Η στήλη των ΝΕΩΝ «Το καλοκαίρι εκείνο», στην οποία, υπό την επιμέλεια της δημοσιογράφου Κατερίνας Ροββά, κάθε Σαββατοκύριακο, ένα πρόσωπο από τη δημόσια σφαίρα καλείται να μιλήσει για τις αναμνήσεις από κάποιο από τα περασμένα καλοκαίρια της ζωής του, φιλοξενήθηκε ο Ψυχίατρος, Διδάκτωρ του Παν/μίου Αθηνών, Πρόεδρος του ΔΣ του ΚΕΘΕΑ και Μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Δημόσιας Υγείας Χρίστος Λιάπης, στο φύλλο της εφημερίδας του Σαββάτου-Κυριακής 20-21 Αυγούστου.
Ο Ψυχίατρος και Πρόεδρος του ΚΕΘΕΑ ξαναβλέπει στο replay της μνήμης του τα καλοκαίρια της παιδικής και εφηβικής του ηλικίας στο εξοχικό των γονιών του, στον Πλαταμώνα.
«Για ένα ζευγάρι ελεύθερα φτερά»
‘Ας κάψουμε χρυσάνθεμα που ανθίζουν στον κήπο πλάι στις ντάλιες, γιατί από σκοπνη πύρεθρου φτιάχνεται το πράσινο «φιδάκι» που διώχνει τα επίμονα λεπιδόπτερα των αναμνήσεων’
«Ήταν μία μέρα ζεστή, καυτή όπως όλες οι μέρες εκείνου του Ιουλίου». Έτσι ξεκινούσε το διήγημά μου «Για ένα ζευγάρι ελεύθερα φτερά» που κέρδισε το 1οβραβείο στον Πανλυκειακό Διαγωνισμό Λογοτεχνίας του 1996. Έμπνευσή του τα καλοκαίρια της παιδικής και εφηβικής μου ηλικίας στο εξοχικό των γονιών μου, στον Πλαταμώνα, ένα παραθαλάσσιο μέρος ιδιαίτερης φυσικής ομορφιάς, στα νότια της Πιερίας, κάτω από ένα από τα πλέον καλοδιατηρημένα κάστρα της πατρίδας μας, το οποίο ακόμη επιτηρεί, σε πείσμα της πετρωμένης ερημιάς του και της διαπλάτυνσης της Εθνικής Οδού, το οδικό πέρασμα από τη βόρεια στην κεντρική Ελλάδα.
Εκεί, στο μπαλκόνι του Πλαταμώνα, με το «φιδάκι» να καίει, σπειροειδές πρασινωπό αυτόκαυστο, διώχνοντας τα κουνούπια και μια ασπρόμαυρη τηλεόραση να προβάλλει, Ιούνιο του 1989, τον ημιτελικό Ελλάδα – Ρωσία, τότε που κερδίσαμε στην εκπνοή με τρίποντο του Φάνη. Από όλες τις στιγμές των καλοκαιριών, αυτήν διαλέγω, για να τη βλέπω ξανά και ξανά στο replay της μνήμης μου, πλάι στον πατέρα μουπου, ακόμη, η νόσος του Parkinson δεν είχε αρχίσει να αφήνει τα σημάδια της επάνω του. «Οι θύμησες, αρθρόποδα έντομα / αναρριχώνται στους τοίχους όπου άφησες / τα αποτυπώματά σου / στηριζόμενος».Πρόκειται για τους τοίχους αυτού του σπιτιού, με τη δυσανάλογα μεγάλη, σε σχέση με το εσωτερικό εμβαδόν του, βεράντα.
Βρεγμένοι ήχοι ποτίσματος από μικρά πλαστικάμπεκ στον κήπο, φωτεινά, ηλεκτροφόρα, αλλά όχι δηλητηριώδη, άκακα, κοκκινοπράσινα μανιτάρια με λευκές βούλες και συχνές διακοπές νερού που το κουβαλούσαμε, την ημέρα, με μπιτόνια -για να μη λείψει- και τα αφήναμε στον ήλιο για να μην κρυώνω όταν, γυρνώντας από τη θάλασσα, η μητέρα και η θεία μου βγάζανε την αλμύρα από πάνω μου. Δεν βρήκανε, όμως, χλιαρό νερό να αποθηκεύσουνε, για να μην με καίει, αργότερα και η αλμύρα από τα δάκρυα για όσα μας παίρνουν οι στιγμές που δεν θα ξαναέρθουν. Για όσα, ψεύτικα, μας υπόσχονται, μας δίνει και μας τα παίρνει πίσω ο μεγάλος μας εχθρός, ο γερασμένος Χρόνος.
