Toυ ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΚΕΡΕΚΟΥ
Ας αφήσουμε σήμερα φίλες και φίλοι αναγνώστες τη ζοφερή πραγματικότητα της οικονομίας μας να τρέχει τον αλλοπρόσαλλο δρόμο της, που αλλάζει άλλωστε από τη μια στιγμή στην άλλη, κι ας πούμε κάτι διαφορετικό.
Καθισμένος λοιπόν στη βεράντα μου, μια ήσυχη και χωρίς κίνηση και θορύβους βραδιά, η ματιά μου έπεσε πάνω στα αμέτρητα Ι.Χ. τα παρκαρισμένα παντού γύρω απ’ το σπίτι μας, σχεδόν το ένα πάνω στ’ άλλο ελλείψει χώρου… Με τρόμαξε αυτή η … τετράτροχη πλημμυρίδα, λες και για πρώτη φορά την συνειδητοποιούσα! Προσπάθησα να θυμηθώ πώς την είδα να συμβαίνει, και σιγά-σιγά να γιγαντώνεται, μέσα στο πέρασμα του χρόνου…
Οι δεκαετίες άρχισαν τότε να περνάνε μπροστά απ’ τα μάτια μου και να γυρνάνε προς τα πίσω! Αργά-αργά στην αρχή, και μετά όλο και πιο γρήγορα! Και η σκέψη μου γύρισε κι αυτή νοσταλγικά πίσω, στα παιδικά μου τα χρόνια. Τότε που, όταν τύχαινε να περάσει, στη χάση και στη φέξη, κάποιο αυτοκίνητο απ’ τους χωμάτινους δρόμους του χωριού μας τρέχαμε, το περικυκλώναμε και το χαζεύαμε με θαυμασμό, μιας και ήταν ένα είδος σπάνιο, εντυπωσιακό, και σίγουρα απρόσιτο σ’ εμάς!
Και επειδή η σκέψη είναι ελεύθερη και πρόθυμη να τρέχει όπου εκείνη θέλει, συνέχισε την αναπόληση στο παρελθόν και στις παλιές εικόνες και θύμησες. Την άφησα λοιπόν να με πάρει νοερά απ’ το χέρι και να με ταξιδέψει στα παλιά…! Και της αφέθηκα… Και με ταξίδεψε… Και θυμηθήκαμε… και ΤΙ δεν θυμηθήκαμε…!
Τον αξέχαστο τροβαδούρο Νίκο Γούναρη που τραγουδούσε (πριν μισό και πλέον αιώνα βέβαια…): “Ο κόσμος άλλαξε, αλλάξαν οι καιροί, πέρασαν, χάθηκαν, τα όμορφα τα χρόνια! …είν’ όλα ψεύτικα, κι ας φαίνονται αλήθεια!” (Σκεφτείτε τί θα έλεγε αν ζούσε το σήμερα…)
Αυτό το τραγούδι ήταν το πρώτο που ήρθε στο νου μου και έφερα στη σκέψη μου τις γυάλινες βιτρίνες-ψυγεία του περίπτερου της πλατείας του σημερινού μας χωριού, αλλά και του μπακάλικου με τα αναψυκτικά και τα “παστεριωμένα” του γάλατα, τα συσκευασμένα σε τενεκεδένια ή χάρτινα κουτιά, να τα πουλάει στους κατοίκους του χωριού, που κάποτε τα έφτιαχναν μόνοι τους, πολύ καλύτερα και αγνότερα από τα σημερινά!
