Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος με πολλή σοφία και συναίσθηση της ποιμαντικής ευθύνης που απορρέει από τον ευαγγελικό και πατερικό λόγο, με αφορμή την εορτή του Γενεθλίου της Θεοτόκου εξέδωσε Εγκύκλιο, η οποία θα αναγνωστεί στις 8 Σεπτεμβρίου στους Ιερούς Ναούς με θέμα ‘’Περί προστασίας της ανθρώπινης ζωής και αποφυγής των αμβλώσεων’’.
Παρά το γεγονός ότι δεν σχηματίζεται από νωρίς η μορφή του εμβρύου με τα σωματικά χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου, το έμβρυο αποτελεί πρόσωπο. Για την θεολογία της ορθόδοξης Ανατολής το έμβρυο έχει υπόσταση, επομένως αποτελεί πρόσωπο (υπόσταση=πρόσωπο στους Καππαδόκες Πατέρες) [1], με τη σύλληψη. Ήδη με την γονιμοποίηση το έμβρυο αρχίζει να υπάρχει και τότε ξεκινάει η ζωή του [2]. Βέβαια, δεν αποτελεί ολοκληρωμένη μορφή, αλλά αυτή η ύπαρξη που έχει ζωή αρχίζει και αναπτύσσεται. Μάλιστα, ο Μ. Βασίλειος δεν κάνει διάκριση μεταξύ μεμορφωμένου και άμορφου εμβρύου [3]. Σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο Θεολόγο η ψυχή του εμβρύου είναι εξ αρχής τέλεια, απλά δεν μπορεί να εκδηλώσει τις ενέργειες της λόγω της ατέλειας που εντοπίζεται στο σωματικό του στοιχείο. Αυτές όμως εμφανίζονται σταδιακά καθώς αναπτύσσεται το έμβρυο σωματικά [4].
Έχοντας υπόψη την πατερική θέση που κάνει λόγο για τον άνθρωπο ως μία ενιαία ψυχοσωματική οντότητα [5], για το συναμφότερον [6], καθώς δεν μπορεί να υπάρξει ως ασώματη ψυχή ή ως άψυχο σώμα [7], τότε αυτή η υπαρκτική πραγματικότητα αποτελεί ένα πρόσωπο [8]. Το έμβρυο ακόμη κι αν δεν έχει αναπτυχθεί πλήρως ή ακόμη κι αν μετά καιρό διαμορφώνονται τα σωματικά χαρακτηριστικά του, έχει την προοπτική της ολοκλήρωσης. Είναι τέλειος άνθρωπος κατά την ταυτότητα [9]. Το σώμα και η ψυχή του δημιουργούνται ταυτόχρονα, ακόμη κι αν το σώμα δεν έχει την μορφή των επομένων μηνών. Σ’ αυτό συνηγορεί ο όσιος Ιωάννης της Κλίμακος, ο οποίος μας λέει: ‘’Ἡ ψυχή οὔτε προϋφίσταται τοῦ σώματος οὔτε μεθυφίσταται• ἀλλά ἅμα τῇ τούτου γενέσει κτίζεται καί αὐτή [10]. Επομένως, γίνεται λόγος για μία χιασματική σχέση [11].
Ακούγεται τον τελευταίο καιρό πως η γυναίκα έχει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του σώματος της. Πώς μπορεί όμως η γυναίκα να διατηρεί το δικαίωμα αυτό τη στιγμή που στη μήτρα της κυοφορείται μία ύπαρξη; Αναιρείται κάθε δικαίωμα του εμβρύου εξ’ ονόματος των δικαιωμάτων της μητέρας; Και ο πατέρας; Δεν έχει κανένα ρόλο στην ύπαρξη του εμβρύου; Η ύπαρξη αυτή αδικείται κατάφωρα, όταν καταστρέφεται από τους ίδιους τους γονείς και ειδικότερα από την μητέρα που το φέρει προσωρινά [12].
