Άρθρο του Ψυχιάτρου και Διδάκτορος του Πανεπιστημίου Αθηνών, Χρίστου Λιάπη δημοσιεύουν «ΤΑ ΝΕΑ» στο φύλλο της Πέμπτης 7 Απριλίου. Ο Πρόεδρος του ΚΕΘΕΑ και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Δημόσιας Υγείας, αναλύει το Σύνδρομο Μινχάουζεν, ως ακραίο τμήμα των περιστατικών παιδικής κακοποίησης, τα οποία βλέπουν το φως της δημοσιότητας, κάθε χρόνο, υπογραμμίζοντας και την αδήριτη αναγκαιότητα της επιστήμης και τον φορέων να μη σιωπούν.
«Από τον μύθο του Μελέαγρου και τις μυθοπλασίες του Βαρόνου Μινχάουζεν, στη διαταραχή προσποίησης»
Ο Βαρόνος Μινχάουζεν ταυτίστηκε στο συλλογικό ασυνείδητο με τις μυθοπλασίες που εξύφαινε και διηγείτο για να τραβά την προσοχή. Έτσι έδωσε το όνομά του σε μια σύγχρονη ψυχιατρική διαταραχή το «Σύνδρομο Μινχάουζεν», ή αλλιώς «Διαταραχή προσποίησης» κατά την οποία το άτομο ψευδολογεί περιγράφοντας ιατρικά συμπτώματα που αφορούν στο ίδιο ή σε κάποιο κοντινό του πρόσωπο, το οποίο βρίσκεται υπό τη φροντίδα του. Στην τελευταία περίπτωση έχουμε το «Σύνδρομο Μινχάουζεν δια αντιπροσώπου», ή αλλιως «Διαταραχή προσποίησης προκαλούμενη σε άλλο άτομο», ενώ η δράστιδα που στο 91-95% των περιπτώσεων είναι η μητέρα, είναι σύνηθες να προκαλεί η ίδια την έκλυση των συμπτωμάτων αυτών, ακόμη και με θανατηφόρα έκβαση στο τέκνο της.
Πρόκειται για ένα σύγχρονο συμπεριφορικό ισοδύναμο της Αλθαίας, μητέρας του μυθικού Μελέαγρου που ενώ ήξερε πως ο γιος της θα πέθαινε όταν θα καιγόταν το κούτσουρο που ήταν στο τζάκι κατά την ώρα της γέννησής του, το ξαναέβαλε η ίδια στη φωτιά, θέλοντας να τον εξοντώσει. Όμως ο μύθος θέλει την Αλθαία να έχει αυτοκτονήσει, μετά την πράξη της, σε αντίθεση με τις σύγχρονες επιστημονικές έρευνες που καταγράφουν ποσοστό μόλις 1% αυτοκτονιών στις μητέρες οι οποίες εμφανίζουν την κλινική εικόνα αυτής της διαταραχής, καθώς εκείνο που κατά κόρον διακρίνει τις δραστιδες αυτών των εγκληματικών συμπεριφορών είναι η απουσία τύψεων, εναισθησίας και ενσυναίσθησης. Δεν μετανοούν, δηλαδή, δεν αναγνωρίζουν τη νοσηρότητα της συμπεριφοράς τους και είναι ανίκανες να μπουν στη θέση του αθώου θύματος και να συναισθανθούν τον πόνο και τη βλάβη που τού προκαλούν, μολονότι πρόκειται για το ίδιο το παιδί τους. Η συγκεκριμένη διαταραχή, σχεδόν ποτέ, δεν θα διαγνωσθεί με δια ζώσης κλινική εξέταση από κάποιον ψυχίατρο, γιατί σε όσες εμφανίζεται δεν υπάρχει αναγνώριση του εσωτερικού τους προβλήματος και άρα αναζήτηση ιατρικής συνδρομής, παρά μόνον λαίμαργη ανάγκη προσέλκυσης της προσοχής, μέσα από την υπόδυση του ρόλου του άρρωστου γονέα, με ασυνείδητο στόχο την κάλυψη του εσωτερικού κενού με τα αισθήματα ενδιαφέροντος, συμπάθειας και αλληλεγγύης που αυτός ο ρόλος προκαλεί. Όμως μια ταριχευμένη και θολή επίκληση δεοντολογίας απαιτεί να είμαστε φειδωλοί στα διαγνωστικά συμπεράσματά μας, παρότι η διογκωμένη ψηφιακή σφαίρα προσφέρει πλέον επαρκές και διάφανο αποτύπωμα της ενδεχόμενης συμπεριφορικής παθολογίας οποιουδήποτε επιλέγει να εκτεθεί περισσότερο σε αυτήν. Μολονότι, αν οι επιστημονικοί, κοινωνικοί και λοιποί φορείς είχαν ευαισθητοποιηθεί νωρίτερα, μπορεί κάποιο από τα παιδιά που έπεσαν θύματα της διαταραγμένης συμπεριφοράς των μανάδων τους, να ζούσε.
Το «Σύνδρομο Μινχάουζεν δια αντιπροσώπου», δεν μπορεί να διαγνωσθεί εξ αποστάσεως από ψυχιάτρους, γιατί είναι δύσκολο να διαγνωσθεί ακόμη και με τη «δια ζώσης» κλινική εξέταση. Τίθεται ως τελική διάγνωση όταν προκύψουν αδιάσειστες αποδείξεις περί της ενσυνείδητης πρόκλησης αρρώστιας ή θανάτου στο παιδί από τον ίδιο τον γονιό του. Τίθεται με τις πληροφορίες που μας δίνουν οι συνάδελφοι άλλων ειδικοτήτων, όπως της Παιδιατρικής, οι κάμερες των 24/ώρης καταγραφής Ηλεκτροεγκεφαλογράφων, οι Ιατροδικαστές και οι αστυνομικές και ανακριτικές αρχές. Αν επιλέξουμε τη σιωπή, τότε μπορούμε, μαζί με το απολιθωμένο κούτσουρο μιας αντίληψης για το «επιστημονικώς και ηθικώς δέον» που επιμένει να αγνοεί τη φαινομενολογία της ψηφιακής εποχής η οποία έχει πια καταργήσει τις χωρικές, υλικές, ακόμη και τις διαγνωστικές αποστάσεις, να συνεχίσουμε να ανασκαλεύουμε, δίπλα στην Αλθαία, τις στάχτες του Μελέαγρου, παραμυθολογώντας, μαζί με τον Μιντχάουζεν περί «πολιτικής ορθότητας» και «διαγνωστικής δεοντολογίας», για να κοιμίσουμε τη διαρρηγμένη ευθύνη του επιστήμονα και του ανθρώπου.
Xρίστος Χ. Λιάπης MD, MSc,PhD
Ψυχίατρος – Διδάκτωρ Παν/μίου Αθηνών
Πρόεδρος ΔΣ ΚΕΘΕΑ
Μέλος Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Δημόσιας Υγείας
@Chris_Liapis