Γράφει ο ΘΑΝΑΣΗΣ ΣΙΟΥΤΑΣ
Αναμφισβήτητα, το Πασχαλιάτικο συναπάντημα στο χωριό ήταν και παραμένει η μεγάλη γιορτή του λαού της υπαίθρου, της αγροτικής ζωής και συνάμα της φύσης. Στο χωριό δεν είναι μόνο όλοι απλά γνωστοί αλλά όλοι μαζί συναποτελούν τον μεγάλο κύκλο, ο οποίος ολοκληρώνει τον στενό κύκλο της οικογένειας. Όποιος έχει ζήσει τα παιδικά του χρόνια στο χωριό δεν μπορεί να κατανοήσει, ούτε βέβαια να γευθεί το άρωμα του Πάσχα εκτός χωριού και ίσως εκτός του δικού του χωριού. Η επιστροφή των ξενιτεμένων στο πατρικό σπίτι καθιστούν πιο όμορφη και επιτακτική την εικόνα της γιορτής, γιατί οι αντίξοες συνθήκες διαμονής στα μεγάλα αστικά κέντρα φαντάζουν σαν μια προσωρινή υπέρβαση των δυσκολιών τόσο της άγνωστης και αφιλόξενης πόλης όσο και της χωρίς μέλλον μόνιμης ζωής στο χωριό. Το Πάσχα είναι μια εικόνα ψυχής για τον κάθε μετανάστη, μια εικόνα του εσωτερικού πυρήνα του συναισθηματικού του κόσμου, μια εικόνα – στολίδι, όπου η φύση και ο άνθρωπος συνεορτάζουν τη δική τους άνοιξη και ελπίδα.
Περάσαμε δυόμιση περίπου χρόνια γεμάτα άγχος και αγωνία· μια περίοδο, που έχει αμαυρώσει τον ψυχισμό μας. Και αν όλοι εμείς διαμαρτυρόμαστε και με το δίκιο μας, τι να πούνε οι έφηβοι, που διανύουν την πιο όμορφη περίοδο της ζωής τους; Μπορεί κάποια γεγονότα να τα θεωρούμε αμελητέας σημασίας! Όμως, η ζημιά που έγινε και συνεχίζει να γίνεται, γιατί ακόμη δεν έχουμε τελειώσει εντελώς από τον βραχνά της πανδημίας, είναι πάρα πολύ μεγάλη. Δυστυχώς, και γνώση έχασαν οι νέοι μας, αλλά πολύ περισσότερο έχασαν την χαρά, την σβελτάδα της κίνησης, την ομορφιά της νιότης και την δημιουργικότητα της ζωής με βάση την συλλογικότητα. Αυτά δεν μπορείς εύκολα να τα αντικαταστήσεις όποτε θέλεις.
Όμως, είναι καιρός να τα ξεχάσουμε όλα αυτά και να ζήσουμε την ξενοιασιά της καθημερινότητας, όπως αρμόζει σε ελεύθερους πολίτες. Δεν ξέρω βέβαια κατά πόσο μπορούμε να απομακρύνουμε την σκέψη μας, μετά από δυόμιση περίπου χρόνια, από αυτά που βλέπουμε και ακούμε ακόμη και σήμερα από τα ΜΜΕ και που συμβαίνουν στην πραγματικότητα στην μακρινή Σανγκάη. Ας ελπίσουμε να μην υποκρύπτουν κάτι ύποπτο και στενάχωρο, αρκετά έχει υποφέρει ολόκληρη η ανθρωπότητα. Ας αρχίσουμε να βλέπουμε συνεχώς από εδώ και πέρα το ποτήρι μισογεμάτο, χωρίς να διαγραφεί εντελώς από τον ορίζοντα η συνεχής επαγρύπνηση.
