύκολη και γρήγορη «επιχείρηση» διαψεύστηκαν. Άλλοι διατείνονται πως το λάθος των Ρώσων εντοπίζεται στην πλημμελή προετοιμασία ή στον λανθασμένο σχεδιασμό στον βαθμό που υπολόγισαν με απαξιωτικό τρόπο την αμυντική ικανότητα των Ουκρανών. Κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν πως το απρόβλεπτο στον πόλεμο αυτό ήταν η αντίσταση των Ουκρανών που αν και αριθμητικά και στρατιωτικά υποδεέστεροι, εν τούτοις ξάφνιασαν με την αγωνιστικότητά τους.
Οι διαπιστώσεις – διδαχές του Θουκυδίδη
Με βάση τις παραπάνω εκτιμήσεις μπορεί να απορεί ο αναγνώστης μελετώντας τον Θουκυδίδη που σωστά διέγνωσε την τροπή που μπορεί να έχει μία πολεμική επιχείρηση αν ο επιτιθέμενος υποτιμήσει το «αξιόμαχον» του αντιπάλου. Οι εκτιμήσεις του έχουν διαχρονικό κύρος στο βαθμό που επικυρώνονται και από τον Ρωσο-Ουκρανικό πόλεμο.
«Πολλάκις τε το έλασσον πλήθος δεδιός άμεινον αμύνατο τους πλέονας δια το καταφρονούντας απαρασκεύους γενέσθαι»
Οι Ουκρανοί, δηλαδή, σύμφωνα και με την διαπίστωση του Θουκυδίδη γνωρίζοντας ότι υπολείπονται σε αριθμό στρατιωτών και στρατιωτικά μέσα προνόησαν και ετοιμάστηκαν κατάλληλα. Αντίθετα οι Ρώσοι κυριαρχημένοι από την οίηση της ανωτερότητάς τους – σε αριθμό στρατιωτών και στρατιωτικό εξοπλισμό – δεν προετοιμάστηκαν σωστά. Το αποτέλεσμα είναι ορατό και πολλοί είναι αυτοί που πιστεύουν πως αν συνεχιστεί ο πόλεμος κάποιο τυχαίο γεγονός μπορεί να αλλάξει τη ροή των πολεμικών επιχειρήσεων εις βάρος των ρωσικών σχεδιασμών και στόχων.
Στους λανθασμένους σχεδιασμούς των Ρώσων συνυπολογίζεται και το στοιχείο της ψυχολογίας των αμυνομένων. Όταν, δηλαδή, οι αμυνόμενοι υφίστανται μία αναίτια επίθεση από τον εχθρό και βλέπουν την χώρα τους να καταστρέφεται, τότε αντιδρούν με περισσή γενναιότητα και αγανάκτηση αλλά και σταθερή απόφαση να υπερασπιστούν το δίκαιό τους με τίμημα τη ζωή τους. Αντίθετα ο επιτιθέμενος – χωρίς επαρκή αιτιολόγηση της επίθεσης – ψυχολογικά βρίσκεται στα όρια της αδιαφορίας ή αγωνίζεται για την επιβίωσή του και όχι για την νίκη επί του αντιπάλου. Το στοιχείο αυτό αναδείχτηκε ιστορικά και στους Ελληνικο–Περσικούς πολέμους.
Σχετικά ο Θουκυδίδης καταγράφει με λεπτομέρεια την ψυχολογία των αμυνομένων, στοιχείο που ίσως δεν έλαβαν υπόψη οι Ρώσοι, θεωρώντας πως οι Ουκρανοί θα λιποψυχήσουν και θα παραδοθούν αμαχητί. Το μοιραίο λάθος τους η άγνοια της ψυχολογίας των αδίκως επιτιθεμένων και της ψυχολογίας των αμυνομένων που νιώθουν βάναυσα αδικημένοι. Η γενναιότητα στον πόλεμο δεν ανήκει στα ένστικτα του ανθρώπου αλλά συνιστά προϊόν άλλων παραμέτρων, ενδογενών και εξωγενών.
«Διότι όλοι οι άνθρωποι καταλαμβάνονται από αγανάκτηση, όταν με τα ίδια τα μάτια τους βλέπουν κάποιο ασυνήθιστο κακό που τους συμβαίνει, την στιγμή ακριβώς που γίνονται θύματα αυτού, και όσοι εξαιτίας της εξάψεως του πάθους σκέπτονται ολιγότερον, γίνονται περισσότερον επιθετικοί»
Η ρωσική εισβολή διχάζει τους Έλληνες
Κι ενώ αυτά συμβαίνουν στο πολεμικό πεδίο – όπως ακριβώς τα είχε καταγράψει ο Θουκυδίδης – οι εκτιμήσεις για το μέλλον της Ευρώπης ποικίλλουν. Πολλοί είναι εκείνοι που θεωρούν πως τα λόγια του πρεσβευτή της Σπάρτης που δεν έγινε δεκτός από τους Αθηναίους πριν την έναρξη του Πελ/κού πολέμου «Ήδε η ημέρα τοις Έλληνες μεγάλων κακών άρξει» ίσως επιβεβαιωθούν για την Ευρώπη.