Η έκτρωση δεν συμβαδίζει με τη ζωή που πραγματώνει, ως οντολογική πραγματικότητα και αυθεντική αφαίμαξη κάθε διαβρωτικής κατάστασης, η Εκκλησία. Η θεολογική σπουδαιότητα βρίσκεται στη ζωή, στο φως, στην ύπαρξη. Επουδενί στον θάνατο, στο έρεβος, στην ανυπαρξία. Ήδη από τον 1ο αιώνα είναι σημαντικό να δηλώσει κάποιος πως απορρίπτει την έκτρωση για να εισέλθει στη νέα πίστη [13]. Η έκτρωση για την Εκκλησία είναι φόνος [14]. Κατά τον Πάπα Πίο IA’, η άμβλωση είναι ηθικώς απαράδεκτη όχι επειδή τερματίζει μια ανθρώπινη ζωή, αλλά διότι σταματά την προοπτική της εκδήλωσης ζωής [15].
Κάθε αιώνας σημαίνεται ως πρόκληση για την ορθόδοξη θεολογία, η οποία καλείται να καταθέσει έναν λόγο – συντριβή απέναντι στην μουσειακότητα ενός εξιδανικευμένου παρελθόντος που επιτάσσει την στείρα επανάληψη αρχών και ιδανικών, απολιθωμένων από το ζωντανό πνεύμα της ορθόδοξης ζωής και πνευματικότητας. Η θεολογία δεν μπορεί να είναι μία στείρα επανάληψη του ευαγγελικού και πατερικού λόγου, κι αυτό διότι οι πολυσύνθετες δομές του σύγχρονου κοινωνικού ιστού και οι αναδυόμενες προκλήσεις της βιοηθικής, απαιτούν έναν λόγο σύνθεσης της ορθόδοξης αλήθειας και ζωής με κάθε επιστητό που διακονεί τον άνθρωπο και προστατεύει το δικαίωμα στη ζωή. Είναι όμως καιρός και η Εκκλησία να σταματήσει να παίζει κρυφτό, όπου και όταν αυτό συμβαίνει, και να βγει σε διάλογο με την κοινωνία, περισσότερο δε σε συνάντηση με το ανθρώπινο πρόσωπο. Να εστιάσει στο ζήτημα της έκτρωσης, να υπερασπιστεί το δικαίωμα της ζωής του εμβρύου, να συμβάλλει στο πρόβλημα που προκύπτει όταν υφίσταται κυοφορία από βιασμό, να βρει τρόπους αντιμετώπισης, να εμπνεύσει, να καθοδηγήσει.
Σωστά επισημαίνει η Α.Θ.Π. ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος: ‘’…ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό μία θεολογία, ἡ ὁποία θά ἔχει συνείδηση τῆς εὐθύνης της γιά τό σήμερα. Ἀπό μία θεολογία ἀπό τήν ὁποίαν θά ἐκπορεύονται προτάσεις ζωῆς, ἰδέαι, ὠθήσεις, ἐλπίδες γιά τόν ἄνθρωπο καί τήν ἀνθρωπότητα, γιά τήν κτίση καί τήν ἱστορία [16]. Στην εποχή μας έχουμε ανάγκη από έναν ζωντανό διάλογο που θα μεταμορφώνει και θα εξυψώνει το ανθρώπινο πρόσωπο και που θα αναδεικνύει την ιερότητα της ζωής από τη στιγμή της σύλληψης του εμβρύου.
Υποσημειώσεις:
[1] Βλ. Ιω. Ζηζιούλα, Ἀπό τό προσωπεῖον εἰς τό πρόσωπον. Ἡ συμβολή τῆς πατερικής θεολογίας εἰς τήν ἔννοιαν τοῦ προσώπου, Χαριστήρια εἰς τιμήν τοῦ Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος Μελίτωνος, Πατριαρχικόν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη, 1977, σ.287.
[2] Carol Leth Stone, The basics of biology, (Greenwood Press, 2004), σσ. 48 – 62. Πρβλ. J. Harris, The Value of Life (London: Routledge, 1985), σελ. 11: ‘’Το γονιμοποιημένο ωάριο είναι εν δυνάμει ανθρώπινο ον (πρόσωπο)’’.
[3] Μ. Βασιλείου, Προς Αμφιλόχειον περί εικόνων, ΕΠΕ, 1, 191.
[4] Γρηγορίου Θεολόγου, Έπη θεολογικά, Βιβλ. Α’ τόμ. Α’. Έπη δογματικά, Η΄ Περί Ψυχής, RG 37, 453-454.
[5] Γρηγορίου Νύσσης, Κατηχητικός Λόγος, PG 45, 93A.
