Είναι αλήθεια πως τους Έλληνες πολλά μας ενώνουν. Μία εορτή αρκεί να μας φέρει πιο κοντά. Το Πάσχα υπόσχεται κάτι τέτοιο. Και το πραγματώνει. Συνηθίζουμε όμως να ενεργούμε τις μέρες αυτές εμφορούμενοι ενός άκρατου και απροσδιόριστου συναισθηματισμού που αναζητά, ενδεχομένως, τα βήματα του. Αν η χαϊντεγκεριανή σκέψη στοχάζεται το είναι, εκείνο που αξίζει να μελετηθεί, όχι ως αντίληψη αλλά ως βίωμα, είναι ο στοχασμός της συγκεκριμένης παρουσίας. Μιας αέναης αποκάλυψης του Θεού στα πάντα, στον άνθρωπο, την κτίση, την ιστορία την ίδια. Ποιο είναι αυτό το ‘’είναι’’ της εορτής;
Συνηθίσαμε να ψελλίζουμε το γεγονός της γέννησης, της ανάστασης, όχι όμως να το φέρνουμε στην δική μας ύπαρξη. Η οικείωση θέλει να έχεις γερά νεύρα. Δεν αποτυπώνεται η εορτή σε λέξεις γράμματα που ταιριάζουν τη σειρά τους σε εκθαμβωτικές προτάσεις φολκλορικών διαθέσεων. Το ύφος παραμένει απρόσιτο. Και θα παραμένει απρόσιτο όσο ο άνθρωπος επιμένει να συνηθίζει. Αυτή η συνήθεια της εορτής, να εκκλησιαστούμε επειδή είναι Πάσχα, να κάνουμε λαμπρή και εντυπωσιακή εμφάνιση στον ναό το τριήμερο της Μ. Πέμπτης, της Μ. Παρασκευής και του Μ. Σαββάτου καταργεί το θαύμα. Το θαύμα είναι απρόβλεπτο. Δεν κανονίζεται η αποκάλυψη του Θεού. Δεν αποκαλύπτεται ο Θεός αυτές τις μέρες, επειδή ακριβώς το επιζητεί η ανθρώπινη λογική. Η λογική λειτουργεί στον αντίποδα του θαύματος. Όπως και η πίστη λειτουργεί στον αντίποδα της θρησκείας.
Καταλήξαμε να λειτουργούμε εντυπωσιακά. Όλα να γίνουν φως για να επιβεβαιωθεί η αυτοαναφορικότητα μας στην εορταστική ατμόσφαιρα των ημερών. Ακόμη και η Θεία Ευχαριστία εκλαμβάνεται ως θρησκευτική ανάγκη. Τα παιδιά πρέπει να κοινωνήσουν την Μ. Πέμπτη για το καλό κι εμείς οι μεγαλύτεροι το Μ. Σάββατο το πρωί, αφού το βραδινό δείπνο λαμβάνει χώρα χωρίς την παρουσία του ‘’ενοχλητικού’’ Νυμφίου, ο οποίος καθυστερεί να μεταδοθεί ως Σώμα και Αίμα μιας και η ώρα φτάνει πολύ μετά από τα μεσάνυχτα.
Έχω την αίσθηση ενός βαθύτερου πλέον χάσματος ανάμεσα στο νόημα της εορτής και στην κοσμική αντίληψη που επιτάσσει την εκλογίκευση του μυστηρίου. Πώς το μυστήριο να ερμηνευθεί; Πώς το βίωμα και η εμπειρία των σημαινομένων γεγονότων να εισχωρήσουν στο απολιθωμένο φιλότιμο που θέλει τον πάσχοντα Χριστό ως μία απλά συμπαθητική μορφή; Ενδιαφέρει ένας συμπαθητικός Νυμφίος ή ένας αναστημένος Χριστός; Δεν με ενδιαφέρει εάν υπάρχει Θεός. Αν δεν αποκαλύπτεται αυτός ο Θεός τα πάντα είναι νεκρά. Με ενδιαφέρει η ύπαρξη του Θεού να δώσει νόημα στην ύπαρξη μου. Ένας νεκρός Θεός, όπως τον είδε ο μεγάλος φιλόσοφος Νίτσε στην δυτική αντίληψη, είναι ένας αδιάφορος Θεός. Ο Θεός των ημερών όμως δεν είναι καθόλου αδιάφορος.