Δεν αρνούμαστε την πρόοδο που έχει πραγματοποιηθεί σε όλους τους τομείς της ζωής μας αλλά, για τον τομέα των τροφίμων ειδικά, έχουμε τη γνώμη ότι όλα έχουν αντιστραφεί εις βάρος μας, εξ αιτίας της τυποποίησης και της μαζικότητας στην παραγωγή και την διακίνησή τους. Δεν ξέρουμε τι τρωμε! Τρόφιμα ποτισμένα με βλαβερές ουσίες για συντήρηση, κατεψυγμένα ακόμα και επί χρόνια κρέατα που έχουν μεταβληθεί σε “μούμιες”, χορταρικά, φρούτα, ψάρια, όλα… όλο και κάποιο “ύποπτο” συντηρητικό έχουν μέσα τους, ακόμη και το γάλα! Το γάλα, που κάποτε το παίρναμε απ’ τον γαλατά, που πέρναγε απ’ τις γειτονιές κάθε πρωί, πόρτα-πόρτα και, με τη μακρόσυρτη φωνή του “ο γαλατάααας…!” έβγαζε στις πόρτες τις νοικοκυρές με τα κατσαρόλια στο χέρι, για να το πάρουν αγνό και ζεστό απ’ το πριν λίγη ώρα άρμεγμα, για να το πιουν τα παιδιά τους και όλη η οικογένεια.
Μιας και μιλήσαμε όμως για ψυγεία, ας θυμηθούμε ότι μόνο τα “πλούσια” σπίτια τα διέθεταν, κι αυτά ήταν ψυγεία πάγου φυσικά! Περίμεναν κι αυτοί, οι τυχεροί που τα είχαν, τον πλανόδιο παγοπώλη που έφερνε με το κάρο του νωρίς κάθε πρωί τον πάγο σε κολώνες, έκοβε με ένα βαρύ σιδερένιο πριόνι ή έναν μπαλτά όσο ήθελε ο πελάτης, και το υπόλοιπο το τύλιγε με μια μεγάλη λινάτσα για να το προστατέψει όσο γίνεται από το λιώσιμο, ώστε να μην μετατραπεί σε λίγες ώρες το εμπόρευμά του σε νερό από τη ζέστη.
– Άλλος τύπος που γύρναγε στις γειτονιές, αγαπητός ειδικά στον γυναικόκοσμο, ήταν ο εμποράκος με τις δύο μεγάλες του καλάθες, μία σε κάθε χέρι, που είχαν μέσα ό,τι μπορεί να φανταστεί ο νους. Από κλωστές, βελόνες, κουμπιά, δαχτυλήθρες, φερμουάρ, κόπιτσες, κορδέλες και τσιμπιδάκια για τα μαλλιά μέχρι πετσέτες, τραπεζομάντιλα, μαξιλαροθήκες και σεντόνια…
Στεκόμουν κοντά του κι έβαζα νοερά στοίχημα με τον εαυτό μου ότι κάτι θα του ζητήσουν και θα πει: “Αυτό δεν το έχω…!” Σπάνια όμως το κέρδιζα το στοίχημα… Γιατί είχε ό,τι χρειαζόταν η κάθε νοικοκυρά!
– Είχαμε και τον τροχιτζή, με το αυτοσχέδιο “μεταφερόμενο” εργαστήρι του, το φτιαγμένο από μία ρόδα ποδηλάτου, στην οποία είχε προσαρμοσμένη μια ειδική μεταλλική πλάκα. Γύρναγε γρήγορα με το πεντάλι τον τροχό και, καθώς τρόχιζε τα μαχαίρια στην πλάκα, σπίθες πετιόταν τριγύρω! Κάθε λίγο δοκίμαζε την κόψη του μαχαιριού στο δάκτυλό του και έριχνε λίγο νερό στην πλάκα πού ’χε υπερθερμανθεί από την τριβή των δύο μετάλλων. Κι ύστερα, ξανά και ξανά γύρισμα. Και ξανά σπίθες! Μέχρι που το “στομωμένο” από τη χρήση μαχαίρι γινόταν “ξουράφι”…!
