Αϊλάν Κουρντί είναι το όνομα του μικρού αγοριού που βρέθηκε πνιγμένο στα παράλια της Αλικαρνασσού. Μαζί με τον αδερφό και τους γονείς του είχαν φύγει από τη Συρία, αλλά η βάρκα που τους μετέφερε στην Κω βυθίστηκε μόλις βγήκε στ’ ανοιχτά. Οι φωτογραφίες του άψυχου παιδικού κορμιού που ξέβρασε η θάλασσα έκαναν τον φρικώδη γύρο των παγκόσμιων Μέσων Ενημερώσεως. Καμιά γοργόνα των παιδικών παραμυθιών, ούτε το μυθολογικό δελφίνι του Αρίωνα δεν βρέθηκε κοντά στο ναυάγιο για να σώσει τον μικρό Αϊλάν….
Το καλοκαίρι του 2003, με την Ελλάδα τότε να ευημερεί, αλλά με τα μαύρα σύννεφα της παράνομης μετανάστευσης να έχουν ήδη κάνει την εμφάνισή τους, έκρουα τον κώδωνα του κινδύνου, με άρθρο μου στην εφημερίδα “ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ”….Από τη “σπονδή στον Ξενίτη Δία” στην ανθρωποθυσία του μικρού Αϊλάν, λοιπόν. Ανθρωποθυσία στον βωμό των συμφερόντων που ερημώνουν χώρες με εμπόλεμες συρράξεις και μιας Ευρώπης που αδυνατεί να αποτρέψει τις εκατόμβες των προσφύγων στη Μεσόγειο.
‘Σπονδή στον Ξενίτη Δία’
«Ξενίτης», λέξη που πρωτοάκουσα στην ταινία του Αγγελόπουλου «Η αιωνιότητα και μια μέρα», ή αλλιώς ο «όπου γης ξένος», στην αιωνιότητα και στη μία ημέρα. Λέξη που μου ήρθε στο νου ξανά –πριν μερικούς μήνες- όταν οι δέκτες μας κατακλύζονταν από τις ειδήσεις για την πτώση του, τρίτου κατά σειράν, ελικοπτέρου του Ε.Κ.Α.Β. στη διάρκεια αεροδιακομιδής. Ανάμεσα στο πλήρωμα του ελικοπτέρου βρισκόταν και ο Παλαιστίνιος ‘ιπτάμενος γιατρός’ Μάτζεντ Σαφάντι. Γεννημένος εκεί όπου το πρώτο που μαθαίνουν τα παιδιά είναι ο πετροπόλεμος με τους ισραηλινούς, ονειρεύτηκε ένα μέλλον διαφορετικό, τουλάχιστον για τον εαυτό του. Θα μπορούσε, ίσως, να μείνει εκεί να λιθοβολεί τα ισραηλινά τάνκς, να ζωστεί εκρηκτικά και να τιναχθεί στον αέρα –αυτόκαυστο, ζωντανό πυροτέχνημα- σκοτώνοντας αθώους στο όνομα της ελευθερίας. Προτίμησε να προσπαθήσει να αλλάξει το ‘κισμέτ’, να σώζει ζωές αντί να τις παίρνει. Έγινε γιατρός στη χώρα μας, προσφέροντας τις υπηρεσίες του κυριολεκτικά από την πρώτη γραμμή του επείγοντος. Οικονομικός πρόσφυγας που ζήτησε στην Ελλάδα ένα ανθρωπινότερό, ένα ευνοϊκότερο στις συνθήκες και στις ηθικές στοχεύσεις του μέλλον. Ο Σαφάντι, όμως ήταν ένας «ξενίτης». Ξένος στην πατρίδα του, μια χώρα δίχως κρατική υπόσταση εποικισμένη από το μίσος του πολέμου· ξένος και στη νέα του χώρα, που τον άφηνε να πετά με διάτρητες προϋποθέσεις ασφάλειας, προμηθευόμενη τα (νοσοκομειακά) ελικόπτερα της με διαβλητούς διαγωνισμούς. Ξένος ως προς την ίδια του τη μοίρα που είχε αποφασίσει να του στερήσει τη μακροημέρευση.