Άλλοι μιλούν για την αρχή ενός νέου «ψυχρού πολέμου», άλλοι για μία νέα «Γιάλτα», κάποιοι άλλοι για μια επικίνδυνη επανεμφάνιση της Γερμανίας στο στρατιωτικό – εξοπλιστικό πεδίο και κάποιοι άλλοι διαβλέπουν ή προμηνύουν την επιστροφή των μεγάλων αυτοκρατοριών. Κι ενώ αυτά διαδραματίζονται στην επιφάνεια ή στα υπόγεια δώματα της Ευρώπης και του κόσμου, η ελληνική κοινή γνώμη διχάζεται και αναλίσκεται για το «δίκαιο» της ρωσικής εισβολής.
Οι Έλληνες απόγονοι και αυθεντικοί συνεχιστές των «δισσών λόγων», της «ισοσθένειας λόγων» και του «παντί λόγω λόγος ίσος αντίκειται» αναμετρώνται όχι για την κατάθεση μιας πρότασης για το μέλλον της Ελλάδας στο νέο σκηνικό που διαμορφώνεται, αλλά για το «δίκαιο» ή το «άδικο» της Ρωσικής εισβολής.
Οι κατήγοροι και οι υπερασπιστές της Ρωσικής εισβολής
Οι κατήγοροι της Ρωσικής εισβολής θεμελιώνουν τη θέση τους πάνω στο στοιχείο της απρόκλητης επίθεσης και παραβίασης των συνόρων μιας άλλης ελεύθερης χώρας. Η καταδίκη είναι αυτονόητη χωρίς την ανάγκη κάποιων επί μέρους επιχειρημάτων, αφού ο Ρωσικός στρατός εισέβαλε σε ξένο έδαφος, βομβαρδίζει και καταστρέφει μία χώρα ομόθρησκη και ομόφυλη. Οι υλικές καταστροφές, τα 3.000.000 πρόσφυγες και ο θάνατος πολλών αμάχων συνθέτουν τον ιστό του ακατανόητου και άδικου – αναιτιολόγητου αυτού πολέμου.
Οι ευνοϊκά προσκείμενοι στην ρωσική εισβολή θεωρούν πως αυτή ήταν αναγκαία στο βαθμό που οι Ρώσοι προκλήθηκαν από την Ουκρανία αφού αυτή εξέφρασε την πρόθεσή της να ενταχτεί στο Ν.Α.Τ.Ο. με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εθνική ασφάλεια της χώρας τους. Ένα άλλο στοιχείο που γίνεται αποδεκτό είναι κι αυτό περί καταπίεσης των κατοίκων κάποιων ρωσόφωνων περιοχών της Ουκρανίας προϊόν της «ναζιστικής» κεντρικής εξουσίας, όπως διατείνεται η Ρωσία.
Στη φαρέτρα των επιχειρημάτων όσων υποστηρίζουν την Ρωσική εισβολή, είναι και το αφοπλιστικό «Τα ίδια έκαναν και οι Αμερικάνοι». Κατηγορούν δε, τους αντίθετους με την εισβολή για απύθμενη υποκρισία και επιλεκτική ευαισθησία, αφού δεν επέδειξαν – δήθεν – την ίδια ευαισθησία και με τον βομβαρδισμό του Βελιγραδίου το 1999 από το Ν.Α.Τ.Ο. Είναι οι λάτρεις των ανιστόρητων συμψηφισμών και οι μόνιμα καχύποπτοι απέναντι στις Η.Π.Α. και τη Δύση. Θεωρούν πως κι αυτός ο πόλεμος συνιστά μία αμερικανική έμπνευση για να αποδυναμώσουν την Ε.Ε. και τη Ρωσία.
Οι ενστάσεις και το σόφισμα της «κόκκινης ρέγγας»
Στις θέσεις των υπερασπιστών της Ρωσικής πολιτικής θα μπορούσε κάποιος να αντιτείνει πως η πρόθεση της Ουκρανίας για ένταξη στο Ν.Α.Τ.Ο. συνιστά μία απόφαση ενός ελεύθερου κράτους. Εξάλλου η ένταξη δεν υλοποιήθηκε άρα ο κίνδυνος που επικαλείται η Ρωσία είναι άνευ αντικειμένου. Οι προθέσεις στο ποινικό δίκαιο δεν διώκονται ποινικά. Δεν υπάρχουν «δίκες προθέσεων». Πώς μπορεί να αιτιολογηθεί – δικαιολογηθεί ένας πόλεμος ενάντια στις προθέσεις άλλου κράτους; Αν ήταν έτσι τότε θα ζούσαμε μία ατμόσφαιρα ζούγκλας.