Ένας γερο-βοσκός μας είχε πει κάποτε, όταν στάθηκε να πιει λίγο νερό, που ποτέ δεν μας περίσσευε σε αυτό το σπίτι, σε εκείνη τη βεράντα, πως στον Πλαταμώνα, το καλοκαίρι, οι οχιές παραφυλάνε ανάμεσα στα πολύχρωμα λουλούδια για να αρπάξουνε τις μέλισσες. Ας κάψουμε, λοιπόν, χρυσάνθεμα που ανθίζουνε στον κήπο, πλάι στις ντάλιες, γιατί από σκόνη πύρεθρουφτιάχνεται το πράσινο «φιδάκι» που διώχνει τα επίμονα λεπιδόπτερα των αναμνήσεων. Αυτά που εξακολουθητικά συγκρούονταν με τον ιπτάμενο εαυτό τους στον φωτεινό καθρέπτη της τηλεόρασης, τα βράδια, εκείνο το καλοκαίρι.
Από αυτήν την καλοκαιρινή τηλεόραση άκουσα, σε μια λογοτεχνική εκπομπή της τότε ΕΡΤ 2 πως η Θεσσαλονίκη -μιάμιση ώρα απόσταση από τον Πλαταμώνα, το καλοκαίρι του 1989, με το Mazda Deluxe Sedan μοντέλο του 1971, του πατέρα μου, με τα παράθυρα ανοικτά, χωρίς κλιματισμό, σε μια άλλη Ελλάδα- φέρνει ασυνείδητα σε όλους τους Έλληνες που την επισκεπτόμαστε, μια υπόρρητη μελαγχολία γιατί, μοιάζοντας βυζαντινοπρεπώς με την Κωνσταντινούπολη, μάς υπομνύει την απώλεια, όπως το σπίτι μιας αγαπημένης θείας, μάς θυμίζει τη μητέρα που χάσαμε, γιατί μοιάζει, χωρίς όμως ποτέ να είναι όπως, ακριβώς,το είχε εκείνη.
Η μητέρα μου ήταν πάντα η μικρότερη από τις αδελφές της και έτσι –τηρουμένης της βιολογικής τάξης- δεν βρέθηκα ποτέ στη θέση του επισκέπτη της Θεσσαλονίκης που νοσταλγεί τη χαμένη Πόλη του. Δεύτερο καλοκαίρι του Κορωνοϊού, πέρυσι, πήρα τη μητέρα μου μαζί σε μία επίσκεψή μου στη Θεσσαλονίκη, περνώντας κάτω από τη βεράντα του σπιτιού στον Πλαταμώνα. Ενός σπιτιού που βάζω –ασύμφορα- μέσα του ανθρώπους για να μην το νιώθω έρημο και όλο κωλυσιεργώ στην πώλησή του, για προφανείς λόγους, αν και πλέον δεν το επισκέπτομαι. Η μητέρα μου θυμόταν τον Πλαταμώνα, αλλά δεν θυμόταν τη Θεσσαλονίκη…
Φιδάκι αναμμένο οι σπείρες του χρόνου, με το εκμαγείο της στάχτης των καμένων στιγμών να ακροβατεί στην άκρη του και εγώ να αναρωτιέμαι, με τον Γκάλη να πετάει στον αέρα και να πασάρει στον Χριστοδούλου, ανάμεσα στα υψωμένα χέρια των Σοβιετικών, ελισσόμενος ως αίλουρος μέσα στα σμήνη των κουνουπιών και των ιπτάμενων μυρμηγκιών που μαγνητίζονταν από την τηλεοπτική φωταψία, αν πρώτα θα πέσει η στάχτη του πύρεθρου ή του τσιγάρου από τα χέρια του πατέρα μου. Τελικά, μού είχε μείνει η Σαλονίκη μου….χωρίς τη Σαλονίκη, μιάμιση ώρα απόσταση από τον Πλαταμώνα, από το καλοκαίρι του 1989, στο τώρα, με το Mazda του πατέρα μου…
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!