Κάθε άνθρωπος είναι κι ένας ολόκληρος κόσμος και αυτός ο ξένος από την Παλαιστίνη ας γίνει το μέσο να ταξιδέψουμε, για λίγο, στον κόσμο της Μέσης Ανατολής. Εκεί όπου αν η μοίρα γράψει πως σου μέλλει να γίνεις πυροτέχνημα ανθρώπινο το μόνο που μπορείς να καταφέρεις εναντιωνόμενος είναι να τελειώσεις τη ζωή σου ως σβησμένος, σκοτεινός κομήτης πέφτοντας νύχτα στο Αιγαίο μ’ ένα νοσοκομειακό ελικόπτερο. Η σωρός του Σαφάντι μεταφέρθηκε με ένα ελληνικό C 130 στη Συρία για να ταφεί. Ένας Παλαιστίνιος γιατρός που έπεσε με ιταλικό ελικόπτερο, που μεταφέρθηκε με ελληνικό μεταγωγικό, που ετάφη σε συριακό έδαφος. Ένας ξενίτης που πέταξε για τελευταία φορά πάνω από το Σινά και την έρημο του Ιορδάνη, σαν τον Ούγγρο χαρτογράφο Αλμάζι που στον ‘Άγγλο ασθενή’ πετούσε πάνω απ’ την έρημο μ’ ένα αγγλικό αεροπλάνο, με γερμανικά καύσιμα, μεταφέροντας –νεκρή- την Κάθριν Κλίφτον, ώσπου στο τέλος το αεροπλάνο του κατέπεσε φλεγόμενο.
Ας σταματήσουμε κάπου εκεί κοντά, στη χώρα του 12χρονου ιρακινού Αλί Ισμαήλ Αμπάς. Στη χώρα που δοκιμάστηκε απ’ τη δικτατορία του Σαντάμ, απ’ το εμπάργκο του Ο.Η.Ε. και από τις βόμβες των αμερικανών. Μία από αυτές τις ‘έξυπνες’ βόμβες με τη ‘χειρουργική’ ακρίβεια μπερδεύτηκε, πέρασε τον μικρό Αλί για φενταγίν και πέφτοντας στο σπίτι του ξεκλήρισε την οικογένεια του, ακρωτηρίασε τα δυο του χέρια και έκαψε σχεδόν όλο το σώμα του. Επιχείρηση ‘σοκ και δέος’ ή αλλιώς, ‘πως μετατρέπεται ένα παιδί σε άχερο ομοίωμα του Άγγλου ασθενή’. «Ήθελα να γίνω αξιωματικός του στρατού όταν μεγαλώσω. Όχι πια. Τώρα θέλω να γίνω γιατρός, αλλά πως μπορεί να γίνει αυτό; Δεν έχω χέρια….». λέει ο μικρός Ιρακινός μέσα από τον μεταλικό νάρθηκα που σαν κουκούλι προστατεύει το καμένο σώμα του από τα σκεπάσματα, άμορφο σώμα, σαν της προνύμφης, το κορμί του μια πυρπολημένη χώρα, τα χέρια του ακρωτηριασμένες φτερούγες ονείρων. Ένας ξενιτεμένος απ’ την ίδια του τη μοίρα, που ο πολιτισμένος δυτικός κόσμος, αφού πρώτα τον ακρωτηρίασε, τον μεταφέρει –τώρα- στα νοσοκομεία του υποσχόμενος τεχνητά μέλη.