– Ένας άλλος πολύ ωραίος τύπος, με την κάτασπρη ποδιά του σαν νοσοκόμος και το τσιγκελωτό του το μουστάκι, ήταν κι ο νερουλάς! Ένα καρότσι μ’ ένα ξύλινο βαρέλι στη μέση το “όχημά” του! Μια βρυσούλα στο κάτω μέρος, και στηρίγματα που προεξείχαν δεξιά και αριστερά, για να κρεμάει από τα χερούλια τους τα κύπελλα του νερού. Ο Γιάννος με την Παγώνα ν’ αλλάζουν τρυφερές ματιές, ήταν ο ζωγραφιστός διάκοσμος του βαρελιού, ενώ φύλλα κληματαριάς, περασμένα σ’ ένα μεγάλο καρφί, χρησιμοποιούνταν για να πλένει τα ποτήρια και να τα κάνει να τρίζουν καθώς τα ξέπλενε, μετά από κάθε χρήση. “Μια πεντάρα τρύπια” και ξεδίψαγε ο κάθε διψασμένος…! Για σκέψου…! Με μια πεντάρα…! Και, για τον κουβαρντά, με μια δραχμή, είκοσι ποτήρια ολόδροσο νεράκι, για όλη την παρέα στην πλατεία του χωριού!
– Το “εργαστήρι” του πλανόδιου παπουτσή ήταν ένα σκαμνί και μια μεγάλη σακούλα από χοντρό ύφασμα. Εκεί μέσα είχε όλα του τα εργαλεία! Τα “καλαπόδια”, κομμάτια δέρματος σε διάφορα χρώματα (σκληρό για σόλες-τακούνια και μαλακό για τα πλαϊνά) πρόκες, “ψαρόκολλα” και όλα τα …χρειώδη! Του έδινες τα στραπατσαρισμένα από τους χωματόδρομους και τις πέτρες παπούτσια σου και, σε λίγη ώρα, σου τα έφτιαχνε “του κουτιού”…!
– Πολύ χρήσιμος και ο γανωματής, που γάνωνε τις χάλκινες κατσαρόλες. Δουλειά πολύ σημαντική γιατί, όταν με τη φθορά “έφευγε” η βαφή από μέσα, γινόταν επικίνδυνες για δηλητηριάσεις! Τις πέρναγε λοιπόν με “καλάι” (κασσίτερο), και τις έκανε να λάμπουν σαν ασημένιες!
– Ο κουρέας του χωριού, ο κυρ Βασίλης, δεν ανήκε βέβαια στους γυρολόγους. Έπαιζε όμως πολύ σημαντικό ρόλο στη μικρή κοινωνία του χωριού ασκώντας, εκτός από την κομμωτική, και τα καθήκοντα του αυτοδίδακτου νοσοκόμου! Αυτός έκανε την πρώτη “διάγνωση” στον ασθενή. Έβαζε τα κατάλληλα έμπλαστρα για πόνους στη μέση, στα πόδια ή στα χέρια. Έριχνε “απλές” βεντούζες για το κρύωμα, και “κοφτές” με το ξυράφι για να φύγει το “σκοτωμένο” αίμα, αν “υποπτευόταν πνευμονία”! Βδέλλες πίσω από τ΄ αυτιά, για να τραβάνε αίμα από όσους είχαν πίεση και να αποφύγουν τη “συμφόρηση”, και φυσικά έκανε και ενέσεις, έχοντας γνωρίσει τα …”οπίσθια” όλων των συγχωριανών του!
– Το “πάνελ” των πολύ χρήσιμων για την εποχή εκείνη πλανόδιων εμποράκων ή τεχνητών συμπλήρωνε ο “καρεκλάς”. Ένας στρυφνός τύπος με ξινισμένη φάτσα. Μύτη καμπουρωτή και σουβλερή, τράνταζε το χωριό με την τσιριχτή, εκνευριστική φωνή του: “Ο καρεκλάααας! Διορθώωωνουμε καρέκλεεες! “ Μεγάλα μάτσα με ψαθί σε λουρίδες. Χοντρές βελόνες. Ένα κοφτερό μαχαίρι κι’ ένα ψαλίδι ήταν όλα κι’ όλα τα εργαλεία του, αλλά σού ’κανε την παλιοκαρέκλα σου καινούργια! Σαν τελείωνε, και τον ρώταγες τι του χρωστάς, απαντούσε στερεότυπα: “δώσε ό,τι θέλεις…!”