[6] Αθηναγόρου, Περί ἀναστάσεως νεκρῶν, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1986, §14-15, σσ. 266-274. Πρβλ. Γρηγορίου Νύσσης, Ἀντιρρητικός, G.N.O. II, σ. 386. 19-20: ‘’Ἄνθρωπος δέ τό τοῦ ἀνθρώπου σῶμα οὐ λέγεται, ἀλλά τό ἐξ’ ἀμφοτέρων στγκείμενον’’. Τον όρο συναμφότερον συναντάμε στον Πλάτωνα, Βλ. Αλκιβιάδου, 130Α και στον Πλωτίνο, Βλ. Lexicon Plotinianum, J.H. Sleeman – G. Pollet, Λέυντεν, Leuven University Press 1980.
[7] Γρηγορίου Νύσσης, Περί κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 253B: Τό γάρ
προκείμενον ἦν δεῖξαι τήν σπερματικήν τῆς συστάσεως ἡμῶν αἰτίαν, μήτε ἀσώματον εἶναι ψυχήν, μήτε ἄψυχον σῶμα, ἀλλ ̓ ἐξ ἐμψύχων τε καί ζώντων σωμάτων ζῶν καί ἔμψυχον παρά τήν πρώτην ἀπογεννᾶσθαι ζῶον’’. Πρβλ. Μαξίμου Ομολογητού, Θεωρία σύντομως πρός τούς λέγοντας προϋπάρχειν ἢ μεθυπάρχειν τῶν σωμάτων τάς ψυχάς, PG 91, 1324.
[8] Χρυσοστόμου Σαββάτου, Μητροπολίτη Μεσσηνίας, Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ἐκκλησία καί Κοινωνία. Ὁ διάλογος θά ἑνώσει τόν κόσμο καί τήν κοινωνία, Ἔκδοση Ἱερᾶς Μητρόπολης Μεσσηνίας, Καλαμάτα 2017, σ. 305.
[9] Βλ. Εγκύκλιος 3062, Περί προστασίας της ανθρώπινης ζωής και αποφυγής των αμβλώσεων, Αθήνα, 25 Αυγούστου 2022.
[10] Ιωάννου Σιναΐτου, Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ, Ι.Μ. Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2002, σ. 136.
[11] Πρβλ. Merleau-Ponty Maurice, The Visible and the Invisible, Illinois, Northwestern University Press, Studies in Phenomenology and Existential Philosophy, μτφρ. Lingis Alfonso, 1698, σ. 259.
[12] Πρβλ. T. Rendtorff, Ethik, τόμ.2, σ. 184, κ.ε. S. Harakas, Contemporary Moral Issues Facing the Orthodox Christian, Minneapolis, Minnesota 1982, σ. 84 κ.ε. H. Tristram Engelhardt, The Foundations of Christian Bioethics, Swets – Zeitlinger, Lisse 2000, σ. 275 κ.ε.
[13] Διδαχή των Δώδεκα Αποστόλων, 2.
[14] Πρόδρομου Ι. Ακανθόπουλου, Κώδικας ιερών κανόνων και εκκλησιαστικής νομοθεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Κανόνες Μ. Βασιλείου, Επιστολή κανονική Α΄, Κανών 2, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 455. Πρβλ. ό.π. σ. 461 και Αγαπίου ιερομονάχου – Νικοδήμου μοναχού, Πηδάλιον τῆς νοητῆς νηός τῆς Μιᾶς, Ἀγίας Καθολικής καί Ἀποστολικῆς τῶν Ὄρθοδόξων Ἐκκλησίας, ἤτοι ἅπαντες οἱ ἱεροί καί θείοι κανόνες ἑρμηνευόμενοι, εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 711 και Διδαχή των Αποστόλων II.2, μτφρ. Krisopp Lake (Cambridge, MA: Harvard University Press, 1965), τ. 1, σσ. 311, 313.
[15] Pope Pius XI, Cf. Encyclical Letter on Christian Marriage (Boston: St. Paul Editions), σ. 32.
[16] Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μεσσηνίας Χρυσοστόμου Σαββάτου, Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος ὡς Πρόεδρος τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Εισήγηση στο Διεθνές Συνέδριο με θέμα: ”Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος: Τριάντα χρόνια διακονίας” (Θεσσαλονίκη 26-29/5/2022).
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (θεολόγος, βαλκανιολόγος)
Εφημέριος Διάβας