Ας αισθανθεί η κάθε οικογένεια τους πένθιμους ήχους της καμπάνας κατά την Μ. Παρασκευή με την συμμετοχή της στα εγκώμια του Επιτάφιου Θρήνου και την περιφορά του. Ας ακουσθούν τα ποδοβολητά των μικρών παιδιών το απόγευμα του Μ. Σαββάτου από το έθιμο με τα «κουμπαριάτικα» της νονάς, η οποία φέρνει ό,τι χρειάζεται ένα καλοντυμένο παιδί, όπως είναι το βαφτιστήρι της. Ας απολαύσει η κάθε οικογένεια το «Δεύτε λάβετε φως», το φως της Αναστάσεως του Κυρίου με τα αναστάσιμα Τροπάρια της εκκλησίας μας, φορώντας όλοι τους τα ωραία πασχαλιάτικα ρούχα και βγάζοντας από μέσα τους εγκαρδίως «το Χριστός Ανέστη», για να εισπράξει στην συνέχεια το «Αληθώς Ανέστη». Ας αισθανθούν όλοι την ομορφιά του ανέσπερου φωτός, που με τις λαμπάδες τους θα το μεταφέρουν στο σπίτι τους, για το άναμμα του καντηλιού. Ας ξεφαντώσει ο καθένας μας κατά το ψήσιμο του οβελία και ας εισπράξει αυτό που χρόνια στερήθηκε με τα προσφιλή του πρόσωπα.
Το απόγευμα της Κυριακής ας μπούνε όλοι στο χορό, όπως στήνονταν παλιά στον περίβολο της εκκλησίας, άνδρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι πιασμένοι με τρόπο ώστε οι πήχεις των χεριών, καθ’ όλο το μήκος να εφάπτονται – και μεταξύ των σωμάτων να μην υπάρχουν κενά – δίνοντας την αίσθηση τείχους από ανθρώπινα σώματα. Ας τραγουδήσουν όλοι μαζί, όπως στις αρχαίες τραγωδίες, πρώτα οι μισοί και μετά οι υπόλοιποι, με την χαρακτηριστική κίνηση και με μικρές παραλλαγές από τραγούδι σε τραγούδι, που γινόταν με μικρά, αργά, υπερήφανα βήματα μπρος πίσω με εναλλασσόμενες μικρές ενδιάμεσες στάσεις. Ας ξαναζήσουμε αυτά τα τραγούδια, που τα «βαφτίσαμε Πασχαλιάτικα». Ας ξαναβιώσουν τα παιδάκια το απόγευμα της Κυριακής μετά το χορό το έθιμο που πήγαιναν στην νονά τους την κουλούρα με τα κόκκινα αβγά, η οποία έκανε γι’ αυτά ειδική προετοιμασία. Ας απολαύσουν κατά το έθιμο το ρεβυθένιο ψωμί, το γνωστό «αρνόψωμο», που συμβολίζει την άρνηση του Πέτρου στον Κήπο της Γεσθημανής. Ας χαρούν το τραπέζι που έστρωνε η νονά, τα διάφορα παιχνίδια που έπαιζαν, την κουλούρα με τα κόκκινα αβγά, καθώς επίσης το χαρτζιλίκι που τους έδινε κατά την αναχώρηση με τα μπόλικα αμυγδαλοκάρυδα.
Όλα αυτά αποτελούν για τον καθένα μας ένα πανέμορφο κομμάτι της ζωής, το οποίο χαρίζει άλλη αίσθηση, προσδίδει με την ομορφιά της φύσης μια ψυχική ηρεμία, που δίνει κουράγιο στον καθένα μας να συνεχίσει με αισιοδοξία, παρά τις υπερβολικές απαιτήσεις της σύγχρονης Κοινωνίας, τον ανηφορικό δρόμο της ζωής. Καλή Λαμπρή σε όλους.
Πηγή: Αθανασίου Κ. Σιούτα, «Γλώσσα και Παράδοση στα Χάσια», Μέρος Γ΄ (Πάσχα στο χωριό, πασχαλιάτικα τραγούδια), σσ. 359, 361.