Αν του έδινες λιγότερα από όσα περίμενε, τα άφηνε στο πεζούλι με περιφρόνηση και στραβομουτσούνιαζε… “Λεφτά είν’ αυτά που μου δίνεις; Που έκατσα και σού ’φτιαξα την καρέκλα σου καινούργια;…(!)”
Αν πάλι τού ’δινες αρκετά, ούτε και τότε έδειχνε ικανοποιημένος. Τά ’παιρνε και τά ‘ριχνε στην ξεχειλωμένη τσέπη του, μουρμουρίζοντας: “Τέεελος πάντων… Λεφτά σαν είναι, μη τα προσβάλλεις…!”
Με τη θειά μου τη Λένη αρπάχτηκαν κάποτε για τον λογαριασμό. Εκείνη τον αποκάλεσε “τζαναμπέτη!” Εκείνος, της το ανταπόδωσε λέγοντάς την “γρουσούζα!”, κι από τότε έκοψαν τις “διπλωματικές σχέσεις” τους… Η θειά, σαν ήθελε καμιά καρέκλα της φτιάξιμο, την έδινε στην ανεψιά της τη Ναυσικά να του την πάει σαν δική της. Εκείνος, που του “καλάρεσε” η νεαρή τότε και τροφαντή Ναυσικά, έπαιρνε αμίλητος την καρέκλα, την έφτιαχνε και, όταν της την έδινε πίσω έτοιμη, έλεγε στην κοπελιά: “Πάρ’τηνε, και πες στη θειά σου να πάρει και καμιά καινούργια…! Είκοσι χρόνια της την φτιάχνω! Λεφτά έχει η γρουσούζα! Μαζί της θα τα πάρει;” Και η θειά, που κρυφάκουγε πίσω απ’ το πατζούρι, σταυροκοπιόταν και μουρμούριζε: “Μπά που να φας τη γλώσσα σου… αχαΐρευτε!” Κι έφτυνε στον κόρφο της!
Άνθρωποι απλοί, πρωτόγονα σίγουρα τα μέσα που διέθεταν, αλλά αγαπητοί και περισσότερο χρήσιμοι από τις αυτόματες μηχανές και τα “τυποποιημένα” προϊόντα του σήμερα!
Κακά τα ψέματα… Ήταν πολύ καλύτερη η παλιά η εποχή! Μπορεί να μην είχε τις ευκολίες και τις τεχνικές ανέσεις (που κάποιοι θα τις πουν “ποιότητα”(!)) του σήμερα, είχε όμως ησυχία, ηρεμία, απλότητα και σίγουρα αγνότητα, ειδικά στα είδη διατροφής. Είχε καθαρή την ατμόσφαιρα που αναπνέαμε, χωρίς τον δηλητηριασμένο και πνιγηρό αέρα των “εξελιγμένων” πόλεων της εποχής μας! Χωρίς “ρύπους” δηλαδή για τα πνευμόνια, το στομάχι αλλά και τ’ αυτιά μας…!
Και, πάνω απ’ όλα, είχε την αλληλεγγύη που παρείχε το δέσιμο των ανθρώπων της γειτονιάς και όχι την ανωνυμία του να μην ξέρεις τον γείτονα και συνάνθρωπό σου, ακόμα και αυτόν της “διπλανής πόρτας”, όπως και συμβαίνει τις πιο πολλές φορές, στις πολυκατοικίες των ελληνικών αστικών κέντρων του 2015!
Με άλλα λόγια, ναι, είχε πολύ περισσότερη ανθρωπιά!
Και αυτό -θα συμφωνείτε- τα λέει όλα…!
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!