Του Κωνσταντίνου Απ. Γιοντζή,
π. Δ/ντη ΓΕΛ Καλαμπάκας
Τὸν ἴδιον ἄρνα ἡ ἀμνὰς θεωροῦσα
πρὸς σφαγὴν ἑλκόμενον ἠκολούθει Μαρία τρυχομένη
μεθ΄ ἑτέρων γυναικῶν͵ ταῦτα βοῶσα·
Ποῦ πορεύῃ͵ τέκνον; Τίνος χάριν τὸν ταχὺν δρόμον τελεῖς;
Μὴ ἕτερος γάμος πάλιν ἔστιν ἐν Κανᾶ
κἀκεῖ νυνὶ σπεύδεις ἵν΄ ἐξ ὕδατος αὐτοῖς οἶνον ποιήσῃς;
Συνέλθω σοι͵ τέκνον͵ ἢ μείνω σε μᾶλλον;
Δός μοι λόγον͵ Λόγε· μὴ σιγῶν παρέλθῃς με͵
ὁ ἁγνὴν τηρήσας με͵ ὁ υἱὸς καὶ Θεός μου.
Με βάση την ευαγγελική ρήση ότι ο Ιησούς είναι ο αμνός του Θεού, ο Ρωμανός ο Μελωδός παρουσιάζει την τραγική πορεία του Ιησού προς τον Γολγοθά, ξεκινώντας με μια έμμεση παρομοίωση: «Τὸν ἴδιον ἄρνα ἡ ἀμνὰς θεωροῦσα πρὸς σφαγὴν ἑλκόμενον …». «Τόν ἄρνα» είναι μια αιτιατική χωρίς ονομαστική και σημαίνει αρνί. «Ἀμνάς» είναι η προβατίνα.
Επομένως, όπως νοιώθει η ἀμνὰς, που της παίρνουν το αρνάκι της για σφάξιμο, έτσι και η Παναγία με απέραντη θλίψη («τρυχομένη») βλέπει τον Ιησού να σύρεται προς τη σταύρωση.
Το γεγονός περιγράφεται με μια φυσικότητα, που συναρπάζει – ίδιον της τεχνοτροπίας του Ρωμανού του Μελωδού. Είναι μια σκηνή, που ξετυλίγεται μπροστά μας ολοζώντανη. Πρώτα-πρώτα, η Παναγία παρουσιάζεται από τον ποιητή ως Μαρία, όχι Θεοτόκος η Θεομήτωρ, αλλά με το όνομά της, Μαρία, σαν μια απλή γυναίκα του λαού, η οποία συνοδεύεται από άλλες γυναίκες, που την παρηγορούν. («ἠκολούθει Μαρία τρυχομένη μεθ΄ ἑτέρων γυναικῶν͵ ταῦτα βοῶσα. Και ακολουθεί ένας καταιγισμός ρητορικών ερωτήσεων. «Ποῦ πορεύῃ͵ τέκνον»; Πού πας, παιδί μου; Γιατί σ’έπιασε τόση βιασύνη; Μήπως γίνεται κανένας γάμος πάλι στην Κανά και θέλεις να προλάβεις, για να τους κάνεις το νερό κρασί; Παιδάκι μου, να έρθω κι εγώ μαζί σου ή είναι προτιμότερο να μείνω; Ο Ιησούς όμως πορεύεται προς τη σταύρωση σιωπηλός και μολονότι οι (ρητορικές) αυτές ερωτήσεις έχουν τη μορφή της έντονης άρνησης, ο ποιητής βάζει την Παναγία να περιμένει μια απάντηση. «Δός μοι λόγον͵ Λόγε· μὴ σιγῶν παρέλθῃς με». Η απάντηση φυσικά είναι του ποιητή και παρουσιάζεται σε σχήμα εκ παραλλήλου, όπου στο πρώτο σκέλος υπάρχει και το σχήμα της παρήχησης. Ο λόγος ως ομιλία και ο Λόγος ως υπέρτατη θεική αρχή. «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος καί ὁ Λόγος ἦν πρός τόν Θεόν καί Θεός ἦν ὁ Λόγος», λέει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης.
Η βυζαντινή υμνογραφία είναι αδιάσπαστο κομμάτι της παράδοσης. Η λιτότητα, η απλότητα, η μορφική τελειότητα, η αίσθηση του μέτρου είναι χαρακτηριστικά της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Βρέθηκαν όμως κάποιοι κριτικοί της τέχνης, που θέλησαν να μειώσουν την αξία της βυζαντινής υμνογραφίας, υποστηρίζοντας ότι στερείται πρωτοτυπίας. Όλα τα θέματά της, είπαν, αντλούνται από την Αγία Γραφή. Η βυζαντινή υμνογραφία όμως δεν ακολουθεί το δόγμα ars gratia artem (η τέχνη για την τέχνη), αποβλέπει στη λύτρωση. Την χαρακτηρίζει η αισθητική του υψηλού. Πρότυπο ύφους είναι ο Κανών Ιωάννου του Μοναχού.
«Σήμερον ἔαρ ψυχῶν, ὅτι Χριστὸς ἐκ τάφου,
ὥσπερ ἥλιος ἐκλάμψας τριήμερος,
τὸν ζοφερὸν χειμῶνα ἀπήλασεν».
( «Ἔαρ ψυχῶν» είναι η ψυχική ανάταση, ενώ με τον «χειμῶνα» συμβολίζεται η αμαρτία). Η ψυχική ανάταση, που νιώθει ο πιστός από την ανάσταση του Χριστού, απάλλαξε τον άνθρωπο από το βάρος των αμαρτιών. Και κάτι άλλο. Όταν στα τροπάρια της Μεγάλης εβδομάδας καταδικάζεται ο Ιούδας για την προδοσία, αυτό αποτελεί αφορμή να καταδικαστεί ολόκληρο το φαινόμενο της προδοσίας, της φιλαργυρίας, της πλεονεξίας, της αγνωμοσύνης. Το συγκεκριμένο παίρνει τη μορφή του καθολικού. Επομένως η βυζαντινή υμνογραφία έχει τη δική της αξία.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!