Ο Μπιλ Ράσελ (Bill Russell) έφυγε στα 88 του χρόνια, από φυσικά αίτια, πλήρης ημερών και τίτλων. Έφυγε όπως φεύγουν οι νικητές, κλέβοντας τη βασίλισσα του μεγάλου μπασκετικού χορού που ακούει στο όνομα «Πλανήτης ΝΒΑ».
Άρθρο του Χρίστου Λιάπη, με τίτλο “ο Bill Russell, o Τζον Κόρφας και το άθλημα των «ψηλών»” δημοσιεύθηκε στον Οικονομικό Ταχυδρόμο.
Πάντοτε, τους αθλητικούς αγώνες τους παρακολουθούσα με τον πατέρα μου. Είχε μετεκπαιδευθεί στην Αεροπορική Βάση του Keesler, στο Biloxi του Μισισίπι το 1962 –στη διάρκεια, μάλιστα, της «κρίσης των πυραύλων της Κούβας»- και για αυτό, ποτέ μου δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί, παρότι εκείνη η χρονιά, στους τελικούς του ΝΒΑ είχε σημαδευτεί μπασκετικά από άλλη μια επική μάχη ανάμεσα στους Los Angeles Lakers και τους Boston Celtics του πρόσφατα θανόντος Bill Rusell, o πατέρας μου επέμενε να υποστηρίζει πως δεν του άρεσε ποτέ το αμερικανικό μπάσκετ των «άχαρων ψηλών», όπου δεν μπορείς να δεις «έναν Κόρφα να ελίσσεται», όπως έλεγε χαρακτηριστικά.
Ειρήσθω εν παρόδω, ο Τζον Κορφας ήταν αμερικανοθρεμμένος ταλαντούχος μπασκετμπολίστας, γεννημένος το 1962, ο οποίος ποτέ δεν έπαιξε στο NBA και ο πατέρας μου, παρά τη γλωσσική και υπηρεσιακή του τριβή με τα αγγλόφωνα αεροπορικά σχολεία του ΝΑΤΟ, επέμενε, σε ότι είχε να κάνει με την τηλεοπτική παρακολούθηση των αθλητικών αγώνων, να προφέρει το πέναλτυ ως «μπέναλτυ», να μεταφρράζει κατά κυριολεξία το man to man ως «σκληρό παιχνίδι άνδρα προς άνδρα» και όχι ως τύπο άμυνας και να καπνίζει απανωτά Special Karelia, βγάζοντάς τα νευρικά από το κόκκινο, με τις ωχρές (σαν τιράντες μπασκετικής φανέλας) πλευρικές ρίγες, πακέτο τους.
Σε ένα από τα γνωστά time outs του «ξανθού», σε εκείνες τις τιτανομαχίες Άρη-Τρέισερ που καθήλωναν όλη την Ελλάδα, τα βράδια κάθε Πέμπτης στα τέλη της δεκαετία του ’80, είδα φευγαλέα, στα χέρια του Γιάννη Ιωαννίδη (τότε –άλλη εποχή- δεν υπήρχε αντικαπνιστικός νόμος ούτε, κατά διάνοια, στα γήπεδα αλλά ούτε και αλλού και οι κάμερες εξακολουθούσαν να «γράφουν» στα διαλείμματα του αγώνα), το γνώριμο πακέτο Special Karelia και έσπευσα με ενθουσιασμό να μοιραστώ με τον πατέρα μου αυτήν την κατάκτηση της παρατηρητικότητάς μου που εντόπισε ένα κοινό σημείο εξαρτητικής επαφής μεταξύ των δύο ανδρών. Δεν πίστεψε αυτό που τού έλεγα πως είχα δει…
Όταν, πολλά χρόνια μετά, είχα την ευκαιρία να συναντήσω από κοντά τον Ιωαννίδη σε μία από τις ΔΕΘ, της πόλης όπου γεννήθηκα και σπούδασα, αν και δεν μεγάλωσα εκεί, ο θρυλικός προπονητής έμεινε έκπληκτος όταν «μάντεψα» τη μάρκα των τσιγάρων που κάπνιζε κατά το παρελθόν. Δυστυχώς ο πατέρας μου είχε χάσει προ πολλού την άνιση μάχη με τη νόσο του Parkinson, έχοντας φύγει 20 χρόνια πριν τον συνομήλικό του, επίσης γεννημένον το 1934, Μπιλ Ράσελ, οπότε δεν μπόρεσα ποτέ να τού επιβεβαιώσω την παιδική παρατήρησή μου.