Οι αυξανόμενες πολεμικές συγκρούσεις, σε συνδυασμό με τη διαρκή μεταβολή των δεδομένων της παγκοσμιοποιημένης –πια- οικονομίας δημιούργησαν στρατιές πολιτικών και οικονομικών προσφύγων, αναδεικνύοντας τη μετανάστευση σε ένα από τα μείζονα ζητήματα της εποχής μας. Ζήτημα πολυδιάστατο, η προβληματική του οποίου αφορά τόσο τους ίδιους τους πρόσφυγες όσο και τις χώρες υποδοχής. Η ιστορική ακολουθία των γεγονότων μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έφερε τη χώρα μας σε ασύγκριτα πλεονεκτικότερη θέση από τους γείτονές της. Με τη Βαλκανική να μαστίζεται από συγκρούσεις και μετακινήσεις πληθυσμών, με τα σοσιαλιστικά καθεστώτα να καταρρέουν καταλείποντας οικονομικό χάος και μηδενικούς μηχανισμούς πρόνοιας, η Ελλάδα δέχτηκε κύματα μεταναστών που προσδοκούσαν ένα καλύτερο, ασφαλέστερο και πιο ‘ευρωπαϊκό’ μέλλον. Η μαζική αυτή μετανάστευση άλλαξε τα δημογραφικά δεδομένα και εγείρει πολλαπλές απαιτήσεις σε όλους τους τομείς της κοινωνικοοικονομικής μας ζωής.
Η χώρα μας βρέθηκε απροετοίμαστη μπροστά στο μεταναστευτικό ρεύμα που πέρασε τα σύνορά της. Δεν υπήρχε συγκεκριμένο σχέδιο που να προβλέπει πόσους μετανάστες μπορούμε να δεχθούμε, ποιους θα δεχθούμε, πώς θα τους εντάξουμε στην οικονομική και κοινωνική μας ζωή, πώς θα τους αξιοποιήσουμε και με ποιόν τρόπο θα τους εξασφαλίσουμε μηχανισμούς πρόνοιας. Ορδές λαθρομεταναστών που περνούν νύχτα τα σύνορά μας και χρησιμεύουν ως φτηνά (ανασφάλιστα) εργατικά χέρια σε αγροτικές και οικοδομικές εργασίες. Η παραοικονομία ανθεί. Στην απουσία μόνιμης στέγης και εργασίας βρίσκει πρόσφορο έδαφος η εγκληματικότητα. Η ανεργία των νέων κατοίκων της υπαίθρου αυξάνει (δεν νομίζω πως αντέχει στη λογική η άποψη πως ο Αλβανός πηγαίνει σε δουλειές που δεν τις καταδέχεται ο -άνεργος- Έλληνας) και έτσι ανατροφοδοτείται συνεχώς με ρατσιστική καχυποψία ο φαύλος κύκλος της ξενοφοβίας.
Σίγουρα έχουνε γίνει αρκετά βήματα προς την κατεύθυνση της συγκρότησης μεταναστευτικής πολιτικής. Το ζήτημα όμως δεν μπορεί να λυθεί μόνο με πράσινες κάρτες και συνοριοφύλακες. Η έλευση των μεταναστών δε δοκιμάζει μόνο τα φοβικά αντανακλαστικά των κλειστών κοινωνιών ζητώντας την ομαλή ενσωμάτωσή τους. Διαμορφώνει και νέες απαιτήσεις για το εκπαιδευτικό, το ασφαλιστικό και το σύστημα υγείας. Σχετικά με το τελευταίο έχουμε να αναφέρουμε πως δεν αρκεί η ισόνομη ασφαλιστική κάλυψη όλων των νόμιμων μεταναστών. Η μετανάστευση είναι πάνω απ’ όλα μια δραματική ψυχοκοινωνική αλλαγή, μια δοκιμή για τη προσαρμοστικότητα όχι μόνο της κοινωνίας υποδοχής αλλά κυρίως του ίδιου του μετανάστη. Δεν είναι άλλωστε τυχαία η αυξημένη συχνότητα εμφάνισης ψυχολογικών προβλημάτων στους μεταναστευτικούς πληθυσμούς. Η λειτουργία υπηρεσιών ψυχικής υποστήριξης των μεταναστών πρέπει να αποτελεί σημαντικό κομμάτι του σχεδιασμού των υπηρεσιών πρόνοιας, όσο και αν φαίνεται κωμική πολυτέλεια η οργάνωση υπηρεσιών διαπολιτιστικής ψυχιατρικής σε μια χώρα που αφήνει τα νησιά της στην άγονη γραμμή της υγείας, χωρίς τις απαραίτητες ιατρικές μονάδες που θα μείωναν τη χρεία των αεροδιακομιδών όταν, μάλιστα, οι τελευταίες γίνονται με ελικόπτερα που πέφτουνε σαν ζαλισμένες πεταλούδες συμπαρασύροντας στον θάνατο μετανάστες που ήρθαν να βρουν την τύχη τους και να προσφέρουν από τη θέση του ‘ιπτάμενου γιατρού’.