Συνηθίσαμε τα γεγονότα. Δεν συνηθίσαμε την εορτή. Η εορτή απέχει από την συνήθεια. Η συνήθεια επιτακτικά απαιτεί τη νέκρωση των αισθητηρίων του εμπειρικού βιώματος. Η εορτή είναι αέναη, αιώνια. Δεν βαραίνει από την ακαμψία του κοσμικού χρόνου, τινάζοντας από πάνω της όλα εκείνα τα συστημικά φκιασίδια που παραλαμβάνουν τον ρόλο τους από τις επιταγές μιας κοσμικής αντίληψης. Η εορτή δεν τιθασεύεται. Πατάς πάνω στον θάνατο και πέφτεις στην ελπίδα της αιωνιότητας. Ναι, ο θάνατος πατείται, όπως κανείς δεν κατάφερε να τον απομυθοποιήσει.
Αυτό που μας ενοχλεί αυτές τις ημέρες είναι κάτι που ενδόμυχα το αντιλαμβανόμαστε. Αδυνατούμε κάθε Πάσχα να συμμετέχουμε στα θεία γεγονότα, να γεφυρώσουμε το χάσμα του έρωτα και του θανάτου. Να πηδήσουμε από το τέλμα της αμετανοησίας που μας εγκλωβίζει σε σχήματα συναισθηματισμού, όχι όμως σε εμβάθυνση των θείων γεγονότων. Αν καταφέρναμε να φύγουμε από την Θεία Λειτουργία το βράδυ της Ανάστασης με την βεβαίωση πως η αιωνιότητα μας ανήκει, τότε θα διαπιστώναμε πως η Αποκάλυψη γράφτηκε για να μην συμβεί. Αν η Θεία Ευχαριστία ως βρώση του αληθινού Σώματος και πόση του αληθινού αίματος του Θεανθρώπου μας βίωνε τη συμμετοχή στο Σώμα και Αίμα του Χριστού η εορτή αυτή θα ξενέρωνε την κοσμική αντίληψη του χρόνου και τους όρους των όντων. Αυτά βέβαια προϋποθέτουν κάτι πολύ ουσιώδες∙ την αντίληψη του Θεού ως προσώπου. Το πρόσωπο γνωρίζεται μέσα από τη σχέση. Είναι μία σχέση βιώματος, εμπειριών, αλλεπάλληλων αποκαλύψεων που δημιουργεί υπαρξιακή συνοχή στην αφασιακή τοποθέτηση του ανθρώπου στα πάντα.
Το Μ. Σάββατο δεν νοηματοδοτεί τη φυγή μόλις ακουστεί από τα μεγάφωνα μία διακήρυξη περί πατήματος του θανάτου που αφήνει ανέπαφους τους περισσότερους με την αυθεντικότητα της αναστημένης μαρτυρίας. Το πανηγύρι στήνεται μετά τις δώδεκα τα μεσάνυχτα. Μέχρι τότε όλα λειτουργούν ως άσαρκες ελπίδες. Ελπίδες μεν, όμως άσαρκες. Η βεβαίωση έρχεται στην Θεία Ευχαριστία. Το γεγονός της ευχαριστιακής σύναξης των πιστών είναι που βεβαιώνει το πάτημα του θανάτου και τη δωρεά της ζωής στα σκοτεινά σημεία των μνημάτων. Ας επικρατήσει η εορτή, η πανήγυρη, ο χορός. Ως βεβαιώσεις. Όχι ως συνήθειες.
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (θεολόγος, βαλκανιολόγος)
Εφημέριος Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Διάβας