Νομίζω όμως πως δεν θα χρειασθούν περαιτέρω ψυχαναλυτικές ερμηνείες και γνώσεις, ούτε το πούρο του Φρόιντ ή αυτό του Ρέντ Αουέρμπαχ, προπονητή του Ράσελ στην αήττητη δυναστεία των Boston Celtics, για να εξηγηθεί η συνήθειά μου να συνδυάζω σχόλια αθλητικής ιστορίας με αναφορές σε νευροεκφυλιστικές παθήσεις, όπως η νόσος του Parkinson που χτύπησε τον Τζέρι Σλόαν ή η άνοια που ταλαιπώρησε και τον Γκερντ Μίλλερ και τον σερ Μπόμπι Τσαρλτον αλλά και τον σερ Σον Κόνερυ.
Ο τελευταίος, περιγράφεται από τον Joe Foster, τον ιδρυτή της εταιριάς αθλητικών “Reebok” να ψάχνει πανικόβλητος, στο World Pro-Celebrity τουρνουά τένις, το 1985 στο Μονακό, τις τσέπες ενός, προδιαγραφών ταινίας 007, σμόκιν που φορούσε, επειδή είχε ξεχάσει τα εισιτήριά του για το επίσημο δείπνο.
Δεν ξέρω αν αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα πολύ πρώιμο σύμπτωμα της άνοιας, καθώς πρόσφατες μελέτες υποστηρίζουν πως ελλείμματα του νευροδιαβιβαστή της ακετυλοχολίνης (η οποία ενέχεται στην εκδήλωση της νόσου του Alzheimer) είναι παρόντα πολύ πριν από την επίσημη διάγνωση της νόσου, όπως ακριβώς και η εκφύλιση των ντοπαμινεργικών νευρώνων ξεκινά πολύ πριν από τις εμφανείς κλινικές εκδηλώσεις της νόσου του Parkinson.
Ξέρω, όμως, πως ο Σον Κόνερυ, είτε ως Τζέιμς Μποντ, είτε ως John Patrick Mason στον «Βράχο», δεν θα είχε πρόβλημα όχι απλώς στο να μπει στην επίσημη δεξίωση, χωρίς τα εισιτήρια, αλλά ούτε και στο να φύγει έχοντας «κλέψει» και τη «βασίλισσα του χορού». Γιατί, όπως είπε στον Nicolas Cage, “Οι αποτυχημένοι πάντα κλαψουρίζουν λέγοντας πως θα κάνουν το καλύτερο που μπορούν. Οι νικητές γυρίζουν σπίτι με τη Βασίλισσα του χορού». «Υπάρχουν σμόκιν και σμόκιν», όπως λέει η Βέσπερ στον Τζέιμς Μποντ που, στο Casino Royal υποδύεται ένας άλλος 007, ο Ντάνιελ Κρεγκ, λίγο πριν τον προδώσει για να τον σώσει.
Έτσι ακριβώς όπως υπάρχουν μεγάλοι παίκτες και μεγάλοι παίκτες και ο Bill Russell ήταν ο μεγαλύτερος ψηλός όλων των εποχών στο άθλημα των ψηλών. Σεμνά ξεχωριστός, χωρίς να κομπάζει για τις 20.000 γυναικείες κατακτήσεις του, όπως ο Ουίλτ Τσάμπερλεϊν και συνεπής υπέρμαχος της ισότητας έγχρωμων και λευκών, χωρίς να παρασύρεται σε ακτιβιστικοκεντρικές υπερβολές όπως ο επίσης λαβωμένος από τη νόσο του Parkinson Μωχάμετ Άλι, ο Μπιλ Ράσελ έφυγε στα 88 του χρόνια, από φυσικά αίτια, πλήρης ημερών και τίτλων, χωρίς να κουβαλά μαζί του καμία πικρή ιστορία αγώνα ενάντια σε κάποια χρόνια νόσο.
Έφυγε όπως φεύγουν οι νικητές, κλέβοντας τη βασίλισσα του μεγάλου μπασκετικού χορού που ακούει στο όνομα «Πλανήτης ΝΒΑ». Έφυγε κλέβοντας τη νίκη, μαζί με την καρδιά των φιλάθλων που αγαπούν το μπάσκετ και τη ζωή που ευτυχώς, κάποιες φορές έχει χώρο και για νικητές χωρίς πολύ πικρές ούτε πολύ φανταχτερές ιστορίες.
Xρίστος Χ. Λιάπης MD, MSc, PhDΨυχίατρος – Διδάκτωρ Παν/μίου Αθηνών
Πρόεδρος ΔΣ ΚΕΘΕΑ
Μέλος Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Δημόσιας Υγείας
chliapis@yahoo.gr