«Εγώ δ’ έρημος, εκ γης βαρβάρου λελησμένη…» είναι τα λόγια που έβαλε η αρχαία τραγωδία στο στόμα της Μήδειας, της πριγκίπισσας της Κολχίδας, που άφησε τη ‘βάρβαρη’ πατρίδα της, την ‘άχορον χώραν’ -τη γη όπου δε χορεύουν- ακολουθώντας τον Ιάσονα. Η Μήδεια υπήρξε το πρώτο θύμα της διαπολιτιστικής νόσου, αυτού που ονομάζεται ‘κατάθλιψη της μετανάστευσης’, όταν με θολωμένο το μυαλό από την αποξένωση και την εχθρότητα, προδομένη από τον αγαπημένο της αλλά και από τον ίδιο της τον εαυτό, ξενίτισσα, σκότωσε τα ίδια τα παιδιά της. Άχορος είναι η χώρα της μετανάστευσης για κάθε ξενιτεμένο. Μόνο μία φορά έχω δει Αλβανό να χορεύει. Ήτανε πέρυσι στην Κέρκυρα, τα μικρά κοριτσάκια μιας οικογένειας Αλβανών οι οποίοι δούλευαν στο κτήμα ενός φίλου μου. Έβλεπα την Άμπρα και την Ίλντα να χορεύουνε ελληνικά λαϊκά τραγούδια και αναρωτήθηκα αν κάποτε στα ελληνικά μπαράκια θα χορεύουνε μαζί Έλληνες και Αλβανοί τρίτης γενιάς.
Η μαζική εισροή στη χώρα μας οικονομικών μεταναστών δημιούργησε καινούρια, όχι μόνο δημογραφικά και κοινωνικά αλλά και υγειονομικά δεδομένα. Μεταδοτικές ασθένειες που για χρόνια θεωρούσαμε ότι είχαν σχεδόν εκλείψει από τον ελλαδικό χώρο παρατηρούνται με αυξημένη συχνότητα ανάμεσα στους μετανάστες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αναζωπυρωμένη αύξηση του φυματινικού δείκτη τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας. Η όποια παρέμβαση, όμως, στο ζήτημα της συσχέτισης της υγείας με την μετανάστευση πρέπει να γίνει με τρόπο που να μην πυροδοτεί κοινωνικό πανικό, ούτε ρατσιστικές φοβίες εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την προστασία της δημόσιας υγείας και της υγείας των ίδιων των μεταναστών. Θα ήταν ιδιαίτερα επωφελής η διενέργεια μιας ακτινογραφίας θώρακος σε κάθε μετανάστη που έρχεται σε επαφή με τις ιατρικές ή τις δημογραφικές υπηρεσίες της χώρας και πριν βιαστούν ορισμένοι να χαρακτηρίσουν το παραπάνω μέτρο ως ρατσιστικό τονίζω πως τόσο για την εισαγωγή μου στο πανεπιστήμιο, όσο και για την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος μού ζητήθηκαν ακτινογραφίες θώρακος χωρίς να αισθανθώ ότι προσβάλλεται η προσωπικότητά μου.