Αν κάθε κράτος ένιωθε απειλούμενο από ένα γειτονικό κράτος και ήταν στρατιωτικά ισχυρότερο, τότε θα μπορούσε κατά το δοκούν να επιτίθεται παραβιάζοντας τα σύνορα και την εδαφική ακεραιότητά του. Ο απόλυτος παραλογισμός και η δικαίωση της «παγίδας του Θουκυδίδη».
Ο ισχυρισμός των υπέρμαχων της Ρωσικής πολιτικής πως οι κατήγοροι επιδεικνύουν μία υποκρισία και επιλεκτική ευαισθησία παραπέμπει στην τεχνική της «λογικής πλάνης» και στο σόφισμα της «κόκκινης ρέγγας». Στόχος και των δύο είναι να επηρεάσουν τη σκέψη και τις ενέργειες κάποιου και να αποδυναμώσουν τα επιχειρήματά του, οδηγώντας τη συζήτηση σε άλλα πεδία, άσχετα με το ζητούμενο.
Ειδικότερα, οι «συνήγοροι» της Ρωσικής εισβολής καταφεύγουν στη λογική «πλάνη της μοναδικής αιτίας» ή στην «πλάνη του αποδιοπομπαίου τράγου». Σύμφωνα με αυτήν όλα τα κακώς κείμενα αποδίδονται σε μία και μόνο αιτία, χωρίς αυτό να στοιχειοθετείται πάντα επαρκώς. Έτσι αυτός ο καταλογισμός απαλλάσσει τους άλλους (Ρώσους) που πιθανόν αποτελούν την πραγματική αιτία του προβλήματος – πολέμου. Είναι η γνωστή πλάνη ότι για όλα τα δεινά της ανθρωπότητας φταίνε οι Η.Π.Α.
Εξίσου σημαντικό στη διαμάχη των δύο αντίθετων πλευρών (φιλορώσων και αντι-Ρώσων) είναι και η χρήση του σοφίσματος της «κόκκινης ρέγγας». Ένα σόφισμα που αποσκοπεί στον αποπροσανατολισμό της συζήτησης με την παρεμβολή στη συζήτηση άλλου θέματος, συνήθως ηθικά φορτισμένου, από αυτό που δεν θέλει να συζητηθεί το αρχικό επιχείρημα. Ενώ, δηλαδή, το θέμα είναι η καταφανής παραβίαση της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας από τη Ρωσία, η φιλο-Ρωσική πλευρά παρεμβάλλει στη συζήτηση την απάθεια και την απουσία αντίδρασης στους Νατοϊκούς βομβαρδισμούς της Σερβίας το 1999. Ένα άσχετο, δηλαδή, θέμα με το αρχικό προς συζήτηση θέμα. Έτσι οδηγούμαστε σε λογικές τερατογενέσεις.
Επιμύθιον
Εν τω μεταξύ ο πόλεμος συνεχίζεται με πολλούς νεκρούς – στρατιώτες και άμαχους – υλικές καταστροφές, εκατομμύρια πρόσφυγες, παιδιά τρομαγμένα και την Ειρήνη πληγωμένη. Κι ενώ θα έπρεπε όλοι να καταδικάσουν κάθε ενέργεια πολεμική, εμείς αναλωνόμαστε σε συζητήσεις για την έλλειψη ανάλογης αντίδρασης στο βομβαρδισμό του Βελιγραδίου το 1999. Ο ελληνισμός στην εμπόλεμη περιοχή δεινοπαθεί κι εμείς οχυρωνόμαστε πίσω από κάποια αναχρονιστικά ιδεολογήματα και φλυαρούμε εκ του ασφαλούς.
Η στάση μας πρέπει να είναι ξεκάθαρη. Όχι στον πόλεμο και σεβασμός στην εδαφική ακεραιότητα κάθε χώρας. Το «δίκαιο της δύναμης» δεν πρέπει να υιοθετηθεί ως φυσικός νόμος στις διεθνείς σχέσεις. Απόλυτη αξία είναι η ανθρώπινη ζωή και ο σεβασμός της αυτοδιάθεσης των λαών…
Οδηγός μας ο διαχρονικός Θουκυδίδης που μας υπενθυμίζει πως «…ο πόλεμος βίαιος διδάσκαλος». Γιατί ο πόλεμος διδάσκει την βία, την ωμότητα και την θηριωδία. Τέκνα του πολέμου είναι το μίσος, η αγωνία, ο φόβος, το αίμα και ο ανθρώπινος παραλογισμός. Ο άνθρωπος στον πόλεμο είναι ταυτόχρονα ο θύτης και το θύμα. Ας κάνουμε ρυθμιστική αρχή του πολιτισμού μας την Ειρήνη και το σεβασμό στην ανθρώπινη ζωή.
«Ας δώσουμε μία ακόμη ευκαιρία στην Ειρήνη»
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!