Ξενίτης –για να επιστρέψουμε εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε- δεν είναι μόνο ο μετανάστης. Ξενίτης γίνεται και ο κάθε άρρωστος, ο χρόνιος πάσχον που καταντάει ξένος ως προς το σώμα του. Ξενίτης μπορεί να γίνει οποιοσδήποτε άνθρωπος που λόγω ιδιαίτερα οξυμένης ευαισθησίας αρνείται να συμβιβαστεί με όσα συμβαίνουν γύρω του, ονειρεύεται τη ζωή ‘αλλιώς’ και καταλήγει ξένος ως προς τον εαυτό του. Στη χώρα του ‘Ξένιου Δία’ ίσως μπορεί να βρει μια θέση κι ο βωμός του ‘Ξενίτη Δία’ και καθώς αναφερθήκαμε παραπάνω εκτενώς σε ζητήματα υγείας, μπορούμε να παραθέσουμε τους στίχους ενός Αλβανού οικονομικού μετανάστη, του Λουάν Τζούλις, που νοσηλεύτηκε σ’ ελληνικό νοσοκομείο και στα λόγια του συναντούμε περισσότερη ευαισθησία και κατανόηση για το έργο των γιατρών απ’ όση βρίσκουμε σε αρκετούς ημεδαπούς νοσηλευόμενους. Ίσως γιατί και ο γιατρός δεν είναι παρά ένας ξενίτης που οικειοποιούμενος τον πόνο του άλλου γίνεται ξένος ως προς τον δικό του πόνο.
«Για μένα οι γιατροί είναι γιασεμιά/ πράσινα πάντα και ανθισμένα/ Και ας φαίνεται εκεί στους διαδρόμους/ πως δε μας σέβονται/ και προσπερνούνε βιαστικά τον πόνο μας./ Αλλά δεν είναι έτσι/ Πόνεσα και αρρώστησα/ και απ’ την ελπίδα τους κρεμάστηκα/ και απ’ τη ματιά τους όσο βιαστικά/ και αν πέρασε από πάνω μου/ πήρα κουράγιο να ξοδέψω την υπομονή μου/ στα δύσκολα απογεύματα των θαλάμων/ και ύστερα ένα πρωί χαιρετηθήκαμε/ και ήταν πάλι βιαστικοί/ ίσως και πιο χλωμοί από μένα.»
Σε προηγούμενο άρθρο μου είχα γράψει για το ζεϊμπέκικο του παρκινσονικού. Πολύ καιρό πριν η ασθένεια μετατρέψει το σώμα του σε ‘άχορον χώρα’ ο πατέρας μου είχε βρεθεί, με μια μικρή παρέα ντόπιων συναδέλφων του, σ’ ένα χωριό της Καλαμπάκας. Το γλέντι άναψε σε μια ταβέρνα της πλατείας -έτσι φουντώνανε τότε, αμέσως, σαν δαδιά, τα γλέντια. Οι ντόπιοι ακόμη μιλούνε για το χυμένο κρασί που σ’ ένα κοίλωμα του πατώματος έφτανε ως τον αστράγαλο –σπονδή στον Ξενίτη Δία- ακόμη έχουνε να λένε για τον χορό, για το μεγάλο γλέντι που έκανε εκείνη τη βραδιά ο Ξένος……
Χρίστος Χρυσοστόμου Λιάπης
Φοιτητής (..ακόμη τότε…) Ιατρικής Α.Π.Θ.
chliapis@med.auth.gr
Και για την αντιγραφή,
Χρίστος Χ. Λιάπης MD, MSc, PhD
Ένας εργαζόμενος νέος Ψυχίατρος –
Διδάκτωρ Παν/μίου Αθηνών
email: chliapis@yahoo.com
Twitter: @chliapis